Η χρυσή εποχή του Φεστιβάλ Ελληνικού τραγουδιού
της Άσπας Πάσσιου Όταν γεννήθηκα, το φεστιβάλ, ήταν ήδη τριών χρόνων. Η Διεθνής έκθεση, ήταν κιόλας ενήλικη. Το Σαλονικιώτικο φθινόπωρο καθόλου δεν το αναγνώριζα από τα «κίτρινα πεσμένα φύλλα» μα από αυτά τα δυο συμβάντα. Το κοσμικό και το καλλιτεχνικό. Τα τεράστια μολύβια που μου αγόραζαν στην έκθεση, κάτι μαύρες μπύρες που έπιναν οι γονείς […]
της Άσπας Πάσσιου
Όταν γεννήθηκα, το φεστιβάλ, ήταν ήδη τριών χρόνων. Η Διεθνής έκθεση, ήταν κιόλας ενήλικη. Το Σαλονικιώτικο φθινόπωρο καθόλου δεν το αναγνώριζα από τα «κίτρινα πεσμένα φύλλα» μα από αυτά τα δυο συμβάντα. Το κοσμικό και το καλλιτεχνικό. Τα τεράστια μολύβια που μου αγόραζαν στην έκθεση, κάτι μαύρες μπύρες που έπιναν οι γονείς και δεν καταλάβαινα γιατί τις επιθυμούσαν όσο κι εγώ τα μολύβια μου, και μαλλί της γριάς, που μ’ έστελνε στο μπάνιο κατευθείαν με την επιστροφή στο σπίτι, για να μην μαζευτούν μύγες πάνω μου. Ανάμεσα στους ήχους από πλανόδιους, μηχανές που λειτουργούσαν δοκιμαστικά, φωνές που ανακοίνωναν χαμένα παιδάκια, έρχονταν και μια φωνή που πάντα την συνδύαζα με ένα γκριζομάλλη ζεν πρεμιέ, καλοστημένο, ευγενή και αλέγκρο τύπο, που τ’ όνομά του ήταν Άλκης Στέας.
Μεγάλωσα μαζί με το φεστιβάλ, μα νομίζω πως αυτό γέρασε πριν από μένα. Ξεκίνησα να ανακαλύπτω την ελληνική μουσική μέσα από ονόματα που προκαλούσαν άκρατο χειροκρότημα όταν ακούγονταν στην αίθουσα του φεστιβάλ: Ζακ Ιακωβίδης, Τζικ Νακασιάν, Γιώργος Θεοδοσιάδης και άλλοι θρύλοι της εποχής. Το τραγούδι που βραβεύονταν, ήταν η είδηση για τις επόμενες μέρες που περιφέρονταν από στόμα σε στόμα. Και οι συγγενείς από το χωριό, συνεννοούνταν στο τηλέφωνο με τη μάνα μου για να μάθουν την ημερομηνία και να ‘ρθουν στη Θεσσαλονίκη, εκείνες τις μέρες, που είχε το φεστιβάλ.
Μετά πήραμε τηλεόραση. Ασπρόμαυρη. Η γειτονιά μας και ο Μεθοριακός σταθμός! Και εκεί, στη δεύτερη βδομάδα του Σεπτέμβρη, οικογενειακώς και πάλι, στημένοι μπροστά στο μαγικό κουτί με την ίδια εκείνη φωνή να αναγγέλλει τα ονόματα, τους ενορχηστρωτές που τους είχαμε μάθει απ’ έξω και τα τραγούδια. «Ευτυχείτε», προέτρεπε και ευτυχούσαμε μπροστά στην οθόνη με χωριάτικη σαλάτα και Τώνη Βαβάτσικο να κουνά τα χέρια του δείχνοντας «πίσω απ’ το ποτάμι που τρέχει, την πηγή…». Ευτυχούσα εγώ κυρίως, γιατί ο μπαμπάς μου το προηγούμενο καλοκαίρι είχε ντυθεί στο χακί για να επιστρατευτεί μέχρι που τελευταία στιγμή τον θεώρησαν μεγάλο και μας τον άφησαν, η μαμά μου φοβόταν ακόμη μήπως τον πάρουν, ο παππούς άκουγε Μόσχα κρυφά στο ραδιόφωνο και ήταν ανήσυχος, η μία θεία με πήρε και πήγαμε να ακούσουμε τον Καραμανλή στο Μακεδονία Παλλάς, ενώ η εξαδέλφη μου άκουγε τη Γειτονιά των Αγγέλων και το Ματωμένο γάμο, κορόιδευε τον αγαπημένο μου Μπαρμπαλιά, μα ευτυχούσε κι αυτή γιατί απ’ ότι λέγονταν ήταν ζήτημα ημερών να νομιμοποιηθεί το ΚΚΕ.
Έτσι κυλούσαν τα χρόνια με τον Ρόμπερτ Ουίλιαμς στο φεστιβάλ , τον Τζορντανέλι και τον Μάρκο Ντουβή, ενώ εγώ είχα ανακαλύψει την μαγεία του Κάντο χενεράλ σ’ ένα κατάμεστο Καυτατζόγλειο. Ήμουν στο γυμνάσιο όταν η διαδρομή του κόσμου, δεν γίνονταν στην ευθεία προς το Παλέ για το φεστιβάλ τραγουδιού πια, μα για τις συναυλίες των μεγάλων μας συνθετών. Αδίκως προέτρεπαν τα πρώτα βραβεία «ας κάνουμε απόψε μιαν αρχή». Αδίκως επέμενε και ο Γιώργος Πολυχρονιάδης σε παλαιοχριστιανικά μηνύματα. Το παιχνίδι πλέον παίζονταν αλλού, στο Πάρκο της Νέας Ελβετίας, με Φαραντούρη και Inti Illimani, «ψωμί παιδεία και ελευθερία» αντί του «ευτυχείτε» και γω κάπνιζα ήδη τα πρώτα μου τσιγάρα αντί να γλύφω τούφες από μαλλί της γριάς.
Στο λύκειο ανακάλυψα και την άλλη μουσική, την εκδίκηση της γυφτιάς τα μπαράκια του Γερμανού, τον Νικόλα Άσιμο. Το φεστιβάλ ελληνικού τραγουδιού, στέκονταν εκεί ακόμη, για κάποιους καθυστερημένα αστοποιημένους, κάποιους αμετανόητα νοσταλγικούς και μερικούς που έδεναν με μίζερα νήματα την καλλιτεχνική τους φύση γύρω από ένα θεσμό αντρίκελο. Ότι ωραίο ακούγαμε πια, έρχονταν γραμμένο σε πειρατικές κασέτες, τα τραγούδια που μαθαίναμε απ’ έξω ήταν ολόκληρα έργα και μεγάλα ποιήματα, οι χολιγουντιανές ορχήστρες και οι ρομαντικές βινιέτες στους στίχους του φεστιβάλ δεν έπιαναν μία μπροστά στην οργισμένη κιθάρα του Σαββόπουλου και τον αφρισμένο λόγο του Μπίρμαν.
Μετά ήρθε η Αλλαγή. Ιδρύθηκαν τα 15μελή συμβούλια στα σχολεία, νομοθετήθηκε ο πολιτικός γάμος αλλά σχόλασε ο Άλκης Στέας και κάτι σαν ροκ άρχισε να φυσά τη σκουριά πάνω από τη σκηνή του φεστιβάλ προσπαθώντας να ανακτήσει «μια χαμένη ισορροπία», με την Σοφία Βόσου. Ωστόσο ήταν ακόμη νωρίς για να το θεωρήσουμε καλτ και πολύ αργά για να πεισθούμε για νέα ξεκινήματα. Το φεστιβάλ το στύλωναν έκτοτε με σκαλωσιές κάθε Σεπτέμβρη αλλά τα εισιτήρια που κάποτε πουλιόνταν στην μαύρη αγορά ακόμη και 400 φορές παραπάνω από την τιμή τους , έμεναν πια άκοπα στα μπλοκ των ταμείων.