Parallax View

Η Δέσποινα μόνη της

του Άκη Δήμου Δεν έτυχε ποτέ ν’ ακούσω τη Δέσποινα Βανδή στα μαγαζιά που τραγουδάει. Μόνο ένα βράδυ – πολύ αργά, ξημερώματα- την είχα πετύχει να βγαίνει απ’ το Rex. Φόραγε ένα μακρύ, καστόρινο παλτό και χάθηκε στην Πανεπιστημίου με το κεφάλι χαμηλωμένο. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, μπορεί και να μην ήταν εκείνη, λέω, αλλά […]

Άκης Δήμου
η-δέσποινα-μόνη-της-16038
Άκης Δήμου
vandi7.jpg

του Άκη Δήμου

Δεν έτυχε ποτέ ν’ ακούσω τη Δέσποινα Βανδή στα μαγαζιά που τραγουδάει. Μόνο ένα βράδυ – πολύ αργά, ξημερώματα- την είχα πετύχει να βγαίνει απ’ το Rex. Φόραγε ένα μακρύ, καστόρινο παλτό και χάθηκε στην Πανεπιστημίου με το κεφάλι χαμηλωμένο. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, μπορεί και να μην ήταν εκείνη, λέω, αλλά κάποια που της έμοιαζε (πολλές θέλανε να της μοιάσουν τότε, αν και πήγαιναν όλες με το κεφάλι ψηλά.) Νομίζω ότι ήταν εκείνη την περίοδο που είχε βγάλει το – δεν θυμάμαι ποιο είχε βγάλει. Αλλά θυμάμαι μια δήλωσή της – λεζάντα στη φωτογραφία της στο εξώφυλλο ενός εβδομαδιαίου περιοδικού: “δεν θα γεράσω στα μπουζούκια”, έλεγε. Μου είχε κάνει κάπως εντύπωση εκείνη η δήλωση. Μια τραγουδίστρια στο φόρτε της αντί ν’ απολαμβάνει την επιτυχία της, έπαιρνε (για πολύ λίγο) μια απόσταση και σκεφτόταν ότι υπάρχει και το μετά (το οποίο κανείς δε σκέφτεται όταν το χειροκρότημα τον ξεκουφαίνει). Είχε μάλιστα και μια αίσθηση για το πώς αυτό το μετά (δεν) ήθελε να είναι. Στα χρόνια που πέρασαν, προσπάθησε να το κάνει και πράξη. Αραίωσε τις εμφανίσεις της, λιγόστεψαν και οι δίσκοι της (βοηθούσης και της κρίσης, εννοείται, που επέσπευσε πολλές αποκαθηλώσεις παντός είδους –και συχνά χωρίς συγκεκριμένη ιδιότητα – επωνύμων.)

Δεν έμαθα για τις εμφανίσεις της στο πλευρό του Σφακιανάκη παρά μόλις προχτές, όταν αρνήθηκε να συνυπάρξει μαζί του στην ίδια σκηνή. Αν το ήξερα νωρίτερα, θα απορούσα, καταρχήν, μ’ αυτήν καθαυτή τη συνεργασία. Η μάτσο σιγουριά και η χυδαία αυταρέσκεια του εν λόγω τραγουδιστή δεν μου φαίνεται να πολυκολλάνε με το λαχάνιασμα της φωνής της Βανδή. Ούτε με το χαμηλωμένο της βλέμμα όταν βγαίνει απ’ το μαγαζί που δουλεύει. Όπως και να ‘χει, η συνεργασία τους είναι πια παρελθόν. Φρόντισε η ίδια γι’ αυτό, κάνοντας, μετά το παραλήρημα του πολυπλατινένιου ομοτέχνου της υπέρ της Χρυσής Αυγής, μια κίνηση υψηλής ευκρίνειας (και εκκωφαντικά αυτονόητη για κάποιον που αισθάνεται ότι υπάρχει ακόμα κάτι που αξίζει να υπερασπίζεσαι.)

«Παρά την διαφορετική άποψη που έχουμε γενικότερα στις σχέσεις, στη ζωή και τη δημοκρατία, θεωρούσα ότι καλλιτεχνικά θα μπορούσαμε να συνυπάρξουμε σε μια μουσική σκηνή. Αυτή τη στιγμή αισθάνομαι ότι τα πράγματα που μας χωρίζουν είναι περισσότερα από αυτά που μας ενώνουν. Αποχωρώ με λύπη.», είπε η Βανδή, συνειδητοποιώντας εγκαίρως ότι βρήκε τον λάθος άνθρωπο για ν’ αγαπήσει.

Δεν ξέρω γιατί, αλλά η κίνησή της δεν με εξέπληξε. Όχι μόνο γιατί η ίδια είναι γεννημένη στη Γερμανία από γονείς Έλληνες μετανάστες, και άρα (λογικά) δεν μπορεί να έχει τίποτα κοινό με κάποιον που υψώνει τα λάβαρα της ξενοφοβίας, αλλά και γιατί υπήρχε εκείνη η παλιά δήλωσή της, ότι δεν θα γεράσει στα μπουζούκια, που μου σήμαινε μια γυναίκα που κάπως το βασάνιζε το πράγμα.

Μπορώ, βεβαίως, ν’ ακούσω τον αντίλογο. Ήδη τον ακούω: ότι η αποχώρησή της για τους λόγους που επικαλείται ίσως και να είναι μια ύστατη απόπειρα να ανανεώσει το ξεθυμασμένο ενδιαφέρον του κοινού για το πρόσωπό της, μια επικοινωνιακή κίνηση μ’ άλλα λόγια, ή ότι και η ίδια υπηρέτησε ένα ολόκληρο σύστημα κατεβαίνοντας απ’ τα ταβάνια και ταΐζοντας τους θαυμαστές της με μια δισκογραφία αναιμική (στην οποία ξεχωρίζουν, ωστόσο, τέσσερα πέντε πραγματικά ωραία τραγούδια.)

Μπορώ να τ’ ακούσω όλ’ αυτά αλλά θα επιμείνω στην αίσθησή μου: η δήλωσή της μου φαίνεται ειλικρινής και η στάση της έντιμη. Σε τέτοιες εποχές (και σε τέτοιους επαγγελματικούς χώρους), δεν χαλάς έτσι αβασάνιστα μια (αρκετά καλοπληρωμένη, υποθέτω) δουλειά αν δεν έχεις πράγματι έναν βάσιμο (και μερικές φορές επώδυνο) λόγο.

Και θα πω ακόμα, ότι στην πληθώρα των σχοινοτενών αναλύσεων, των ανιστόρητων επιχειρημάτων, των λαϊκίστικων (δημοσιογραφικών και άλλων) εξάρσεων, της γενικόλογης και ατεκμηρίωτης, εν πολλοίς, κινδυνολογίας, των πολυποίκιλων τσιτάτων και των τρομολάγνων αφορισμών, καμιά φορά δεν χρειάζονται παρά μια χούφτα λέξεις, δυο τρεις κουβέντες καθαρές και ευανάγνωστες για να υπερασπιστείς τον τρόπο που έχεις να βλέπεις τον κόσμο και να ‘ρθεις στα ίσα σου. Αφήνοντας στην άκρη τις διπλωματίες του κώλου (στις οποίες όλοι ψιλοκαταφεύγουμε όταν απειλείται με λουκέτο το μαγαζάκι μας) και παραμένοντας συντονισμένος με μια σχεδόν ενστικτώδη αλήθεια που λανθάνει κάτω απ’ το μακιγιάζ σαν μια καλοκρυμένη ρυτίδα. Αυτό. –

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα