Η δημοσιογραφία αιμορραγεί, η δημοκρατία παραπαίει
2 Νοεμβρίου - Παγκόσμια Ημέρα για τον τερματισμό της ατιμωρησίας για εγκλήματα κατά των δημοσιογράφων
Λέξεις: Αγγελική Κόγιου
Η 2 Νοεμβρίου έχει θεσπιστεί ως Παγκόσμια Ημέρα για τον τερματισμό της ατιμωρησίας για εγκλήματα κατά των δημοσιογράφων. Η βαρύτητα και η αξία της συγκεκριμένης ημέρας αποδίδεται στις πολυάριθμες δολοφονίες δημοσιογράφων και στην απουσία απονομής δικαιοσύνης.
Σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων (International Federation for Journalists), εντός του 2022 σκοτώθηκαν παγκοσμίως 68 δημοσιογράφοι και εργαζόμενοι στα Μ.Μ.Ε., ενώ συγκριτικά με το 2021, σημειώθηκαν 21 περισσότεροι θάνατοι.
Τρομακτικός είναι επίσης ο αριθμός των δημοσιογράφων που κρατούνται σε φυλακές και ανέρχεται στους 375. Τα στοιχεία για το 2023 αναμένονται ακόμη πιο ανησυχητικά δεδομένης της συνέχισης του πολέμου στην Ουκρανία και των εχθροπραξιών μεταξύ Χαμάς και Ισραήλ, κατά τη διάρκεια των οποίων μέχρι στιγμής έχουν σκοτωθεί 29 δημοσιογράφοι (Committee to protect Journalists). Η ατιμωρησία για τα εγκλήματα κατά των δημοσιογράφων επικρατεί καθώς σχεδόν το 90% των υποθέσεων δολοφονιών δεν φτάνει ποτέ στις δικαστικές αίθουσες.
Οι δημοσιογράφοι ψυχορραγούν μεταφορικά και κυριολεκτικά. Στην Ελλάδα η δημοσιογραφία πλήττεται έσωθεν, έξωθεν ποικιλοτρόπως και συστηματικά τα τελευταία χρόνια. Οι δημοσιογράφοι λογοκρίνονται, απειλούνται, δέχονται λεκτικές και σωματικές επιθέσεις, εισβολές στα σπίτια τους, δολοφονούνται.
Σύμφωνα με στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ελευθερία του Τύπου και των Μ.Μ.Ε. (European Center for Press and Media Freedom), μόνο εντός του 2023 στην Ελλάδα καταγράφηκαν 19 απειλές εναντίον δημοσιογράφων (περιλαμβάνονται λογοκρισία, συλλήψεις, λεκτικές και σωματικές επιθέσεις). Οι επιτιθέμενοι κατά κύριο λόγο αποτελούν πολιτικά πρόσωπα, επιχειρηματικoύς παράγοντες, αστυνομικoύς υπαλλήλους, οπαδούς ποδοσφαιρικών ομάδων, μέλη αναρχικών οργανώσεων και απλούς πολίτες.
Η αφαίρεση της ζωής ενός/μιας δημοσιογράφου αποτελεί το αποκορύφωμα των εχθροπραξιών εναντίον του/της. Οι δύο πιο πρόσφατες δολοφονίες εντός συνόρων είναι αυτή του Σωκράτη Γκιόλια, ο οποίος δολοφονήθηκε στις 19 Ιουλίου 2010 με 13 σφαίρες έξω από το σπίτι του και του Γιώργου Καραϊβάζ, ο οποίος έπεσε νεκρός στις 9 Απριλίου 2021 επίσης έξω από την οικία του. Η ερευνητική δράση των προαναφερθέντων αναφορικά με θέματα διαφθοράς και οργανωμένου εγκλήματος ήταν αυτή που όπλισε το χέρι των εκτελεστών, οι οποίοι μέχρι σήμερα παραμένουν ατιμώρητοι.
Στην περίπτωση της δολοφονίας του Γκιόλια, παρά το γεγονός ότι την ευθύνη την ανέλαβε η τρομοκρατική οργάνωση «Σέχτα των Επαναστατών», δεν έχουν αποδοθεί κατηγορίες σε κάποιο πρόσωπο, ενώ η έρευνα της υπόθεσης είναι ιδιαίτερα προβληματική και ελλιπής σύμφωνα με επισημάνσεις της διεθνούς Μ.Κ.Ο. «Δημοσιογράφοι χωρίς Σύνορα». Όσον αφορά την υπόθεση Καραϊβάζ, μόλις τον Μάιο του 2023 προφυλακίστηκαν δύο αδέρφια που κατηγορούνται για συμμετοχή στη δολοφονία, με τους μεσάζοντες και τους εγκεφάλους του εγκλήματος να παραμένουν ελεύθεροι.
Οι έρευνες σταματούν εσπευσμένα, οι υποθέσεις αρχειοθετούνται και οι δολοφονίες μένουν ανεξιχνίαστες. Ωστόσο, οι συνέπειες τέτοιων εγκλημάτων καθορίζουν τη ζωή και την υστεροφημία των αποθανόντων, τις επιλογές των επιζώντων δημοσιογράφων, την ορθή ενημέρωση των πολιτών και εν τέλει την τύχη του ίδιου του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Η δυσφήμιση και η σπίλωση της προσωπικότητας των θυμάτων επικρατεί στον δημόσιο λόγο μετά από κάθε δολοφονία δημοσιογράφου. Η προσοχή στρέφεται στο ίδιο το θύμα, του οποίου οι αρχές και η αξιοπιστία αμφισβητούνται, με αποτέλεσμα να θεωρείται ένοχο για τη δολοφονία του.
Μαζί με την οριστική φίμωση και αναστολή της ερευνητικής δράσης των δολοφονημένων επέρχεται ο εκφοβισμός και ο παραδειγματισμός των υπόλοιπων δημοσιογράφων, οι οποίοι/ες θορυβημένοι/ες για την προσωπική τους ασφάλεια, αυτολογοκρίνονται και απομακρύνονται από το πεδίο της ερευνητικής δημοσιογραφίας. Αυτό έχει ως συνέπεια τον περιορισμένο ή μηδενικό έλεγχο της εκτελεστικής, νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας και την οδυνηρή αύξηση των αυθαιρεσιών εις βάρος των πολιτών και του ίδιου του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Ακόμη και ο τρόπος εκτέλεσης της δολοφονίας δημοσιογράφων, η οποία συνήθως διαπράττεται σε δημόσιο χώρο κατά τη διάρκεια της ημέρας μπροστά στα ανυποψίαστα μάτια συγγενών και περαστικών, επηρεάζει και διαμορφώνει τις απόψεις των πολιτών. Η συναγωγή λανθασμένων συμπερασμάτων αναφορικά με στιγματιστικές και αναληθείς γενικεύσεις εναντίον του κλάδου επικρατεί.
Η ημιτελής και ανεπαρκής έρευνα των δολοφονιών των δημοσιογράφων και η ατιμωρησία των δραστών αντικατοπτρίζει την αδιαφορία της ελληνικής κυβέρνησης για την απόδοση δικαιοσύνης και για την προστασία των δημοσιογράφων. Παρά τις διαβεβαιώσεις του πρωθυπουργού ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει λογοκρίσια, οι απειλές, οι επιθέσεις και οι δολοφονίες δημοσιογράφων αποδεικνύουν το ακριβώς αντίθετο.