Η Ελλάδα που πέθανε
Οι γονείς μου, σχετικά νέοι άνθρωποι, ψήφιζαν από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου το ίδιο πάντα κόμμα. Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, από το ’74 και μετά, έκαναν συνολικά επτακόσια χιλιόμετρα για να βρεθούν στον τόπο καταγωγής τους και να σταυρώσουν τα ίδια πρόσωπα που κληρονομικά κατείχαν το βουλευτικό αξίωμα του νομού. Τα τελευταία μάλιστα […]
Οι γονείς μου, σχετικά νέοι άνθρωποι, ψήφιζαν από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου το ίδιο πάντα κόμμα. Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, από το ’74 και μετά, έκαναν συνολικά επτακόσια χιλιόμετρα για να βρεθούν στον τόπο καταγωγής τους και να σταυρώσουν τα ίδια πρόσωπα που κληρονομικά κατείχαν το βουλευτικό αξίωμα του νομού. Τα τελευταία μάλιστα δέκα, δεκαπέντε χρόνια, το πρόσωπο αυτό ήταν και συγγενικό. Όταν τους ρωτούσα γιατί ξανά εκείνον η απάντηση ήταν στερεότυπη: “Γιατί θα βοηθήσει το χωριό”. Εξ όσον γνωρίζω, καθώς σπάνια επισκέπτομαι το χωριό, το χωριό αυτό δεν βοηθήθηκε ποτέ. Όχι μόνο από τον συγγενή μας αλλά και από το συγγενή κανενός άλλου. Κάτι μικρορουσφέτια γίνανε, και παιδιά άλλων συγγενών βρήκαν μια εποχιακή δουλειά γιατί μίλησε ο συγγενής κάπου, κάτι ελάχιστες επιδοτήσεις πέσανε και οι άνθρωποι τις φάγανε καθήμενοι στα καφενεία, δεκαετίες τώρα διατάζοντας τους αλλοδαπούς που τώρα διώκουμε να βοσκάνε τα πρόβατα και να κοιμούνται στο μαντρί, ο τόπος συνέχιζε να μαραζώνει, οι άνθρωποι να γλιστρούν στη φτώχεια και την εγκατάλειψη, τα όνειρα για μια καλύτερη ζωή να σβήνουν.
Σε τούτες τις εκλογές οι γονείς μου δεν πήγαν να ψηφίσουν. Μου το ανακοίνωσαν λίγες μέρες πριν. Δεν βρήκαν το λόγο. Ούτε ο συγγενής, ούτε ο έρημος τόπος δεν στάθηκαν ικανοί να τους πείσουν ότι όλα αυτά που τα προηγούμενα χρόνια κρατούσαν το εκλογικό τους ενδιαφέρον ενεργό υφίστανται ακόμα.
Το κόμμα που τους συγκινούσε αποδείχτηκε μια από τις μεγαλύτερες απάτες που συνεπήραν ποτέ αυτό τον τόπο. Τα πρόσωπα που ανέδειξε στην πλειοψηφία τους αλαζονικοί σαλτιμπάγκοι που μέχρις εσχάτης ώρας έδιναν τη μάχη για μια άνετη καρέκλα που έλυνε το βιοποριστικό τους πρόβλημα και ενίσχυε τη μάταιη φιλοδοξία τους.
Χτες βράδυ έκλεισαν νωρίς την τηλεόραση. Τα χρόνια που πέρασαν, και δεν ήταν και λίγα, μοιάζουν χρόνια χαμένα για κείνους. Μου θυμίζουν τους ήρωες του Good Buy Lenin που σα χαμένοι τριγύριζαν σε μια χώρα που δεν υπήρχε πια.
Η Ελλάδα που ήξεραν πέθανe ήσυχα μια μαγιάτικη νύχτα. Και η κηδεία της δεν είχε καν μια μπάντα να παιανίζει. Ήταν ένας βουβός θρήνος για το τέλος μιας μάταιης εποχής.