Η ελληνική οικογένεια και παράδοση ως «ευχή» και «κατάρα»
Η τρέχουσα οικονομική κρίση υπήρξε αφορμή για πλήθος συζητήσεων που, ανεξάρτητα από τις όποιες συγκλίσεις ή αποκλίσεις, όλες διαπνέονταν από την εύλογη αβεβαιότητα για το μέλλον. Γι’ αυτό, λοιπόν, θα έλεγε κανείς ότι η κρίση αυτή είναι μια κρίση υπαρξιακή. Και σε τέτοιες κρίσεις είναι αναμενόμενο ότι έρχεται κάποια στιγμή η ώρα της περισυλλογής και […]
Η τρέχουσα οικονομική κρίση υπήρξε αφορμή για πλήθος συζητήσεων που, ανεξάρτητα από τις όποιες συγκλίσεις ή αποκλίσεις, όλες διαπνέονταν από την εύλογη αβεβαιότητα για το μέλλον. Γι’ αυτό, λοιπόν, θα έλεγε κανείς ότι η κρίση αυτή είναι μια κρίση υπαρξιακή. Και σε τέτοιες κρίσεις είναι αναμενόμενο ότι έρχεται κάποια στιγμή η ώρα της περισυλλογής και της αμφισβήτησης των ατομικών και συλλογικών επιλογών που οδήγησαν στο κακό αποτέλεσμα. Σε κάποιο βαθμό οι επιλογές αυτές ήταν προϊόν των γνώσεων, νοοτροπιών, δοξασιών και προκαταλήψεων που παρέδωσαν οι παλιότερες στις νεότερες γενιές σε οικογενειακό και σε συλλογικό επίπεδο, καθώς και η ποιότητα επεξεργασίας τους από την ίδια την κοινωνία. Πρόκειται δηλαδή για τη σχέση της κοινωνίας με την παράδοση, που, ως στοιχείο συγκεκριμένων οικονομικών και κοινωνικών επιλογών, είναι εξόχως επίκαιρο θέμα.
Κατ’ αρχάς, η οικογενειακή παράδοση διαχρονικά ήταν ευρέως αποδεκτή, ως στοιχείο κοινωνικής αναγνώρισης. Η αξία του «οικογενειακού ονόματος», ως διαβατήριο για μια καλή ζωή, ήταν και παραμένει κοινωνική πεποίθηση βαθιά ριζωμένη, που αντανακλάται σε κάθε έκφανση του δημόσιου βίου. Ειδικώς στην οικονομική ζωή, η οικογενειακή παράδοση, ως αφετηρία ατομικών επιλογών και δράσεων, φαινόταν να έχει ένα βασικό «πλεονέκτημα» για τους νεοσσούς: τους παρείχε την «ασφάλεια» (στην πραγματικότητα την ψευδαίσθηση της ασφάλειας) ότι κάποιος μεγαλύτερος, κατά τεκμήριο σοφότερος και πιο έμπειρος, τους προστατεύει και τους συνδράμει στην εύρεση εργασίας ή πελατείας. Ο μεν νεοσσός θεωρούσε, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι με αυτόν τον «άκοπο» τρόπο θα επιλυόταν το βιοτικό του ζήτημα, ενώ από την πλευρά τους οι γονείς ικανοποιούνταν με την εξέλιξη αυτή, διότι εξασφάλιζαν την οικογενειακή συνέχεια μέσα στο χρόνο. Αυτή η οικογενειακή «σύμβαση», όμως, με προνεωτερική καταγωγή, είχε το πραγματικό μειονέκτημα ότι είχε επίδραση στο ήθος των νεοσσών, αφαιρώντας τους το κίνητρο ανάπτυξης ουσιαστικών ανταγωνιστικών ικανοτήτων. Ταυτόχρονα, η εν λόγω «σύμβαση» ήταν και είναι εκτός της σύγχρονης διεθνούς οικονομικής πραγματικότητας. Πράγματι, στη βιομηχανική και μεταβιομηχανική εποχή, η επαγγελματική επιτυχία εξαρτάται από εξωγενείς αστάθμητους παράγοντες, όπως η προσφορά και η ζήτηση, το επίπεδο ανταγωνισμού και καταναλωτικής ευμάρειας. Παράλληλα, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του κάθε επαγγελματία και η σχέση κόστους – οφέλους των υπηρεσιών του παίζουν βασικό ρόλο για την εξέλιξή του, με συνέπεια στις δυτικές κοινωνίες όλο και λιγότεροι να ενδιαφέρονται για το οικογενειακό δένδρο του καθενός.
Τα τελευταία χρόνια, ένας απλός αντικειμενικός παρατηρητής διαπίστωνε ότι οι προαναφερθείσες θεμελιώδεις διεθνείς παραδοχές δεν έβρισκαν ιδιαίτερη απήχηση στην ελληνική κοινωνία. Τούτο είχε ως συνέπεια την εξής αντίφαση: Από τη μία διέκρινε κανείς την δυναμική διαδικασία (απ’ όσο αποδείχθηκε επιφανειακής) ενσωμάτωσης της ελληνικής κοινωνίας στο δυτικό πρότυπο οικονομικής δράσης. Από την άλλη, όμως, έβλεπε την διατήρηση της προνεωτερικής συνήθειας επιλογής επαγγελματικής κατεύθυνσης με βασικό κριτήριο όχι τις προσωπικές δεξιότητες, αλλά την ασφάλεια της σίγουρης αποκατάστασης και μάλιστα με τη μορφή της τυφλής μίμησης του γονεϊκού πρότυπου. Οι περισσότεροι νεοσσοί, απόλυτα εξαρτημένοι από την οικογένειά τους, είχαν εναποθέσει σε αυτήν τις ελπίδες τους για το μέλλον έχοντας άγνοια του παρόντος. Αυτή η μορφή παράδοσης οδήγησε πολλούς νέους ανθρώπους σε καθήλωση, σε φόβο αναζήτησης της δικής τους προσωπικότητας, σε απουσία κινήτρων, ενώ σε συλλογικό επίπεδο, προκάλεσε την πνευματική αδρανοποίηση των νεότερων γενεών και την σπατάλη πολύτιμων ανθρωπίνων πόρων και ικανοτήτων. Επρόκειτο για μια αναπόδραστα φθίνουσα πορεία.
Η νοοτροπία αυτή, που αναμφίβολα κάλυπτε υπαρξιακές ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας, επλήγη βίαια με την οικονομική κρίση, καθώς χιλιάδες μικρομεσαίες οικογενειακές επιχειρήσεις έκλεισαν, ενώ, ταυτόχρονα, η περιβόητη απορρόφηση «ημετέρων» στον ευρύτερο δημόσιο τομέα διεκόπη. Η οικογενειακή παράδοση, ως δομικό στοιχείο της ελληνικής οικονομίας, όπως την γνωρίζαμε, επλήγη ανεπανόρθωτα και μέσω αυτής της εξέλιξης επλήγη το αξιακό θεμέλιο της ελληνικής οικονομίας, η οικογενειοκρατία, που αποδείχθηκε η «κατάρα» της.
Πάντως, προς αποφυγή αφορισμών, η οικογενειακή παράδοση δεν υπήρξε σε όλες τις περιπτώσεις συνδεδεμένη με αναξιοκρατία, βόλεμα και αποτυχία. Υπάρχουν οικογενειακές επιχειρήσεις που υιοθέτησαν ουσιαστικά κεφαλαιουχικές (δηλαδή γενικές και απρόσωπες και, συνεπώς, κατά τεκμήριο, πιο αξιοκρατικές) δομές λειτουργίας και ανοίχτηκαν στον διεθνή ανταγωνισμό με επιτυχία, χωρίς να απολέσουν την επαφή τους με την αφετηρία τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις η οικογενειακή παράδοση αποτέλεσε «ευχή» για τους νεότερους επιχειρηματίες, διότι την συσσωρευμένη οικογενειακή εμπειρία αυτοί μπόλιασαν με νέους μοντέρνους κανόνες λειτουργίας και με ένα σύγχρονο επιχειρηματικό ήθος.
Η σημασία της οικογενειακής παράδοσης στις κοινωνικές εξελίξεις δεν διαφέρει αισθητά από την αντίστοιχη σημασία της εθνικής παράδοσης, καθώς η πρώτη αποτελεί ειδικότερο κομμάτι της δεύτερης. Και σε αυτή την περίπτωση η παράδοση μπορεί ταυτόχρονα να είναι και «ευχή» και «κατάρα». «Ευχή» είναι όταν ο λαός αναπτύσσει μια βιωματική σχέση μαζί της, που αποτελεί πηγή δημιουργίας και βατήρα εκτίναξης. «Κατάρα» γίνεται, όταν αυτή η βιωματική σχέση μετατρέπεται σε βασανιστική αυθεντία, η οποία καταδικάζει την κοινωνία στην ακινησία. Η άκριτη προβολή της παράδοσης οδηγεί είτε σε στείρα αντίδραση και σε δουλική υιοθέτηση του πρώτου τυχόντος ξένου προτύπου είτε, αντίθετα, σε “τοτεμική” λατρεία του “παραδοσιακού”, ακόμα και του ψευδεπίγραφου.
Μέσα σε αυτή την διαδικασία υιοθέτησης των ασφυκτικών οικογενειακών και κοινωνικών προτύπων, η κοινωνία μας λησμόνησε ότι αυτό που καθιστά μια οποιαδήποτε παράδοση (οικογενειακή ή εθνική) σπουδαία, δεν είναι οι μαρτυρίες π.χ. για τον επιτυχημένο πατέρα και παππού γιατρό ή έμπορο, ούτε οι καταγραφές για τα «περασμένα μεγαλεία» των «αρχαίων ημών προγόνων». Τουναντίον, είναι η ματιά των σύγχρονων ανθρώπων προς την παράδοση και η πηγαία ανάγκη τους να έρθουν σε επαφή μαζί της.
Ο τρόπος μετάδοσης του θησαυρού γνώσεων της πολυεπίπεδης ελληνικής παράδοσης είναι ένα σημείο που υπό τις σημερινές περιστάσεις δεν έχει συζητηθεί δεόντως. Ενώ σχεδόν οι πάντες αναγνωρίζουν την παιδευτική αξία της παράδοσης, ελάχιστοι ομιλούν για την χρησιμότητά της στην προσπάθεια υπέρβασης της κρίσης. Και η συζήτηση αυτή ίσως αποφεύγεται, διότι το ζήτημα αυτό αγγίζει τον πυρήνα του υπαρξιακού μας προβλήματος: Έχουμε ανάγκη την παράδοσή μας ή την θεωρούμε φορτίο βαρύ και θέλουμε να απαλλαγούμε απ’ αυτήν;
Στο ερώτημα αυτό η απάντηση δεν μπορεί να είναι ούτε μονοσήμαντη, ούτε απόλυτη. Αν σκοπός μετάδοσης της παράδοσης είναι απλώς η τόνωση του κλονισμένου εθνικού φρονήματος, η παράδοση αυτή είναι καταδικασμένη να πεθάνει, διότι οι άνθρωποι, ιδίως οι νέοι, βαριούνται αφόρητα τη μούχλα της προγονοπληξίας και την αισθητική των ερειπίων. Αν αντίθετα σκοπός της είναι η συνειδητοποίηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της κοινωνίας έναντι των αφιλτράριστων αλλοδαπών επιρροών, τότε η παράδοση αυτή μπορεί να γίνει βατήρας ανέλιξης, αναφορά ιδιαίτερης ταυτότητας και σημείο συνάντησης με την οικουμένη. Μια τέτοια παράδοση είναι υπέροχη, είναι ζωογόνος, είναι πηγή δημιουργικής έμπνευσης και πνευματικής ανάπτυξης. Είναι η παράδοση εκείνη που μπορεί να δώσει στο λαό μας την αυτοπεποίθηση που αναζητά, για να σταθεί πραγματικά στα πόδια του.