Η επανάσταση της τρυφερότητας και η φωτιά που μας ενώνει
Και τότε, ίσως, να βουτήξουμε βαθύτερα, να πεινάσουμε για κάτι περισσότερο.
Δεν είμαι επαναστάτης – κι αν κάποτε υπήρξα, η φλόγα κράτησε λίγο. Ήταν όμως πάντα με γνώμονα τη φράση του Μίσσιου πως «η Επανάσταση σήμερα είναι η διατήρηση της τρυφερότητας». Ένας από τους μεγαλύτερους μου φόβους, ωστόσο, είναι να προσβληθώ από την πανδημία της εποχής μας, το σύνδρομο της «χοντρής πέτσας».
Σε μια εποχή όπου όλα κινούνται με φρενήρεις ρυθμούς, το δέρμα μας γίνεται σχεδόν αδιάβροχο – το σώμα, όπως και το μυαλό, μαθαίνει να προσαρμόζεται, συνηθίζει για να επιβιώσει. Κάθε σταγόνα που πέφτει επάνω μας, εξατμίζεται αστραπιαία.
Ακόμα κι αν βουτήξεις ολόκληρος στη θάλασσα της πληροφορίας, βγαίνεις στεγνός. Η υπερβολική ροή πληροφορίας, ειδικά στο ψηφιακό περιβάλλον, επηρεάζει καταλυτικά την καθημερινή μας ζωή. Η συνεχής έκθεση σε σκηνές βίας, πολέμου και καταστροφής μας απευαισθητοποιεί. Υπάρχει ο κίνδυνος να πάψουμε να εντυπωσιαζόμαστε. «Αυτά συμβαίνουν», λέμε, και προχωράμε.
Η εξατομικευμένη πληροφόρηση, η εξατομίκευση κάνει την κατάσταση ακόμα πιο δύσκολη. Καθώς ανατροφοδοτούμαστε συνεχώς με περιεχόμενο που ευθυγραμμίζεται με τα ενδιαφέροντα και τις πεποιθήσεις μας, χτίζουμε γύρω μας τείχη βεβαιοτήτων. Οι πεποιθήσεις μας γίνονται περιοριστικές και απόλυτες, μετατρέπονται σε στεγανές αλήθειες.
Αυτό μας απομακρύνει από τη διαλεκτική, από τον διάλογο και την αμφισβήτηση. Ο καθένας γίνεται σίγουρος για τη δική του προσωπική αλήθεια, και η εκστατική κίνηση προς τον άλλον άνθρωπο, η αλληλεπίδραση και η κατανόηση υποχωρούν ολοένα και περισσότερο.
Η νέα βαρβαρότητα δεν κτυπάει – χαϊδεύει απαλά, σαν στοργική μάνα. Στα καμώματα του εγωισμού, μας χτυπάει δύο φορές στην πλάτη, όσο χρειάζεται για να «ρευτούμε» την υπερβολική μας ευκολία και ευχαρίστηση. Μέσα από τις ευκολίες που μας προσφέρονται απλόχερα, καθημερινά σκλαβωνόμαστε όλο και πιο πολύ. Σαν να μας χαϊδεύουν, ενώ μας απομονώνουν σταδιακά.
Όμως, εναποθέτω τις ελπίδες μου στο «σχεδόν». Σε εκείνη. Υπάρχουν ακόμη κάποιες στιγμές που καταφέρνουν να διαπεράσουν αυτή τη «χοντρή πέτσα», που μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε ζωντανοί, ότι μπορούμε ακόμη να αισθανθούμε. Στιγμές όπου η ευαισθησία αναδύεται ξανά, και ένα αλληλέγγυο πέπλο σκεπάζει τη σκοτεινή πραγματικότητα που έχει εγκατασταθεί μέσα μας.
Θυμήσου τι σήμαιναν για σένα οι παιδικοί σου φίλοι. Θυμάμαι την κουβέντα που είχα πρόσφατα με μια φίλη, μετά από μια θεατρική παράσταση. Καθίσαμε για μια μπίρα, μιλώντας για όλα και για τίποτα, ώσπου ξαφνικά, άρπαξε το τηλέφωνό της. Ένα τέταρτο πριν ο ψηφιακός δείκτης δείξει μεσάνυχτα. «Είναι τα γενέθλια της κολλητής μου αύριο», είπε με έναν τόνο γεμάτο ανυπομονησία και τρυφερότητα.
Ήξερε πως η φίλη της βρισκόταν μακριά, αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να της ετοιμάσει μια έκπληξη. Ένα μπουκέτο λουλούδια και ένα σημείωμα που θύμιζε ερωτική εξομολόγηση, γεμάτο χιούμορ, γοητεία και εκμυστήρευση. Ήταν μια χειρονομία που, παρά την απλότητά της, έκρυβε μέσα της κάτι πολύ μεγαλύτερο: την ουσία της ανθρώπινης επαφής, της τρυφερότητας που αναζητούμε και που, ίσως, είναι η μόνη μας ελπίδα σε έναν κόσμο που απομακρύνεται όλο και περισσότερο από αυτήν.
Ίσως, τελικά, η ελπίδα μας να βρίσκεται στις μικρές στιγμές. Εκεί όπου η ανθρώπινη επαφή, η τρυφερότητα, αναβλύζει χωρίς φανφάρες και υπενθυμίζει πως, παρά την αποξένωση που μας επιβάλλει η σύγχρονη ζωή, παραμένουμε ικανοί να αισθανόμαστε. Σε έναν κόσμο που απομακρύνεται συνεχώς από αυτήν την τρυφερότητα, οι πράξεις αγάπης, οι αληθινές σχέσεις, είναι η κρυμμένη μας επανάσταση.
Ίσως όμως κι αυτό να μην είναι αρκετό. Χρειάζονται δύο άνθρωποι, τουλάχιστον δύο – ένας να φτιάχνει τις λέξεις και ένας να τις ανάβει, να τους βάζει φυτίλι και να τις πετάει στον αέρα. Γιατί τι αξία έχουν οι λέξεις αν δεν τις ρίξεις στη φωτιά; Αν δεν τις αφήσεις να καούν μαζί με σένα, να γίνουν σπίθα που φωτίζει τις σκοτεινές γωνιές της ψυχής.
Τι λέω όμως εγώ; Σάμπως πεινάσαμε ποτέ τόσο ώστε να μπούμε ολόκληροι μέσα σε έναν άλλο άνθρωπο;
Ίσως αν καούμε, να μάθουμε. Να μάθουμε τι σημαίνει να πεινάς για κάτι πέρα από τον εαυτό σου, να βουτάς σε σώματα ξένα, σε ψυχές άλλες, και να γραπώνεσαι από τις φλέβες τους, από τα όργανά τους, ψάχνοντας απαντήσεις. Ίσως έτσι να ανακαλύψουμε τι έχουν να μας πουν για εκείνη τη νύχτα που ξεκίνησε, για τις φωτιές που καίνε μέσα μας και ζητούν να βγουν στην επιφάνεια. Κλείστε τα μάτια λίγο περισσότερο και θα δείτε. (λόγια από το «As a child I always dreamed of fire»)
Γιατί, στο τέλος, η φλόγα που ψάχνουμε δεν βρίσκεται στις λέξεις που λέμε ή στις σκέψεις που κάνουμε μόνοι μας.
Είναι εκεί, στην ένωση, στις στιγμές που καίγεσαι μαζί με άλλους, όταν οι πράξεις και οι λέξεις συνδέοντα. Αυτή είναι η επανάσταση. Μια επανάσταση τρυφερότητας, που δεν ζητάει να γκρεμίσει τα πάντα, αλλά να μας κάνει να αισθανθούμε ξανά, να μας ξυπνήσει από τον λήθαργο της χοντρής πέτσας.
Και τότε, ίσως, να βουτήξουμε βαθύτερα, να πεινάσουμε για κάτι περισσότερο. Να καταλάβουμε τι σημαίνει πραγματικά να είσαι ζωντανός, μέσα από την ανάγκη να συνδεθείς, να προσφέρεις, να καείς μαζί με τον άλλον.