Η εποχή των «κερασμένων» στα μαγαζιά και γιατί εξαφανίστηκαν σήμερα
Ποιος δε θυμάται πως το "τρίτο είναι κερασμένο" ή πως η "τελευταία γύρα" είναι του μαγαζιού; - Γιατί άλλαξε αυτό
Οι παλιότερες γενιές θα θυμάστε σίγουρα τα… κερασμένα στα μαγαζιά που τα πίναμε κάποτε. Κι αυτό από μόνο του μπορεί να φέρνει στο νου γενικές αναμνήσεις, αν όμως σκεφτούμε εκείνο το τρίτο ποτό κερασμένο ή η τελευταία γύρα του μαγαζιού – εκφράσεις που κάποτε ακούγαμε σε κάθε μας έξοδο – τότε η ανάμνηση γίνεται πολύ συγκεκριμένη και αφορά μια ολόκληρη εποχή που όλα ήταν πιο αθώα και, ίσως, και πιο φιλικά στα μπαράκια ή στις ταβέρνες που πηγαίναμε.
Οι γενιές που βγήκαν πολύ τη δεκαετία του ’80, του ’90 αλλά και του 2000 θα θυμούνται σίγουρα τον άτυπο κανόνα των μπαρ πως «το τρίτο είναι κερασμένο». Εσύ απλά είχες ήδη πιει δύο ποτά, και όταν έκανες την παραγγελία σου στο τρίτο, ήξερες καλά πως αυτό δεν θα το πληρώσεις στο τέλος. Και έπιανε πάντα. Εκείνες τις εποχές οι άνθρωποι έπιναν. Και οι άνθρωποι κερνούσαν. Όχι με την έννοια του «τζαμπατζή» και της χάρης, αλλά γιατί όλοι ήξεραν πως έτσι κρατάς τους καλούς πελάτες στο μαγαζί. Ήταν και οι εποχές που τα χρήματα κυκλοφορούσαν σε ρευστό – με τις κάρτες μόλις να έχουν κάνει την εμφάνιση τους – και τα μαγαζιά το χρειαζόταν αυτό. Πηγαίναμε σε ταβέρνες και μαζί με τον λογαριασμό, έφερνε ο σερβιτόρος άλλη μία γύρα ρετσίνες και κόλες «από το μαγαζί». Σήμερα αλήθεια, πότε σας κέρασαν τελευταία φορά στα μαγαζιά που πάτε χωρίς να είναι φίλος ή γνωστός σας; Γιατί πλέον δεν χαρίζεται τίποτα και είναι όλα πληρωμένα;
Σε αυτόν βέβαια που θα πει πως έτσι είναι και δεν είναι υποχρεωμένος κανείς να κερνάει, θα έλεγα πως δεν έχει να κάνει με το δίκαιο κανενός αλλά με μία αλλιώτικη εποχή από τη σημερινή, που οι άνθρωποι ήθελαν να έχουν προσωπικές σχέσεις με τους πελάτες τους. Εκτιμούσαν την προτίμηση στο μαγαζί και ήθελαν να το δείξουν κερνώντας κάτι. Σίγουρα, οι εποχές είναι δύσκολες και όλοι ζορίζονται – και οι μεν και οι δε – αλλά εδώ δεν έχει να κάνει με ανάγκες αλλά με διαφορετική πλέον οπτική των πραγμάτων. Ήταν μία αλλιώτικη κάστα ανθρώπων που έτσι είχαν μάθει από παλιότερα και το έφερναν μαζί τους όταν υπήρξε η έκρηξη στην διασκέδαση της Ελλάδας. Μιλάμε άλλωστε και για γενιές που έζησαν την στέρηση και από το 1980 και μετά ήθελαν να το δουν αλλιώς.
Σε μία οικονομία που άλλαξε ραγδαία από εκείνες τις δεκαετίες που αναφέρει το άρθρο παραπάνω, οι ίδιοι άνθρωποι αξιολόγησαν αλλιώς τις σχέσεις τους με τους πελάτες τους αλλά και με το χρήμα. Όταν κάποτε πήγαινες στο μπακάλικο και ο λογαριασμός σου έβγαινε 14. 12 πολύ πιθανόν τα 12 λεπτά να μη τα ζητούσε ο υπάλληλος. Στα περίπτερα σχεδόν ποτέ δεν πλήρωνες τη μία τσίχλα. Σήμερα, ειδικά στα μεγάλα μαγαζιά, δεν χαρίζεται ούτε cent, από την εποχή που μπήκε στο παιχνίδι το πλαστικό χρήμα με τις κάρτες να «τραβάνε» τα ακριβή ποσά μεγαλώνοντας με αυτόν τον τρόπο ένα κενό μεταξύ των πελατών και των υπαλλήλων. Το τρίτο ποτό του μπαρ ή η μια γύρα σφηνάκια κερασμένα δεν ήταν απλά μία τακτική, αλλά ήταν ο τρόπος να δεθούν οι άνθρωποι. Να φτιάξουν μέχρι και φιλίες που κράτησαν για χρόνια. Ήταν μία εποχή που οι άνθρωποι δεν έδιναν τόση σημασία στο χρήμα; Ίσως, δεν είμαι σίγουρος, όμως είναι βέβαιο πως την χαρά εκείνη του κερασμένου, σήμερα δεν την έχει ο πελάτης.
Τα ποτά πληρώνονται όλα πια συνήθως. Τα σφηνάκια το ίδιο. Στις ταβέρνες ο λογαριασμός είναι ξεκάθαρος. Τα γλυκά από τα περισσότερα μαγαζιά βγήκαν και αντικαταστάθηκαν από επιλογές γλυκών που για να φας, τα παραγγέλνεις και τα πληρώνεις. Οι σχέσεις των δύο πλευρών – καταστήματος και πελάτη – είναι πιο ξεκάθαρη από ποτέ. «Πόσα θέλεις, τόσα, καληνύχτα».
Κι αυτό έχει να κάνει με μία γενικότερη εποχή που η κοινωνία απομακρύνει και απομακρύνεται. Ακόμα και αυτή η αλλαγή στα «κερασμένα» ενός καταστήματος, αυτό που δείχνει είναι ο καινούριος χαρακτήρας των ανθρώπων. Πολλές φορές μάλιστα, νιώθω να είναι εξαιρετικά βολική αυτή η κατάσταση ακόμα και για πολλούς πελάτες που δεν θέλουν «πολλά πολλά» με τα μαγαζιά, αλλά μία σαφή σειρά των καταστάσεων που θα οδηγήσουν στην προσωπική διασκέδαση του καθενός. Άλλωστε όλοι έχουμε έναν φίλο ή μία φίλη που πάντα ντρεπόταν να μιλήσει στον σερβιτόρο ή να δώσει μία παραγγελία στο τηλέφωνο. Γιατί υπάρχουν κι αυτοί οι άνθρωποι που αυτές οι εφαρμογές διανομής φαγητού τους βόλεψαν πολύ, χωρίς να χρειάζεται να ανταλλάξουν πολλά λόγια με κάποιον υπάλληλο και πληρώνοντας με απόλυτη ακρίβεια το ποσό που τους αναλογεί. Χωρίς καμία έκπτωση, χωρίς κανένα «σκόντο», χωρίς κανένα κέρασμα κι εκεί. Οι κάρτες είναι αδυσώπητες σε κάτι τέτοια άλλωστε. Δε χαρίζονται. Όπως και οι άνθρωποι πια… Μια νέα εποχή λοιπόν!