Η ερημοποίηση της υπαίθρου
«Όλοι πήγαν στις πόλεις...» - Τα χωριά ερημώνουν, οι αυλές χορταριάζουν - Ο Θ. Καμπούρης γράφει για τη φυγή των νέων από τα λιγνιτικά χωριά της Δυτικής Μακεδονίας
Φέτος για επαγγελματικούς λόγους βρίσκομαι στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, κινούμαι καθημερινά μεταξύ Κοζάνης, Πτολεμαΐδας και Αμύνταιου.
Μία από τις καθημερινές μου στάσεις για ανάπαυλα αποτελεί το χωριό Καπνοχώρι που απέχει 100 χιλιόμετρα από την Θεσσαλονίκη.
Καθώς μπαίνω στο μοναδικό καφενείο, που έχει απομείνει πλέον στο χωριό βλέπω μπροστά μου μόλις 3 άτομα. Τέτοια ώρα πριν από μερικά χρόνια, μου απαντά ο καφετζής δεν θα προλάβαινα να σερβίρω τους πελάτες .
Σήμερα ο 67χρονος κάθεται ανάμεσα σε δύο συνομηλίκους του, με την τηλεόραση να παίζει στο βάθος το δελτίο ειδήσεων της μεσημεριανής ενημέρωση . Αμέσως μετά σπάζοντας τη σιωπή του ένας από τους θαμώνες απευθυνόμενος σε εμένα μου αναφέρει με παράπονο
«Έφυγαν… όλοι έφυγαν από το χωριό, πήγαν στις πόλεις», σημειώνει, εξηγώντας πως για την ερημοποίηση αυτή ευθύνεται το σταδιακό κλείσιμο των ορυχείων και των εργοστασίων λιγνίτη της ΔΕΗ στην περιοχή τους.
Το Καπνοχώρι δεν είναι το μοναδικό χωριό που βλέπει τα σπίτια του να εγκαταλείπονται και τις αυλές να χορταριάζουν.
Η μείωση του πληθυσμού και η φυγή των νέων είναι κοινά χαρακτηριστικά στα περισσότερα λιγνιτικά χωριά της Δυτικής Μακεδονίας, των οποίων η βασική οικονομική δραστηριότητα, η εξόρυξη και καύση λιγνίτη, χάνεται.
Η κατάσταση που περιγράφεται στο Καπνοχώρι και γενικότερα στα περισσότερα χωριά της Δυτικής αλλά και Κεντρικής Μακεδονίας είναι χαρακτηριστική της μετάβασης από μια οικονομία που βασίζεται στην εξόρυξη και καύση λιγνίτη σε μια πιο «πράσινη» οικονομία.
Αυτό το φαινόμενο, γνωστό ως «ενεργειακή μετάβαση», επηρεάζει σημαντικά τις τοπικές κοινωνίες, οδηγώντας σε πληθυσμιακή συρρίκνωση και κοινωνικοοικονομικές αλλαγές.
Η ερημοποίηση της υπαίθρου είναι ένα πρόβλημα που αφήνει πίσω του τη σκιά της ανεργίας, της κοινωνικής ανασφάλειας και του περιορισμού των ευκαιριών για τους νέους. Η μείωση της ζήτησης για λιγνίτη λόγω της μετάβασης σε πιο βιώσιμες μορφές ενέργειας όπως οι ανανεώσιμες πήγες και η μείωση των εργαζομένων στον τομέα της ενέργειας έχει αναδείξει την ανάγκη για μέτρα στήριξης και αναπροσαρμογής των πληγέντων κοινοτήτων.
Η πολιτεία οφείλει να δημιουργήσει προγράμματα επαγγελματικής επανένταξης, εκπαίδευσης και κατάρτισης, καθώς και επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες και κλάδους που μπορούν να αναπτυχθούν στις περιοχές αυτές, συμβάλλοντας στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και στην ανάπτυξη βιώσιμων οικονομιών.
Είναι σημαντικό να ενισχυθεί η κοινωνική συνοχή και η αλληλεγγύη μεταξύ των κατοίκων των περιοχών που πλήττονται από την αλλαγή στον ενεργειακό τομέα και να γίνουν βήματα για την αειφόρο ανάπτυξη και ανακατανομή των πόρων.