Parallax View

Η ευγένεια των χαμηλών θερμοκρασιών

Μια βόλτα στην Αθήνα, στο διάστημα μετά τις γιορτές που τα λεφτά του κόσμου λιγόστεψαν, οι επιθυμίες προσωρινά κορέστηκαν ή είναι αναγκασμένες να κάνουν πίσω

Χρήστος Ωραιόπουλος
η-ευγένεια-των-χαμηλών-θερμοκρασιών-1112496
Χρήστος Ωραιόπουλος

Δεν έχω ξαναδεί την Αθήνα τόσο άδεια. Ειδικά την Ηρακλειδών, εκείνον τον ιστορικό και γλυκό πεζόδρομο του Θησείου που ενώνει το κέντρο με τα Άνω Πετράλωνα, το θάμβος της Ακρόπολης με τη συμβατική καθημερινότητα του λαϊκού στοιχείου της αστικής γειτονιάς.

Άλλες εποχές, με το που ξεμυτίσει λίγος ήλιος στον Αττικό ουρανό, ξεμυτίζουν από τις βραχείες κατοικίες τους χιλιάδες τουρίστες και κατακλύζουν τα εμπορικά καφέ. Ιδίως όταν κάνει και λίγη παραπάνω ζέστη και περπατάς ανάμεσα τους σε βρίσκουν σταλίδες από τις εγκαταστάσεις δροσιάς, μείξη νερού και αέρα, από εκείνα τα ανθρώπινα μπεκ, που έχουν ενσωματώσει τα μαγαζιά στις τέντες τους.

Τώρα, όμως, είναι χειμώνας και οι μέρες κρύες. Διανύουμε εκείνο το διάστημα μετά τις γιορτές που τα λεφτά του κόσμου λιγόστεψαν και οι επιθυμίες προσωρινά κορέστηκαν ή είναι αναγκασμένες να κάνουν πίσω. Ο κόσμος είναι στα σπίτια του. Αν και στην Αθήνα δεν νιώθω ποτέ υγρασία, οι άδειοι δρόμοι αισθάνομαι να βάλλονται από ένα κρύο διαπεραστικό, έτσι κάπως πιο έντονο. Όπως η πραγματική θερμοκρασία και η αίσθησή της, που συνήθως αποκλίνει.

Η Ηρακλειδών είναι άδεια. Τους τελευταίους μήνες άνοιξαν μερικά μαγαζιά. Καλές δουλειές, προσεγμένες. Ίσως στα κενά τους στρωμένα τραπέζια στο δρόμο και πίσω από τη ζεστασιά των τζαμιών η απουσία του κόσμου να γίνεται ακόμη πιο εμφατική. Αλλά εμφατική γίνεται και η θαλπωρή, η γλυκύτητα και η τρυφεράδα του φωτισμού του βιβλιοπωλείου «Λεμόνι», η ανακάλυψη ενός σπάνιου πια βιβλίου του Πεντζίκη στα ράφια του και η κουβέντα που ακολούθησε. Θα της χαρίσω τους σελιδοδείκτες.

Εδώ είναι γειτονιά, οι εργαζόμενοι του ενός μαγαζιού μιλούν με τους εργαζόμενους του απέναντι. Άλλοι παραγγέλνουν τον καφέ τους δια βοής πριν ξεκινήσουν τη βάρδια τους, που μάλλον τις μέρες αυτές δεν θα τραβάει ως αργά τη νύχτα. Επανέρχομαι πάντως ότι η ύπαρξη αυτών των ανθρώπων, των μαγαζιών κάνει πιο στενάχωρη αυτή την απουσία ζωής.

Όμως, αυτό με κάνει να θυμάμαι ότι η Αθήνα εξακολουθεί να είναι μια πόλη, πόλη των κατοίκων της και είναι χειμώνας. Κοιτάς ψηλά, στοχεύεις έναν όροφο, ένα διαμέρισμα, ένα παράθυρο ή μια μπαλκονόπορτα σε εκείνες τις μεταπολεμικές πολυκατοικίες με τις πράσινες τέντες. Τα φώτα του σαλονιού είναι αναμμένη και στην τηλεόραση παίζει το απογευματινό δελτίο ή κάποιος που δοκιμάζει την τύχη και τις γνώσεις του. Ένα παιδί κάνει τα μαθήματά του για αύριο και ένα άλλο εξασκείται στην κιθάρα. Μια γυναίκα καπνίζει στο μπαλκόνι φορώντας ακόμη τα ρούχα της δουλειάς. Ένας νεαρός ετοιμάζει το βραδινό του ή κατά πάσα πιθανότητα το αυριανό μεσημεριανό που θα αναγκαστεί από το πρωί να πάρει μαζί, γιατί προβλέπεται μεγάλη μέρα στο γραφείο. Ένας μπαμπάς σηκώνει το παιδί του να αγγίξει το ταβάνι κι αυτό ξεκαρδίζεται. Μια κυρία συγυρίζει τα μαξιλάρια του καναπέ.

Κι άλλοι ακόμη που δεν μπήκαν ακόμα σπίτι, γιατί ψάχνουν νευρικά τα κλειδιά στην τσάντα ή τις τσέπες κουρασμένοι από το έξω και τη μυρωδιά της αιθάλης. Κάτι τέτοιες μέρες, με κρύο, κούραση, δουλειά και τη μετα-γιορτινή δυσθυμία το σπίτι φαντάζει με φωλιά, καταφύγιο, πιο όμορφο από χθες, ίσως από κάθε άλλη φορά. Τα παλιά μωσαϊκά και το ασήμαντο παράθυρο της κουζίνας που βλέπει στον ακάλυπτο γίνονται σήμερα γλυκύτερα και τιμημένοι φύλακες κάτι αναλλοίωτό του ελληνικού διαμερίσματος, που δυστυχώς μπορεί να γειτονεύει με την κακοτοπιά του διπλανού που κλείνει μέσα του τη βία.

Ένας παππούς βγαίνει από ένα στενό. Λογικά κατέβηκε για απογευματινό περπάτημα παρά τη χαμηλή θερμοκρασία. Φοράει ένα καφέ κοτλέ παντελόνι, ένα μαύρο πουλόβερ χωρίς πουκάμισο και ένα εμφανώς φθαρμένο δερμάτινο μπουφάν, το οποίο δεν θα έλεγε κανείς πως ‘’κολλάει’’. Τα βήματά του σέρνονται, τόσο που τα παπούτσια του θα είναι σίγουρα φαγωμένα από κάτω και το βάδισμα αυτό δεν έχει να προσφέρει πολλά στη σωματική υγεία, παρά μόνο να επιβαρύνει τις αρθρώσεις. Όμως, ποιος ξέρει πόσα χρόνια έμαθε έτσι την ψυχή του, στη συνήθεια αυτή ως ρολόι και δείγμα ότι η μέρα κύλησε καλά και πως όλα είναι στη θέση τους.

Οι ημέρες αυτές που θυμίζουν πως είναι πόλη, όπως και κάθε πόλη είναι πόλη είναι φτιαγμένες με όλο το παιδικό κι ανθρώπινο υλικό που κουβαλάει μέσα του ο καθένας. Έναν ήχο κλειδιών που λέει σιγανά ότι κάποιος έφτασε, το πέταγμα των σκουπιδιών και μια έφοδο στο ψιλικατζίδικο με τις πιτζάμες, το δίσκο του απογευματινού καφέ που θα στοιβαχτούν και οι φλούδες από τα φρούτα. Τα λουσμένα φως σαλόνια και οι ανοιχτές τηλεοράσεις άλλων εποχών αξίας της ενέργειας. Το ράφι ή τον κουβά με τα παιχνίδια και τα στημένα playmobil. Τα αυτοκόλλητα του γιατρού μετά το εμβόλιο. Τη βόλτα με τον μπαμπά και τη μαμά στην Όλγας και τη στάση μπροστά στο μαγαζί με τους πολυελαίους, τις ιριδίζουσες διαθλάσεις κι αντανακλάσεις, που τελείωνε, όταν γυρνούσαμε σπίτι και ήταν όλοι εκεί.

Όμως τώρα είναι αργά και η ευγένεια των μαγειρευτών του Οικονόμου περιμένει με στρωμένο το τραπέζι.

*πηγή κεντρικής εικόνας: ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ/EUROKINISSI

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα