«Η ευτυχία του θεάματος και η λήθη της τραγωδίας» ή «Η επιτελεστικότητα της καθεστωτικής αυτοεπιβεβαίωσης»
«Η τραγωδία δεν είναι πια μια ρωγμή, είναι ένα προσωρινό φόντο» - Γράφει ο θεατρικός συγγραφέας Μάνος Λαμπράκης
Λέξεις: Μάνος Λαμπράκης
Στις μέρες μας, η πολιτική δεν χρειάζεται πια να καταστείλει, αρκεί να διασκεδάζει. Δεν χρειάζεται να νομιμοποιηθεί μέσα από κάποιο κοινωνικό συμβόλαιο, αρκεί να λειτουργεί σαν θέαμα – όχι με την έννοια της συγκρουσιακής σκηνής της δημοκρατίας, αλλά ως ένα απέραντο τηλεοπτικό plateau, ένα ατέρμονο φεστιβάλ «εκδηλώσεων» που επαναβεβαιώνουν το status quo. Σε αυτό το πλαίσιο, το κοινό δεν υπάρχει πια ως σώμα πολιτών, υπάρχει ως σώμα καταναλωτών συναισθήματος.
Η μαζική προσέλευση στα θεάματα που εκβάλλουν αποκλειστικά στο συγκινησιακό και ποτέ στο πολιτικό, αποτελεί την πιο διαυγή ένδειξη ότι ο σύγχρονος άνθρωπος έχει παραιτηθεί από τη δυνατότητά του να αντιλαμβάνεται την τραγωδία ως πολιτική μορφή. Δεν πρόκειται απλώς για φυγή από την πραγματικότητα, αλλά για αποδοχή της ως μονοσήμαντης – μια πραγματικότητα όπου κάθε εθνική ή συλλογική απώλεια έχει ημερομηνία λήξεως, αρκεί να καταναλωθεί το απαραίτητο ποσό θεάματος. Η διασκέδαση είναι πλέον τελετουργική: δεν εξαγνίζει, δεν αφυπνίζει, δεν σημασιοδοτεί, εξαντλεί.
Η κυριαρχία γνωρίζει ότι όσο περισσότεροι πολίτες σπεύδουν στους «χώρους πολιτισμού» όχι για να μεταβληθούν υπαρξιακά ή να ριζοσπαστικοποιηθούν πολιτικά, αλλά για να «νιώσουν καλά» ή να «ξεχαστούν», τόσο η ίδια μπορεί να αισθάνεται ασφαλής. Η παρουσία σε φεστιβάλ, σε υπερπαραγωγές, σε επιχορηγημένες υπερσυναισθηματικές παραστάσεις, καθίσταται συνενοχή στο παιχνίδι της εξουσίας. Το κοινό αποσύρεται από τη σφαίρα της κρίσης και εισέρχεται σε έναν χώρο αισθητηριακής ανακούφισης. Ο θρήνος έχει εκχωρηθεί στο εμπορικό μελόδραμα κι η αγανάκτηση στο χειροκρότημα.
Η εξουσία δεν πείθεται πια με λόγο αλλά ενισχύεται με εικόνα. Και όταν η εικόνα του πλήθους που συγκινείται και απολαμβάνει –εν μέσω κοινωνικών εγκλημάτων, υγειονομικής αδιαφορίας, νεκρών σε ερείπια και σε σιδηροτροχιές– αποτυπώνεται σε drone και stories, τότε ο κρατικός μηχανισμός αναστενάζει με ανακούφιση: «Η ζωή συνεχίζεται». Αυτό το «η ζωή συνεχίζεται» είναι το νέο δόγμα της εξουσίας. Δεν είναι παρηγορητικό, είναι κατασταλτικό. Δεν είναι ουμανιστικό, είναι ναρκισσιστικό. Η ζωή πρέπει να συνεχίζεται για να μην τιμωρηθεί κανείς, για να μην ανατραπεί τίποτα, για να διατηρηθεί το κοινωνικό υπνωτικό.
Κάθε φορά που μια τραγωδία αναδύεται –ένα δυστύχημα, μια πυρκαγιά, μια κρατική εγκληματική αμέλεια– η κυρίαρχη στρατηγική δεν είναι η απολογία, είναι η απορρόφησή της μέσα στον χρόνο, με τη βοήθεια της διασκέδασης. Το κράτος δεν ζητά συγχώρεση, ζητά λήθη. Και η λήθη επιτυγχάνεται μέσω του υπερσυναισθηματικού πολιτισμού, που δεν είναι ούτε λαϊκός, ούτε ελιτίστικος, είναι πολιτικά αποστειρωμένος.
Η «κουλτούρα της συγκίνησης» λειτουργεί ως αντι-μνήμη. Και κάθε τραγωδία μετατρέπεται σε ένα ακόμα στιγμιότυπο ενός ευρύτερου αφηγήματος επιβίωσης, χωρίς ανάγκη για μεταστροφή ή δικαιοσύνη. Η μνήμη της απώλειας, που άλλοτε γινόταν πεδίο πολιτικού αναστοχασμού και συλλογικής απόφασης, σήμερα εκκενώνεται από το νόημά της και ξαναγίνεται τηλεοπτικό υλικό. Η εικόνα του μαζικού κοινού που γελάει ή συγκινείται στο Ηρώδειο, λίγες εβδομάδες μετά τον θάνατο αθώων, είναι η επιτελεστική επιβεβαίωση ότι το καθεστώς είναι ασφαλές.
Ο Baudrillard έγραφε πως «η εξουσία δεν έχει ανάγκη να πείθει όταν έχει μάθει να προβάλλει». Θα συμπληρώναμε: δεν έχει ανάγκη να προβάλλει όταν έχει ήδη ενσωματώσει τη συγκίνηση ως εργαλείο καταστολής. Η συγκίνηση, στην εποχή μας, δεν οδηγεί στη δράση, οδηγεί στη λύτρωση από την ευθύνη. Κι έτσι, το πιο απολιτικό κοινό είναι αυτό που συγκινείται διαρκώς, και το πιο χειραγωγήσιμο σώμα είναι αυτό που δεν θυμάται – όχι επειδή δεν έζησε, αλλά επειδή επέλεξε να ζήσει μέσα στο θέαμα.
Η πολιτική, λοιπόν, κοιτάζει το πλήθος να προσέρχεται σε αυτές τις εκδηλώσεις με τον τρόπο που ένας ηγεμόνας παρατηρεί την πιστότητα των υπηκόων του σε μια τελετή λατρείας. Δεν φοβάται, επιβεβαιώνεται. Δεν υποχωρεί, ενθαρρύνεται. Το πλήθος που γελάει, συγκινείται, χειροκροτεί, διασκεδάζει, χωρίς να ρωτά, χωρίς να φωνάζει, χωρίς να αρθρώνει τίποτα πέρα από συναίσθημα, είναι το πιο χρήσιμο τεκμήριο ότι το καθεστώς όχι απλώς δεν κλονίζεται, αλλά ακμάζει μέσα στο αίσθημα.
Και όσο αυτό συμβαίνει, κάθε νέα τραγωδία είναι ήδη, από τη στιγμή που συμβαίνει, καταδικασμένη να γίνει γραμμή σε δελτίο Τύπου, απόσπασμα σε παράσταση, σιωπή σε ανοιχτό μικρόφωνο. Η πραγματική λογοκρισία δεν είναι η φίμωση, είναι η απορρόφηση. Κι αυτό είναι το τέλος της πολιτικής, όχι ως πράξης, αλλά ως σκέψης.
Η τραγωδία δεν είναι πια μια ρωγμή, είναι ένα προσωρινό φόντο.
Και το πλήθος ήδη γελά.
*Ο Μάνος Λαμπράκης είναι θεατρικός συγγραφέας, δραματουργός και μεταφραστής.