Η φωτιά ως σφαγή και η μνήμη ως τοπίο καμένο
Το τοπίο της Χίου, σήμερα, είναι τοπίο μιας σύγχρονης «σφαγής». Όχι με ξίφη και λόγχες, αλλά με θερμικά κύματα, με καύσιμα αέρια, με ανεξέλεγκτες αναφλέξεις - Γράφει ο Μ. Λαμπράκης
Λέξεις: Μάνος Λαμπράκης
Η Χίος φλέγεται. Οι φλόγες σέρνονται πάνω στα άνυδρα εδάφη, κατεβαίνουν πλαγιές, κυκλώνουν σπίτια και χωριά, καταπίνουν ελαιώνες, απωθούν τους κατοίκους, τους ξεριζώνουν. Το μήνυμα της εκκένωσης φτάνει σαν προειδοποίηση χωρίς προστασία. Η φωτιά δεν είναι πλέον έκτακτο γεγονός. Είναι το νέο κανονικό. Και σε αυτή την κανονικότητα, η απώλεια έχει αποκοπεί από το τραγικό, είναι πλέον διαχειρίσιμη, παραιτημένη, λογιστική. Μετριέται σε στρέμματα, σε ρίψεις νερού, σε ώρες πτήσης των Canadair. Όμως πίσω από τους αριθμούς, απλώνεται μια αθέατη γεωγραφία: το τοπίο της εγκατάλειψης.
Ό,τι καίγεται, καίγεται διπλά: μία φορά στην ύλη και μία στην μνήμη. Η καταστροφή δεν είναι μόνο υλική, είναι και πολιτική. Είναι η αντανάκλαση μιας κοινωνίας που έχει πάψει να προστατεύει τα σημεία της αδυναμίας της. Νησί ακριτικό, με πευκοδάση που σπάνε τη σιωπή μόνο όταν καίγονται, η Χίος δεν είχε ποτέ τη φροντίδα που προϋποθέτει η γεωπολιτική της σημασία. Η πρόληψη αντικαταστάθηκε από την αδράνεια, και η αδράνεια ονομάστηκε αναμονή. Η πυρκαγιά λοιπόν δεν προέκυψε, ήταν ήδη εκεί. Κρυμμένη σε πολιτικές αμέλειες, σε κατεστραμμένα μονοπάτια, σε ανεπαρκείς δασικούς χάρτες, σε δίκτυα που υποχωρούν στην πρώτη καταιγίδα ή στον πρώτο άνεμο.
Και ύστερα, η βραδιά της φωτιάς: ο ήχος του 112, οι νύχτες που γίνονται μέρες, η σκόνη της στάχτης, η φυγή. Η φωτιά δεν έρχεται πια αθόρυβα. Έρχεται με τηλεγραφήματα, με τηλεκάμερες, με drone, με εικόνες σε υψηλή ανάλυση που όμως δεν δείχνουν τίποτα από την ουσία: το τι σημαίνει να εγκαταλείπεις το σπίτι σου χωρίς επιστροφή. Η εκκένωση δεν είναι απλώς ένα σχέδιο πολιτικής προστασίας. Είναι η ομολογία πως δεν υπάρχει πια έδαφος υπεράσπισης. Πως η πολιτεία δεν διαχειρίζεται το κοινό αγαθό αλλά τη φυγή από αυτό.
Το τοπίο της Χίου, σήμερα, είναι τοπίο μιας σύγχρονης «σφαγής». Όχι με ξίφη και λόγχες, αλλά με θερμικά κύματα, με καύσιμα αέρια, με ανεξέλεγκτες αναφλέξεις. Κι όπως τότε, στον πίνακα του ζωγράφου, δεν υπάρχουν ήρωες. Υπάρχουν μόνο σπαράγματα από σώματα, βλέμματα που ζητούν εξήγηση, παιδιά που δεν γνωρίζουν τι είναι η καταστροφή, αλλά ήδη ζουν μέσα της. Ο πίνακας εκείνος – η «Σφαγή της Χίου» – δεν εξύμνησε την αντίσταση, δεν ζωγράφισε ελευθερία. Ζωγράφισε τη σιωπή πριν τον αφανισμό. Και έτσι κι εδώ: δεν υπάρχει ποίηση στην πυρκαγιά, μόνο μια σιωπηλή αποδοχή πως όλα έχουν ήδη χαθεί προτού καούν.
Η πυρκαγιά σήμερα είναι η μεταφορά του τρόπου με τον οποίο ζούμε: χωρίς ρίζες, χωρίς φροντίδα, χωρίς αντίσταση. Κανείς δεν προστατεύει ό,τι δεν υπολογίζει. Η φύση έγινε υποδομή προς τουριστική αξιοποίηση ή εμπόδιο σε ιδιοκτησίες∙ και έτσι κάηκε, όχι μόνο από τις φλόγες, αλλά και από τη λήθη. Η φωτιά δεν καταστρέφει μόνο αποκαλύπτει. Τη γύμνια των μέτρων, την κενότητα των θεσμών, την απουσία μιας πολιτικής που να περιλαμβάνει το δικαίωμα να παραμένεις στον τόπο σου.
Όμως δεν είναι μόνο το κράτος που εγκαταλείπει. Είναι και οι λέξεις. Η γλώσσα της πολιτικής προστασίας έχει μεταμορφωθεί σε τεχνικό λόγο, σε λεκτικό μανδύα που συγκαλύπτει την εγκατάλειψη: «προληπτική εκκένωση», «μέτωπο ελέγχεται», «συνδρομή μέσων». Δεν λέγεται ποτέ το απλό: ότι άνθρωποι χάνουν το σπίτι τους, ότι τόποι παύουν να υπάρχουν, ότι τα δέντρα δεν επιστρέφουν. Και το χειρότερο: δεν λέγεται ότι αυτό το κάψιμο επαναλαμβάνεται.
Η μνήμη, όμως, δεν καίγεται. Πηγαίνει και στέκεται πάνω στα καμένα σαν σκιά. Και κάποια μέρα, όταν ο άνεμος κοπάσει, το τοπίο δεν θα είναι απλώς στάχτη. Θα είναι μάρτυρας. Όπως η ζωγραφιά της σφαγής μαρτύρησε όχι μόνο το γεγονός, αλλά και την αδυναμία του κόσμου να αποτρέψει την επανάληψή του. Η Χίος δεν χρειάζεται ήρωες ούτε αναθέματα. Χρειάζεται ανάληψη ευθύνης. Χρειάζεται πολιτική που να βλέπει το νησί πριν καεί και όχι όταν καίγεται. Χρειάζεται μια επιστροφή στη φροντίδα ως μορφή πολιτικής πράξης.
Το ερώτημα δεν είναι πια πώς προέκυψε η φωτιά. Το ερώτημα είναι πώς ζούμε σε μια κοινωνία που θεωρεί τις φωτιές αναπόφευκτες. Και πώς αναπνέουμε μέσα σ’ έναν αέρα που μας διδάσκει ότι τίποτα δεν ανήκει πια σε κανέναν.
Η στάχτη που έπεσε χθες το βράδυ στη Χίο δεν είναι απλώς υπόλειμμα καύσης. Είναι το μέλλον που δεν προστατεύθηκε. Και ίσως, μέσα από τη στάχτη, να ξαναγίνει τοπίο η μνήμη. Αν δεν την ξεχάσουμε. Αν δεν την ονομάσουμε «θεομηνία». Αν την πούμε με το όνομά της: συντελεσμένη πολιτική αποτυχία.
*Ο Μάνος Λαμπράκης είναι θεατρικός συγγραφέας, δραματουργός και μεταφραστής