Η γειτόνισσα μου, η κυρία Καλλιρόη.
της Ειρήνης Περπερίδου Εικόνα: Γιάννης Κούρτογλου Κάπου στο κέντρο… Είναι κάποιοι θησαυροί, που είναι κρυμμένοι καλά για χρόνια ξεχασμένοι από ανθρώπινο νου. Άλλοι βρίσκονται στα βάθη της θάλασσας, άλλοι τοποθετημένοι σε ξύλινα σεντούκια και άλλοι στέκουν δίπλα μας νωχελικά, περιμένοντας τη στιγμή που θα τους ανακαλύψουμε, θα τους ξεσκονίσουμε με το πανάκι της μνήμης και […]
της Ειρήνης Περπερίδου Εικόνα: Γιάννης Κούρτογλου
Κάπου στο κέντρο…
Είναι κάποιοι θησαυροί, που είναι κρυμμένοι καλά για χρόνια ξεχασμένοι από ανθρώπινο νου. Άλλοι βρίσκονται στα βάθη της θάλασσας, άλλοι τοποθετημένοι σε ξύλινα σεντούκια και άλλοι στέκουν δίπλα μας νωχελικά, περιμένοντας τη στιγμή που θα τους ανακαλύψουμε, θα τους ξεσκονίσουμε με το πανάκι της μνήμης και θα τους δώσουμε εκ νέου ένα μέρος από τη ξακουστή δόξα και αίγλη τους- θα τους βγάλουμε από την αφάνεια…
Καλοκαίρι του 2011 κέντρο Θεσσαλονίκης: η πόλη καίγεται – ένα αληθινό καμίνι, έχοντας δει ένα κάρο σπίτια, φτάνω στο σημείο συνάντησης με την μεσίτρια, ήμουν αποφασισμένη ότι θα ήταν το τελευταίο για σήμερα, καθώς ήμουν εξαντλημένη και απογοητευμένη από τη μέχρι τώρα πορεία του πράγματος… Έχοντας πλάσσει την εικόνα του ιδεατού – φοιτητικού σπιτιού, του επίγειου παραδείσου μου, στο οποίο θα στεγάζονταν τα όνειρα, οι αποτυχίες, οι επιτυχίες, οι παρέες με τους φίλους, αρνιόμουν να αντικρίσω την πραγματικότητα και συγκεκριμένα την θλιβερή κατάσταση που επικρατούσε στα περισσότερα σπίτια του κέντρου. Κάπως έτσι, με δύναμη ψυχής για το τι έπεται να δω κατευθυνθήκαμε προς το τελευταίο υποψήφιο διαμέρισμα. ‘Όταν φτάσαμε μπροστά μας ορθωνόταν μια μεγάλη γυάλινη είσοδο μιας παλιάς – γκρίζας πολυκατοικίας- τα σημάδια της πάλαι ποτέ ομορφιάς και αίγλης ήταν διάσπαρτα και έκδηλα στο χώρο. Με οδηγό τη φαντασία μου ξεκίνησα να αναλογίζομαι πως μπορεί να ήταν αυτή η οικοδομή στην ακμή της, ποιοι μπορεί να έμεναν σε αυτή και ποιες είναι οι προσωπικές ιστορίες τους.
Ανεβαίνοντας τη μαρμάρινη σκάλα με τα ξύλινα τελειώματα -άλλο ένα σημάδι της αρχιτεκτονικής της- φτάσαμε στον τρίτο όροφο, όπου βρισκόταν και το εν λόγω διαμέρισμα και πριν προλάβουμε να μπούμε στο διαμέρισμα την προσοχή μου κέντρισαν μια ντουζίνα πινάκων που βρίσκονταν κρεμασμένοι στον εξωτερικό διάδρομο του ορόφου. Οι πίνακες τοποθετημένοι με τυχαία σειρά, σκονισμένοι, αλλά συνάμα επιβλητικοί και πολύχρωμοι, σε μετέφεραν αμέσως σε μια άλλη εποχή, σε μια άλλη – παλιά Θεσσαλονίκη, σε μια Θεσσαλονίκη που γιόρταζε…
Έπειτα από το κλείσιμο της συμφωνίας με τους ιδιοκτήτες και τη μεσίτρια, ξεκινάει ένας άλλος, ωραίος Γολγοθάς αυτός της μετακόμισης και της επισκευής του σπιτιού. Μια μέρα καθώς κουβαλούσα κάτι κούτες μου με ρούχα ανοίγει η απέναντι πόρτα του διαμερίσματος και πετάγεται προς τα έξω μια κυρία μεγάλης ηλικίας – τότε δεν γνώριζα πόσο ακριβώς ήταν- φορούσε θυμάμαι χαρακτηριστικά μια ροζ νυχτικιά και μια ρόμπα άσπρη με μικρά ροζ λουλουδάκια. Στο πρόσωπο της είδα αμέσως μιας γυναίκα άλλης εποχής, μια όμορφη κυρία, μια κυρία του κέντρου.. « Καλησπέρα σας, αυτές τις ημέρες ακούω θόρυβο από δίπλα και σκέφτηκα να βγω να δω αν μετακομίζει κάποιος..» αυτά ήταν τα πρώτα λόγια της νέας γειτόνισσας μου. Βέβαια, μόλις άκουσα τη φράση της η πρώτη σκέψη που μου ήρθε στο μυαλό ήταν ότι η «άγνωστη γειτόνισσα» αγαπά ιδιαιτέρως την «κοινωνική ενημέρωση» και κάθε λογής ενημέρωση. Αυτή η ίδια όμως αργότερα θα μου αποδείκνυε ανεπαίσθητα ότι μια τέτοια υποψία απείχε απείρως από την αλήθεια..
Η κυρία Καλλιρόη λοιπόν, γεννημένη του 1926, την περίοδο των βουλευτικών εκλογών επί Κονδύλη ήταν και εξακολουθεί να είναι στα ογδόντα οκτώ της χρόνια μια σύγχρονη και μοντέρνα γυναίκα για την εποχή της και αυτό αποδεικνύεται τόσο από την ίδια της τη ζωή όσο και από τις ιδέες της. Γέννημα – θρέμμα Θεσσαλονικιά από γονείς αστούς και ευκατάστατους, έμαθε αγγλικά και γαλλικά, τελείωσε το τότε γυμνάσιο και επρόκειτο να συνεχίσει τη μόρφωση της σε ακαδημαϊκό επίπεδο. Όμως τότε, σε ηλικία δεκαεπτά χρονών, λόγω του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου κατατάχθηκε στον Ερυθρό Σταυρό και ειδικεύτηκε ως νοσοκόμα. Όπως, η ίδια μου είπε, η οικογένεια της έδινε βαρύτατη σημασία στη μόρφωση και στη παιδεία των κοριτσιών τους. Έτσι, κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ή ίδια μοίραζε συσσίτια στις φτωχές γειτονίες της Θεσσαλονίκης και με το πέρας των χρόνων, αποκτώντας εμπειρία και γνώση η κυρία Καλλιρόη, απέκτησε την ιδιότητα της νοσοκόμας.
Με το τέλος του Πολέμου η Θεσσαλονίκη απέκτησε μια διαφορετική όψη. Μέσα στα συντρίμμια και στη φτώχεια οι άνθρωποι διασκέδαζαν και γελούσαν μου τονίζει χαρακτηριστικά ότι: «όλη η Θεσσαλονίκη γιόρταζε τότε παραμερίζοντας τις αντιξοότητες οι άνθρωποι χαιρόντουσαν ξανά την ελευθερία τους και χόρευαν μέχρι αργά με τα αγαπημένα τους πρόσωπα.». Με νοσταλγία αναφέρει ότι « δύο ήταν τα καλύτερα κέντρα στη Θεσσαλονίκη τότε το Λουξεμβούργο και το Delis, πηγαίναμε τότε με τα ξαδέρφια μου όλοι μαζί γιατί δεν επιτρεπόταν να βγουν ασυνόδευτα τα κορίτσια, ειδικά από τις καλές και ευυπόληπτες οικογένειες της πόλης. Φορούσαμε τα καλά μας φορέματα και διασκεδάζαμε, χορεύαμε έως αργά τη νύχτα. Η Θεσσαλονίκη τότε ήταν πανέμορφη- ήταν διαφορετική».
Και κάπως έτσι πέρασαν τα νεανικά της χρόνια, ώσπου ήρθε στη ζωή της ο «Πόντιος», όπως χαριτωμένα αναφέρει πάντα τον άνδρα της, ερωτεύτηκαν και ας είχαν δέκα χρόνια διαφορά και απέκτησαν μαζί δύο παιδιά. Η κυρία Καλλιρόη και ο άνδρας της αγόρασαν στις αρχές του 1950 το σπίτι δίπλα μου από μια εβραϊκής καταγωγής οικογένεια, η οποία το πουλούσε με πόνο καρδιάς καθώς επέστρεφε πίσω στην πατρίδα της, έπειτα από τα φρικιαστικά και απάνθρωπα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι άνθρωποι που αγαπούν τη ζωή, που την πιάνουν από τα μαλλιά, όπως λέει χαρακτηριστικά και η λαϊκή φράση, καταφέρνουν πάντοτε παρά τις αντιξοότητες, τα εμπόδια και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν να σηκωθούν και προχωρήσουν. Αυτό έκανε και η ίδια μετά το θάνατο του άνδρα της, με πολλές τιμητικές διακρίσεις τόσο από την πόλη όσο και από τον Ερυθρό Σταυρό, αγωνιζόμενη για ένα καλύτερο αύριο αψηφώντας τα εμπόδια.
Μια ημέρα και ενώ πίναμε καφέ μου είπε: « τους πίνακες στο διάδρομο μην τους πετάξεις σε παρακαλώ πριν πεθάνω…» Την επόμενη ημέρα θυμάμαι ήταν Κυριακή πρωί βγήκα έξω στο διάδρομο με τη σιδερένια σκάλα, ξεσκόνισα, καθάρισα τους πίνακες και τους έβαλα τον καθένα στη σωστή θέση. Αφού τελείωσα της χτύπησα το κουδούνι βγήκε έξω και συγκινημένη μου είπε: «εσύ το έκανες αυτό; Σε ευχαριστώ πολύ» και αμέσως μετά ξεκίνησε να μου διηγείται ιστορίες για τους πίνακες και τους ζωγράφους.
Η κυρία Καλλιρόη, αυτά τα τέσσερα πλέον χρόνια αποδείχτηκε και αποδεικνύεται καθημερινά η καλύτερη γειτόνισσα, μια δυναμική γυναίκα που χωρίς φόβο μιλά για τη ζωή της, παραδέχεται τα λάθη της, νοσταλγεί και ζει με αναμνήσεις από αλλοτινά – όμορφα χρόνια, μια κυρία πάντοτε περιποιημένη, γλυκομίλητη και έτοιμη να σου δώσει την καλύτερη και σοφότερη συμβουλή. Θα κλείσω αυτό το μικρό και ταπεινό αφιέρωμα, με μια αγαπημένη μου φράση που μου την είπε καθώς μου εξιστορούσε εμπειρίες της « Τη ζωή να μην τη φοβάσαι να σε φοβάται, η μάνα μου έλεγε: να κάνεις ό,τι θέλεις εσύ και όχι ό,τι θέλουν οι άλλοι να κάνεις..» Και κάπως έτσι, εκείνη η κυρία που τότε στεκόταν στη πόρτα περιμένοντας να δει το νέο της γείτονα, έμελλε να είναι ο μικρός- πολύτιμος θησαυρός που βρήκα όχι στο πατάρι του σπιτιού μου, αλλά στο διπλανό μου διαμέρισμα.