Η γλώσσα της πολιτικής και οι πολιτικοί της γλώσσας
Όταν ο λόγος μιας παραίτησης είναι ο ίδιος ο... λόγος
Πότε στ’ αλήθεια ένας Υπουργός θέτει εαυτόν στη διάθεση του Πρωθυπουργού για να κρίνει την παύση που αυτός ήδη αυτοπροτείνει ως τιμωρία για τον εαυτό του; Ποια η φύση και ο βαθμός του λάθους που απαιτείται για να νιώσει κάποιος την ανάγκη ή ευθιξία ή τσίπα για να παραιτηθεί από τη θέση του; Τι μετράει στο κάτω-κάτω μια αντικειμενική πολιτική ευθύνη ή ένα εκ των υστέρων ζύγισμα επικοινωνιακού αντικτύπου;
Δε λέω, καλή η παραίτηση Βαρβιτσιώτη, ούτε –φυσικά– νομίζω πως δεν έπρεπε να λάβει χώρα. Άλλωστε εμπεριείχε μια χυδαία προσπάθεια σχετικοποίησης της δολοφονίας, αφού την εξίσωνε με μια κακότυχη ‘’αναποδιά’’ στη βάρδια του δολοφόνου-υπάρχου. Για μένα η παραίτηση του κ. Βαρβιτσιώτη θα έπρεπε να είχε υποβληθεί ήδη από τη διαπίστωση της απουσίας λιμενικού κατά την επιβίβαση ακόμη του κόσμου στο πλοίο, όχι απλά κατά την αναχώρηση.
Πότε, όμως, παραιτήθηκε και γιατί; Όχι επειδή παραδέχτηκε την πολιτική ευθύνη και ελλιπή ικανότητα συντονισμού και μέτρων πρόληψης στο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας, αλλά γιατί αυτό που είπε και εμείς υποτίθεται δεν καταλάβαμε κρίθηκε ζημιογόνος επικοινωνιακά, όπως καταμετρήθηκε τις επόμενες ώρες. Το σκέλος στο οποίο θέλω να εμμείνω είναι ότι ο λόγος που παραιτήθηκε είναι ο … λόγος του και ότι αυτό πλέον έχει την πρωτοκαθεδρία.
Η έννοια της άσκησης αρμοδιοτήτων, της δημόσιας εικόνας και παρουσίας, του έργου και τελικά της κριτικής έχει αποκοπεί από τους γνήσιους πολιτικούς συσχετισμούς και την έγερση σοβαρών συζητήσεων. Γιατί στην πραγματικότητα ακόμα και οπαδοί της Κυβέρνησης, μόνον αφότου είδαν και άκουσαν στα κανάλια να επικρίνεται ο Υπουργός Ναυτιλίας ξεκίνησαν να αλλάζουν στάση και συγκατένευαν μπροστά στην οθόνη για την ορθή αυτή κίνηση, η οποία αν δεν γινόταν θα έπληττε το κύρος του ‘’άξιου’’ Πρωθυπουργού μας. Στην πραγματικότητα δεκάρα τσακιστή δεν δόθηκε ούτε δίνεται για το πώς και με ποιες συνθήκες λειτουργεί καθημερινά το λιμενικό. Απλά θυσιάστηκε ένας ακόμη άνθρωπος, για να μην κάνουμε άλλη μια φορά τίποτα. Μόνο και μόνο για να επισφραγίσουμε ότι κουμάντο σε αυτές τις εποχές κάνει η εικόνα του λόγου και η λογική της εικόνας.
Η πλήρης αποκόλληση και γύμνωση όλων των περιστατικών που συμβαίνουν στη χώρα το τελευταίο διάστημα -όλο το καλοκαίρι δηλαδή- με την πολιτική τους απόχρωση και διάσταση και η συγκόλλησή τους στο υλικό, όχι ακριβώς της επικοινωνιακής διαχείρισης, αλλά στο πλασάρισμα ότι αυτές τις ώρες και ειδικά για το μετά το μόνο κρίσιμο είναι το πώς θα μιλάμε και το τι θα λέμε, γίνεται και οδηγεί στην αντικειμενικοποίηση όσων δεινών συμβαίνουν και ποδοπατάνε, καίνε και πνίγουν τους συνανθρώπους σε όλη πια την επικράτεια. Γίνεται προσπάθεια να επικρατήσει η λογική του ‘’ ναι έγιναν όλα αυτά, αλλά να προσέχουμε τον πολιτικό μας λόγο’’, να μη διολισθήσουμε στην οργή, ώστε κάθε διαφορετική άρθρωση της κυβερνητικής γραμμής, κάθε ξέσπασμα κριτικής ακόμα και θυμού να υποβαθμίζεται, να χάνεται την ουσία του και να εξοβελίζεται στην εξορία του θυμωμένου, του όχι δημοκρατικού και πολιτισμένου λόγου και τελικά φυλακίζεται στα δεσμά του χαρακτηρισμού της περιθωριακής φωνής.
Τι εννοώ; Η παύση του κυρίου Βαρβιτσιώτη –σωστή μεν- αλλά ήρθε όπως είπα παραπάνω να επισφραγίσει αυτό το προβάδισμα του λόγου έναντι της πράξης, του περιβλήματος έναντι του περιεχομένου και να ισχυροποιήσει την εκμεταλλευτική χρήση του τύπου απέναντι στην ουσία. Κι αυτό συμφέρει τη νέα δομή που λαμβάνει η πολιτική εν γένει, διότι λειτουργεί ως χαλί κάθε ευθύνης, λάθους, εγκλήματος, φωτιάς, πλημμύρας, εισβολής χούλιγκανς, έτσι ώστε αυτά να περνάνε, να συμβαίνουν και βλέπουμε μετά πώς και τι θα γίνει; Κάποιον θα βρούμε που με το λόγο θα παρεκκλίνει από το δημοκρατικό και πολιτισμένο διάλογο, θα του ξεφύγει μια κοτσάνα και ακουμπήσουμε πάνω του τις αμαρτίες δίκην τράγου αποδιοπομπαίου και θα τον σουτάρουμε.
Η τακτική αυτή όταν αφορά πολίτες συμβαίνει με τον ίδιο τρόπο, αλλά με τη διαφορά ότι το σχόλιο δεν θα το φυτέψουμε, αλλά θα το ξεράνουμε όταν φυτρώσει. Βλέπω πολύ έντονα τις τελευταίες μέρες και νευριάζω, ανθρώπους από πληγείσες περιοχές να βγαίνουν σε κανάλια να μιλούν, αλλά πιο οργισμένοι, αλλά πιο νηφάλιοι όσο μπορούν και να λένε πράγματα αληθή, τα οποία στέκουν σε απόλυτο βαθμό, όταν πάνε να ολοκληρώσουν να αντιμετωπίζονται ως έξαλλοι που και καλά επιζητούν κατανόηση και ευνοϊκότερη κρίση για αυτά που λένε επειδή δήθεν έχουν χάσει για τις στιγμές αυτές ελαφρώς τα λογικά σου και αν ήταν αλλιώς οι συνθήκες θα μιλούσαν πιο συντεταγμένα, δεν θα έλεγαν αυτά που λένε και δεν θα κατηγορούσαν τους τοπικούς άρχοντες, τους Υπουργούς και τους πολιτικούς.
Ενώ δηλαδή είναι δαρμένοι και καμένοι και προσπαθούν να αρθρώσουν ένα λόγο που θα αποδίδει ευθύνες, στην πραγματικότητα δεν ακούγονται από τους πανελίστες, διότι οι τελευταίοι διαρκώς πετάγονται και λένε ότι ‘’τους καταλαβαίνουν πόσο δύσκολα περνάνε’’, λες και οι άνθρωποι που ξεσπιτώθηκαν είναι τρελοί, ανίκανοι ή ανάξιοι να εκφράσουν λόγο με πολιτικό περιεχόμενο. Αλλά είπαμε το κρίσιμο είναι να υποβαθμιστεί αυτός ο λόγος.
Υπάρχουν ορισμένα πεδία, τα οποία σε αυτήν την καλά ενορχηστρωμένη άμυνα και μηχανισμό αντιμετώπισης τέτοιων τοποθετήσεων, έχουν κερδίσει το αδιαμφισβήτητο και άρα αποτελούν εύκολα απωθούντα προστατευτικά δίχτυα. Αν βγει, ας πούμε, κάποιος στην τηλεόραση και πει πως δεν υπάρχει ελευθερία του στα ΜΜΕ και μερικά κανάλια τα παίρνουν, αμέσως θα επιστρατευτεί αυτή η λογική του επικυριαρχήσαντος λόγου, που έχει καταστεί ο ισχύων, αληθής και κατεστημένος ενώ στην πραγματικότητα είναι το εντελώς ανάποδο. Ότι δηλαδή οι δημοσιογράφοι κάνουν τη δουλειά τους, ότι όλοι λένε την άποψή τους και ότι η ελληνική τηλεόραση είναι ένα δημοκρατικό λιβάδι με πεταλούδες ελευθερίας και ότι αυτός ο λόγος που θα αρθρώσει ο ασυνείδητος πολίτης έρχεται να διαταράξει αυτή την αύρα και άρα επειδή το κάνει αυτό το περιεχόμενο του λόγου του πρέπει να καταδικαστεί ανάλογα με τον χαρακτηρισμό που πουλάει περισσότερο ανά διάστημα, από συριζοτρόλ μέχρι συνωμοσιολόγο.
Δηλαδή τι φαντάζονται και τι ακριβώς πολιτική θέλουμε, να βγαίνει ένας πλημμυροπαθής που έχασε σπίτι, λεφτά, ζώα και ανθρώπους και να ξεκινά την τοποθέτηση του, ‘’ευχαριστώ για την ευκαιρία… ερίτιμε Πρωθυπουργέ’’, ώστε να μπορέσουμε να τον πάρουμε στα σοβαρά;
Είναι πια εύκολο αν όχι να φυτευτεί ένα άστοχο σχόλιο σε έναν κακό και ευθυνόμενο Υπουργό, σίγουρα με τη σωστή μετέπειτα εκμετάλλευση να φανεί χρήσιμο. Το όφελος έγκειται ότι με την εκμετάλλευση της αστοχίας –φυτεμένης ή μη- επιτυγχάνεται η υπεράσπιση του παραπάνω περιγραφόμενου πεδίου που ουδείς πρέπει να διαταράξει. Του καθεστώτος λόγου, των συγκεκριμένων κεκτημένων της πολιτικής της επικοινωνίας που δεν ακουμπάμε και αν τα ακουμπήσουμε υπάρχει ο πάντα άγρυπνος και έτοιμος μηχανισμός να τα αποκρούσει.
Διπλό για την ακρίβεια το όφελος, η κριτική περιορίζεται, υποβαθμίζεται και δημιουργείται το περιθώριο η υπάρχουσα Κυβέρνηση που είναι στα πράγματα να κερδίσει ακόμα και με την παραίτηση ενός Υπουργού. Γιατί τι όφελος θα είχε αν κάποιος Υπουργός παραιτούνταν έτσι στα καλά καθούμενα ή κατόπιν μιας διαχειριστικής αποτυχίας. Θα έπληττε την εικόνα της Κυβέρνησης και η ανικανότητά του θα ταυτιζόταν με την ίδια, που ταυτίζεται αλλά λέμε τώρα.
Ενώ, αν η μάχη της πολιτικής μεταβεί σε αυτό που είπαμε λόγο, μπορεί εύκολα με μια δήλωση να κερδίσει η Κυβέρνηση το διαχωρισμό της από αυτό το ανίκανο και άστοχο στέλεχός της, το χυδαίο στα λόγια που κυριαρχούν, και να προχωρήσει επικοινωνιακά νικήτρια μέχρι να έρθει άλλος Υπουργός που θα κάνει το ίδιο λάθος, δεν θα λάβει κανένα μέτρο και θα την πληρώσουμε πάλι, απλά αυτός δεν θα ανοίξει το στόμα του.
Και ελάχιστοι θα ασχολούνται με τα λάθη και με τα μέτρα και πολλοί με τους Υπουργούς και το TikTok.