Οι ηλίθιοι και το ποδόσφαιρο
Οι άνθρωποι που με εκτιμούν δεν είναι εκείνοι που έχουν διαβάσει κείμενά μου, αλλά όσοι έχουν παίξει μαζί μου ποδόσφαιρο. Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Τον Κωνσταντίνο είχα να τον δω έντεκα χρόνια. Αντίπαλοι στην αλάνα του σχολείου, ένα χρόνο μικρότερός μου, με το που μπήκα στην καφετέρια με αναγνώρισε. Παρόλο που δεν κρατούσα […]
Οι άνθρωποι που με εκτιμούν δεν είναι εκείνοι που έχουν διαβάσει κείμενά μου, αλλά όσοι έχουν παίξει μαζί μου ποδόσφαιρο. Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Τον Κωνσταντίνο είχα να τον δω έντεκα χρόνια. Αντίπαλοι στην αλάνα του σχολείου, ένα χρόνο μικρότερός μου, με το που μπήκα στην καφετέρια με αναγνώρισε. Παρόλο που δεν κρατούσα μπάλα, ήρθε να μου κλέψει ένα τεράστιο χαμόγελο. Αν και κορυφαίος ντριμπλέρ στην εποχή του δεν έκανε πως δε με είδε όπως θα έκαναν οι περισσότεροι γνωστοί. Ποιος, αυτός, που είχε τη Βερόνικα στο τσεπάκι, την ντρίμπλα με το πολλά υποσχόμενο γυναικείο ονοματάκι που καθιέρωνε ταυτόχρονα με τον Ζιζού. Τον Κωνσταντίνο, αν και συχνά γκρίνιαζε για ανύπαρκτα φάουλ, δυσκολευόσουν να τον αντιπαθήσεις. Δεν έμπαινε στο γήπεδο για να σε κερδίσει αλλά για να σε ντριμπλάρει. Κανένα του σουτ δε θυμάμαι. Απεναντίας, θυμάμαι σχεδόν με κάθε λεπτομέρεια τις ντρίμπλες του. Καλλιτεχνική φύση από τότε, δεν μου έκανε εντύπωση όταν μου είπε πως ασχολείται με κάτι πολιτιστικά προγράμματα στη Βαρκελώνη. «Δεν πάω για μπάλα» παρατήρησε σχεδόν αδιάφορα όταν τον ρώτησα. «Με έχει τσακίσει το πόδι μου». Και η Βερόνικα;
Δεν πρέπει να υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από το παιχνίδι. Στην πλατεία του χωριού μου το κατάλαβα όταν τα καλοκαίρια, πρωτοετής φοιτητής ακόμα, τα βράδια που γλίτωνα από τη Χερσόνησο, κάτι κοπελιές δεν καταδέχονταν να παίξουν μαζί μας κρυφτό επειδή ήταν «ώριμες». Δεν ξέρω όταν στ’αλήθεια γίνουν ώριμες, αν θα μετανιώνουν ποτέ εκείνη τους την άρνηση. Από τότε πάντως δεν άλλαξα γνώμη. Όποιος δεν παίζει στη ζωή και στον έρωτα, όποιος δε γελάει εκτός Social Media, πρέπει να παίρνει την άγουσα για τα ησυχαστήρια. Όταν παίζεις, όλο και κάτι κερδίζεις ακόμα κι όταν σου τυχαίνουν δάκρυα. Γι’αυτό αφού είχα διαβάσει ένα όμορφο ποίημά του, με ξένισε ο λίβελλος. «Η θρησκεία, το ποδόσφαιρο και ο πατριωτισμός είναι το τρίπτυχο που ενώνει τους ηλίθιους του τόπου μου» ξεκινούσε με φόρα ο ποιητής, αυτός ο μεγάλος δικτάτορας των λέξεων. Δεν χρειαζόμουν τίποτα περισσότερο. Παράτησα το κείμενο.
Κατά καιρούς έχουν συνταχθεί άπειροι ύμνοι και σχεδόν ισάριθμες καταδίκες για το όπιο του λαού. Το ποδόσφαιρο λένε οι ειδικοί αποπροσανατολίζει, ασφαλώς, τις μάζες από τα πραγματικά τους προβλήματα μη λαμβάνοντας υπόψη τους, προφανώς, την ανάγκη των μαζών να αποπροσανατολιστούν από τα πραγματικά τους προβλήματα. Μόνο ένας ηλίθιος όσο ένας ειδικός δεν θα καταλάβαινε ότι ο κόσμος θα γινόταν πιο βίαιος και αφιλόξενος χωρίς τη στρογγυλή θεά. Είναι πιθανότερο να ασφυκτιά κάποιος επειδή τον Ιούλιο έχει καύσωνα και δεν έχει πουθενά μπάλα παρά επειδή δεν έχει να πληρώσει προς το παρόν τους λογαριασμούς του. Αφήστε που είναι καιρός να παραδεχτούν οι άνθρωποι των γραμμάτων πως είναι αρκετοί οι ηλίθιοι που τους ενώνει η αγάπη τους για την ποίηση-ανάθεμα κι αν την καταλαβαίνουν-ή για τη λογοτεχνία της Λένας Μαντά. Αυτό δε σημαίνει ότι οι ποιητές είναι περιττοί επειδή διάφορες κυράτσες ανακάλυψαν την κλίση τους. Σημαίνει ότι πρέπει να τους υπερασπιστούμε απ’ την αρχή.
Από τότε που αντιληφθήκαμε ότι οι μεγάλες μας αγάπες είναι απλά κάτι πολυεθνικές, οι λάτρεις του ποδοσφαίρου συνεχίζουμε να παρακολουθούμε όχι για να παίζουμε στοίχημα αλλά για τους ποιητές του. Πού βλέπουμε την ποίηση; Για τους αμύητους όλα τα παρακάτω θα φανούν συνωμοτικά: Ποίηση είναι η αγάπη του Μπατιστούτα για την Φιορεντίνα και το κλάμα του όταν της βάζει γκολ, ο Κανού που κάνει χατ-τρικ απέναντι στην Τσέλσι ενώ πριν κάποια χρόνια είχε πρόβλημα με την καρδιά του, ο Πίρλο που όπως κάποτε ο Αντονιόνι παίζει με το κεφάλι ψηλά, η κούρσα του Γουεά με τη Βερόνα και την προεδρία της ταλαίπωρης πατρίδας του, ο άγιος Ντιεγκίτο της Νάπολι που όσα χέρια και να έκανε θα ήταν του Θεού, ο Γκούλιτ που αφιερώνει τη Χρυσή Μπάλα στον Μαντέλα, το δίδυμο Γιορκ-Κόουλ που κάνει τον Μιχαλολιάκο να βλέπει εφιάλτες, οι αυτοκαταστροφικοί Γκάζα και Μπεστ, η αλαζονεία του Ανρί που φέτος επέστρεψε στην Άρσεναλ, μπήκε αλλαγή και σκόραρε σαν να μην πέρασε λεπτό-η στιγμή άξιζε όσα χίλια εκνευριστικά τέλεια γκολ του αψεγάδιαστου, οπότε και αντιποιητικού Μέσσι. Ποίηση είναι ο επαναστάτης Καντονά που αντιδράει στον ρατσιστή της εξέδρας και του ρίχνει καρατιά, ο Κακά και ο Γκιγκς στον κενό χώρο, κάτι αριστεροπόδαροι στράικερ όπως ο Φάουλερ που ρουφούσε τις γραμμές, ο Σάλας που άλωνε το Γουέμπλει κι ο Σούκερ που ψάρωνε τον Σμάιχελ, οι Γερμανοί Ματέους, Κλίνσμαν, Νέτσερ, Μέλερ και Σούπερ Μάριο Μπάσλερ, οι Γάλλοι Ζινολά και Τζοργκαέφ, ο Φαν Νίστελροι, ο Παπέν, ο Σίρερ, ο Ζαμοράνο, ο Όουεν, ο Ρομάριο, ο Ραούλ και τώρα ο Φαλκάο μέσα στη περιοχή, ο κύκνος της Ουτρέχτης με τα γυάλινα πόδια Μάρκο Φαν Μπάστεν. Ποίηση είναι όλα τα δεκάρια: ο Ροναλντίνιο, ο Κρόιφ, ο Χάτζι, ο Στόικοβιτς, ο Προσινέτσκι, ο Τζόλα, ο Ρούι Κόστα, ο Μπόμπαν, ο Λάουντρουπ, ο Πιρές. Ποίηση είναι η ντρίμπλα του Σαβίσεβιτς στον Απολλόνι και τον Κόουτο κόντρα στην Πάρμα, το γκολ του Έλκιερ χωρίς παπούτσι, το ακυρωθέν γκολ του Πλατινί στον τελικό του Διηπειρωτικού το ‘85, τα σκαψίματα του Τζιοβάνι, το αριστερό του Ριβάλντο σε εκείνο το χατ-τρικ με τη Βαλένθια, ο Κιέζα με τον Κρέσπο, το τακουνάκι του Ρεδόνδο στο Ολντ Τράφορντ, η ντρίμπλα του Μπέργκαμπ στον Νταμπίζα, το ταλέντο του Καραπιάλη και του άτυχου Κωστή, το γκολ του Ντέμη στην Τούμπα, ο Βασίλης Τσιάρτας, η επιστροφή του Ρονάλντο το 2002, ο γκολκίπερ Τζίμι Γκλας που σώζει μια ολόκληρη ομάδα από την καταστροφή, τα γκολ του Μπέκαμ και του Αλόνσο από τη σέντρα, τα σουτ του Τζέραρντ και του Λάμπαρντ, του Βιειρίνια και του Σκόκο, τα γκολ του Γκανέζου Γιεμπόα και του συμπατριώτη του Μπόατενγκ, το γκολ του Ναίμ, του Ντι Κάνιο, του Τόττι με τη Σαμπντόρια, το τελευταίο γκολ του Πίππο με τη Μίλαν, το γκολ του Ντελ Πιέρο μετά το θάνατο του πατέρα του, οι εμπνεύσεις του Κουαλιαρέλα, ο Ματ Λε Τισιέ, ο Μπάτζο που αστοχεί και γίνεται ακόμα πιο μεγάλος, οι περιγραφές του Τάιλερ και του Πιτσινίνι, τα σαρδάμ του Μανόλο, η φωνή του Βερνίκου στο γκολ του Δέλλα. Ποίηση όλα τα μεγάλα ματς, τα 3-3, τα 4-4, τα 5-5, οι μυθικές ανατροπές, τα χιτσκοκικά φινάλε στην Αγγλία το 1989 και στη Γερμανία το 2001, οι νίκες των μικρών, το γκολ του οπαδού που διακόπτει το ματς, εκτελεί το φάουλ και πανηγυρίζει έξαλλα, οι ατάκες εκείνου του οπαδού της ΑΕΚ, το υπερρεαλιστικό σύνθημα:«ΠΑΟΚΑΡΑ είμαι χάλια βλέπω έναν αετό με οκτώ κεφάλια, πού τα βλέπω τ’ άλλα έξι, ΠΑΟΚΑΡΑ είμαι χάλια τα ‘χω παίξει». Υπάρχει τόση ποίηση στο ποδόσφαιρο που μόνο οι εκ πεποιθήσεως άσχετοι δεν κατανοούν. Και σκεφτείτε ότι ανέφερα μόνο ένα κομμάτι της πιο πρόσφατης. Τι να λέμε, ιστορίες από το στρατό;
Ο Καμύ γράφει πως μέσα από το ποδόσφαιρο κατάφερε να κερδίζει και να μην αισθάνεται Θεός, να χάνει και να μην αισθάνεται σκουπίδι. Αντιλήφθηκε το παράλογο παρατηρώντας νομίζω τελικώς την πορεία της μπάλας κι αν είχε την ευκαιρία να δει τον τελικό της Κωνσταντινούπολης το 2005, θα ήταν ευτυχισμένος βλέποντας τη φιλοσοφία του να επαληθεύεται. Πώς έχασε η Μίλαν εκείνο το βράδυ ενώ ήταν τρία γκολ μπροστά στο ημίχρονο; Ποιον άγιο χρησιμοποίησε ο Ντούντεκ στην προβολή του Σεβτσένκο στο 119’; Ποιος μπορεί να απαντήσει ορθολογικά και να μη γίνει αστείος; Ο Γεωργίου είναι απλώς ένας πολυλογάς που σκοτώνει τη μαγεία με το δογματισμό του, ο Τάκης Μίχας ένας προπαγανδιστής που εξευτελίζεται. Οι αριθμοί δε λένε τίποτα και ποτέ δε θα πούνε. Οι αντίπαλοι της Εθνικής μας στο Euro 2004 έπρεπε να κάνουν γύρω στις 30 προσπάθειες για να μας βάλουν γκολ, στατιστικό στοιχείο που δεν εξηγείται όσα κομποσκοίνια κι αν φορούσαν οι Έλληνες ποδοσφαιριστές. Μία καλή ομάδα βάζει γκολ σε κάθε επτά προσπάθειες, μία μέτρια σε κάθε δέκα, αλλά 30; Στην ποίηση, τη μουσική και το ποδόσφαιρο γίνονται τα θαύματα, είναι αρκετά σαφές νομίζω στον καθένα. Χάρη σ’αυτά και μέσα από αυτά επιβιώνουμε.
Έντεκα χρόνια έχουν περάσει κι από τότε που το μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό ιταλικό περιοδικό Guerin Sportivo ρωτούσε τους αναγνώστες του γιατί αγαπούν το ποδόσφαιρο. Ο Ντελ Πιέρο με τον Μπάτζο κονταροχτυπιόντουσαν μέχρι τέλους. Θυμάμαι την απάντηση ορισμένων γυναικών: Il petto di Cannavaro. Περιττή η μετάφραση. Σήμερα όταν θέλω να ορίσω την ελπίδα, μπαίνω σε ένα κανάλι του Youtube που καλύπτει αγώνες με μικρά παιδιά. Το έκανα τόσο συχνά κάποιο διάστημα για να ξεπεράσω τη διάχυτη κατάθλιψη που η δίωξη ηλεκτρονικού εγκλήματος, αν με παρακολουθούσε, θα νόμιζε ότι ήμουν παιδεραστής. Εκεί επέστρεψα στα βασικά. Στην αθωότητα, την παιδική ηλικία, το όνειρο, τη γυναίκα που θα μας σώσει. Η μπάλα θα περάσει τα τείχη που στήνουμε. Ο φασισμός όλο και σε κάποια κεφάλια θα κοντράρει.