Η ιστορία του πατέρα μου, η ιστορία του σινεμά

του Γιάννη Ζαφειρίου Ο κινηματογραφικός χρόνος είναι σαν την ζωή, ενώ φαίνεται ότι διαρκεί πολύ, διαρκεί το πολύ δύο ώρες. Όπως η ζωή φαίνεται μεγάλη αλλά στην ουσία περνά τόσο γρήγορα που πολλές φορές δεν την καταλαβαίνεις. Αυτές ήταν οι πρώτες μου σκέψεις μετά την απώλεια του πατέρα μου. Έναν άνθρωπο που δεν ζούσε απλά […]

Parallaxi
η-ιστορία-του-πατέρα-μου-η-ιστορία-του-44614
Parallaxi
dsc_5712_1_1.jpg

του Γιάννη Ζαφειρίου

Ο κινηματογραφικός χρόνος είναι σαν την ζωή, ενώ φαίνεται ότι διαρκεί πολύ, διαρκεί το πολύ δύο ώρες. Όπως η ζωή φαίνεται μεγάλη αλλά στην ουσία περνά τόσο γρήγορα που πολλές φορές δεν την καταλαβαίνεις.

Αυτές ήταν οι πρώτες μου σκέψεις μετά την απώλεια του πατέρα μου.

Έναν άνθρωπο που δεν ζούσε απλά για τον κινηματογράφο και το θέατρο αλλά ο κινηματογράφος και το θέατρο ήταν η ίδια του η ζωή. Αυτός ο άνθρωπος δεν ανέπνεε οξυγόνο, ανέπνεε κινηματογράφο.

Στις 20 Αυγούστου ημέρα Πέμπτη (ημέρα πρεμιέρας για τους κινηματογράφους) έσβησε την λάμπα του ο «Σινεμά ο Παράδεισος».

Όταν είδα την ταινία πίστεψα ότι κάποιος έδωσε την ιστορία του Κοσμά Ζαφειρίου στον Τζουζέπε Τορνατόρε να την κάνει ταινία.

Του είπα να δει την ταινία και από την πρώτη στιγμή μέχρι το τέλος έκλαιγε σαν να έβλεπε την ζωή του στο πανί.

Ήταν το μεγαλύτερο παιδί από πολύ φτωχή 9μελή οικογένεια και ξεκινά να πουλά αναψυκτικά και νερά στους κινηματογράφους για να ζήσει την οικογένεια και ταυτόχρονα τρέχει στην μηχανή προβολής θέλοντας να μάθει την δουλειά του μηχανικού προβολής. Στα 9 του χρόνια δαιμόνιος και ήδη ερωτευμένος με τον κινηματογράφο, δημιουργεί μία αυτοσχέδια (με τα χεράκια του) κινηματογραφική μηχανή φτιαγμένη από ένα τσίγκινο κουτί χαλβά, μαζεύει τα πιτσιρίκια της γειτονιάς στην πίσω αυλή και προβάλει κινηματογράφο, ο πατέρας του έξαλλος τους κυνηγά. Έκοβε κομμάτια ταινιών και τα ένωνε δημιουργώντας τα δικά του «κινηματογραφικά φιλιά». Δίνει μια μεγάλη υπόσχεση στον εαυτό του ότι όταν θα μεγαλώσει θα έχει τις δικές του κινηματογραφικές αίθουσες.

Τα χρόνια περνάνε και μέχρι το 1962, οπότε και πήγε φαντάρος, ο κύριος Κοσμάς δουλεύει σταθερά ως μηχανικός προβολής το καλοκαίρι στο «Ντοβίλ» στο Καραμπουρνάκι και το χειμώνα στα ξακουστά “Διονύσια” και στον κινηματογράφο “Εγνατία”. Στον στρατό αναλαμβάνει τον ρόλο του εκπαιδευτή κινηματογραφικών μηχανών στην Γεωγραφική Στρατιωτική Υπηρεσία και τελειώνοντας αποκτά το δίπλωμα μηχανικού κινηματογράφου.

Ως μηχανικός δουλεύει μέχρι και το 1966. Στο μεταξύ έχει παντρεύεται την μητέρα μου Θωμαή και με τα λεφτά της πρώτης υποτροφίας του φοιτητή τότε αδερφού της -και μετέπειτα συνεργάτη του για δεκαετίες- Γαβριήλ Ράππου, ανοίγουν την πρώτη δική τους επιχείρηση.

Το θερινό σινεμά “Ποσειδών”, για να ακολουθήσει λίγο αργότερα το “Αύρα” στην Χαριλάου και σταδιακά η εκμετάλλευση δεκάδων άλλων αιθουσών τους οποίους επιμένει να μου κατονομάσει “για την ιστορία” ‘όπως λέει.

Έχουμε και λέμε, λοιπόν.

Πρώτος ήταν ο «Ποσειδών», έπειτα η «Αύρα», το «Ηραίον» και ακολουθούν το « Όσκαρ» στην Παπαναστασίου, «Αρζεντίνα», «Ναταλί». «Αμυράλ», «Σινέ Κλειώ», το «Εγνατία» πίσω από την Αγία Σοφία, που λειτουργεί σήμερα σαν θέατρο, το «Ράδιο Σίτυ» ο «’Έσπερος» το «Μακεδονικόν», το «Σινέ Άντα» στους Αμπελοκήπους, το «Μαξίμ» (Κρήτης και Παπακυριαζή), το «Rex» στην Μπότσαρη, «Ριβολί», «Αθήναιον», «Αλκυονίς» στην Καλλιδοπούλου, «Ζέφυρος» στην ΧΑΝΘ, «Ιντεάλ» στην Αγίου Δημητρίου, «Αχίλλειον», την παλιά «Αλέκα» επί της Λαγκαδά, που από σινεμά ταινιών πορνό μετατράπηκε από τους Ζαφειρίου – Ράππο στα πολυτελέστατα «Τιτάνια», τα πρόσφατα «Κολοσσαίον», «Ελληνίς» και πολλά πολλά άλλα…

Οι δύο συνεργάτες ανοίγουν Γραφείο Διανομής Κινηματογραφικών Ταινιών, καταφέρνοντας να εξασφαλίσουν την αποκλειστική διανομή των περισσότερων ελληνικών ταινιών στη Βόρεια Ελλάδα. Στην εταιρεία τους υπάγονταν και τα κινηματογραφικά δικαιώματα των… “5Β” (Βουγιουκλάκη, Βουτσάς, Βασιλειάδου, Βέγγος, Βλαχοπούλου) με μεγάλες εισπρακτικές επιτυχίες.

Οι δύο συνεργάτες, καταφέρνοντας να εξασφαλίσουν μεγάλες επιτυχίες για ολόκληρη την Βόρειο Ελλάδα, συνεργαζόμενοι κυρίως με την Σπέντζος Φιλμς. Όπως αναφέρεται και σε πρόσφατη συνέντευξη του “Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω, αλλά νομίζω ότι είχα πάντα ένα προαίσθημα για τις ταινίες που θα έκαναν επιτυχία. Παραδείγματα πολλά. Ας πούμε το “Μπορώ και χωρίς τα γυαλιά μου” με τον Ρόμπιν Γουίλιαμς, μια κωμωδία βασισμένη σε σόκιν ανέκδοτα του περιοδικού Playboy, που δεν είχε πάει και πολύ καλά στην Αθήνα. Την αγοράζουμε, φτιάχνω εγώ ένα δικό μου τρέιλερ όπου μαζεύω όλα τα σόκιν μαζί και ξεκινάμε να την προβάλλουμε σε τέσσερις κινηματογράφους, με αποτέλεσμα να κόβουμε 1.000 εισιτήρια ημερησίως.”

“Το ίδιο είχε γίνει και με την «Ιστορία της Ο». Με το που την βλέπω στην Αθήνα πηγαίνω κατευθείαν και την αγοράζω από τους Καραγιάννη-Καρατζόπουλο. Την βάζουμε στο Ράδιο Σίτυ και σε τρεις μέρες κόβουμε 15.000 εισιτήρια, με τον κόσμο να κάνει ουρές.” Ένα τελευταίο που θυμάμαι ήταν το «Yuppi Du» με τον Αντριάνο Τσελεντάνο, που είχε κι αυτό πατώσει στην Αθήνα. Το παίρνουμε, αλλάζω τον τίτλο σε «Μπατίρης Εραστής» και η ταινία απογειώνεται”.

Στο θέατρο συνεργάζεται με όλο το θεατρικό στερέωμα, αγαπημένος της Αλίκης Βουγιουκλάκη, μάλιστα σ’ ένα τραπέζι ακούω μια ηθοποιό που συνεργαζόταν με την Βουγιουκλάκη να του λέει, εσύ είσαι λοιπόν ο Κοσμάς της Αλίκης. Ανεβάζει μόνο επιτυχίες και κάνει το Ράδιο Σίτυ και στη συνέχεια το Κολοσσαίον συνώνυμα των θεατρικών επιτυχιών. Όλοι οι ηθοποιοί και οι θεατρικοί επιχειρηματίες γνωρίζουν και λένε ότι ο Κοσμάς μόνο ξέρει την δουλειά και την κάνει με τέτοιο μεράκι που δεν υπάρχει περίπτωση να μην πετύχει…

Μεγάλες επιτυχίες όπως Καμπαρέ, Βίκτωρ Βικτώρια, Μια μέλισσα τον Αύγουστο, Άννα Καρένινα, Σλουθ, Η θεία από το Σικάγο, Γάλα, Νύχτες Ραδιοφόνων, Μπακαλόγατος, επιθεωρήσεις με Βουτσά, Ρίζο, Βλαχοπούλου, Ψάλτη και όλους τους μεγάλους, θεατρικές μουσικές παραστάσεις με Νταλάρα, Παπακωνσταντίνου, Αλεξίου, Χατζή, Αχ Μαρία με τον Γιάννη Ζουγανέλη, “Σαν Ηφαίστειο που ξυπνά” με την Άλκηστη Πρωτοψάλτη, κ.α. Κάνει μεγάλες παιδικές παραγωγές όπως το Άννυ την πρώτη φορά που ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη και πολλές άλλες.

Η έλευση των multiplex αλλάζει δραματικά τον κινηματογραφικό χάρτη της Θεσσαλονίκης. Φτάνουμε, αισίως, στην εποχή των μεγάλων αναβαθμίσεων στις αίθουσες της πόλης, λίγο πριν την αρχή της νέας χιλιετίας. “Είχαν βγει κάποια χρήματα μέχρι τότε, τα οποία αποφασίσαμε να επενδύσουμε σε ανακαινίσεις. Το «Τιτάνια» επί της Λαγκαδά γίνεται ένας υπερπολυτελής κινηματογράφος, ο «Έσπερος» και το «Ράδιο Σίτυ» το ίδιο. Φέρνουμε καθίσματα deluxe, εισάγουμε πρώτοι τις δύο αίθουσες, βάζουμε ενδοδαπέδια θέρμανση, καλλιτεχνικά γύψινα στις οροφές… Και τότε ακριβώς ανοίγουν τα πρώτα πολυσινεμά και μας κόβουνε τα πόδια. Δεν προλάβαμε καν να κάνουμε απόσβεση”.

Δεν ήταν ότι δεν ξέραμε ότι πρόκειται να ανοίξουν μεγάλοι κινηματογράφοι, αλλά τότε θυμάμαι έλεγα “Τι ζημιά να μας κάνει εμάς ένα κινηματογράφος στη μέση του πουθενά, πέρα μακριά στον Φοίνικα”. Δεν πήγαινε το μυαλό μας σ’ αυτό που επακολούθησε.”

“Στην αρχή οι πολυκινηματογράφοι έκαναν τον κόσμο να γυρίσει στο σινεμά. Ο κινηματογράφος έγινε ξανά μόδα, και για λίγο επωφεληθήκαμε κι εμείς. Την πρώτη χρονιά ανεβήκαμε σε εισιτήρια, αλλά αμέσως μετά άρχισε η κατηφόρα με τα εισιτήρια να πέφτουν κάτω από το μισό του συνηθισμένου. Έπειτα άνοιξαν και τα Odeon και το κέντρο “ρήμαξε”. Αργά η γρήγορα έκλεισαν όλες οι μικρές αίθουσες και βγήκαμε από το παιχνίδι.”

“Τελοσπάντων, δεν έχω παράπονο. Ζήσαμε χρόνια μεγάλης δόξας, αλλά και τώρα είναι καλά. Εδώ και οκτώ χρόνια δουλεύουμε το χειμώνα το “Κολοσσαίον”, στην Όλγας και από το 1994 τα καλοκαίρια περνάνε στο “Ελληνίς”.” H παλιά μηχανή προβολής, αντίκα πλέον, βρίσκεται στο Ελληνίς. Από φέτος όλοι οι κινηματογράφοι υποχρεούνται να παίζουν με τα καινούρια μηχανήματα ψηφιακής προβολής.

Παρόλο που τα πράγματα άλλαζαν σε κόντρα των καιρών αυτοί οι άνθρωποι αντιστάθηκαν και κατάφεραν να πάνε αντίθετα στο ρεύμα και να επιβιώσουν με πολύ κούραση και πολύ αίμα. Τόσο ο πατέρας μου Κοσμάς Ζαφειρίου όσο και ο θείος-πατέρας μου Γαβριήλ Ράππος με τον αφανή ήρωα την Θωμαή αντιστάθηκαν και τα κατάφεραν. Γιατί αγάπησαν με την ψυχή τους αυτό που κάνουν και αυτό τους δικαίωσε. Δυστυχώς ο πατέρας μου όταν αισθάνθηκε ότι δεν θα μπορούσε άλλο να πολεμά γι αυτό που αγαπά έφυγε και έσβησαν για πάντα τα φώτα της δικής του «πλατείας».

Είμαι σίγουρος όμως ότι εκεί ψηλά υποδέχεται και συνομιλεί με τον κόσμο, όπως πάντα του άρεσε να κάνει και ξεπροβοδίζοντάς τους, τους ρωτάει αν τους άρεσε η ταινία και τους ενημερώνει πάντα για τις επόμενες. Καλό του ταξίδι.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα