Η καινούρια «Κλάρα»
Θα ήθελα να μπορούσα να ξαναζήσω εκείνες τις δημιουργικές, εμμονικές σχεδόν πρωινές ώρες με τις λεπτομέρειες της ζωής τους. Πεθύμησα τις στιγμές που έβλεπα στην οθόνη τις ιστορίες να παίρνουν σάρκα και οστά.
Λέξεις: Ζώγια Μεταλλικιώτη
Άναψα το φως του γραφείου μου, ο υπολογιστής κλειστός, παρατημένος εδώ και κάποια χρόνια… Δεν έγραψα λέξη όλο αυτόν τον καιρό, υποθέτω δεν θα λείψουν τα γραφτά μου… Ανάγκη δική μου ήταν. Καθώς τον κοιτώ ζωντανεύουν τα συναισθήματα εκείνων των στιγμών που σκυμμένη πάνω του σκάλιζα την ψυχή μου. Οι καλύτερες ώρες της μέρας… Καθισμένη από πολύ νωρίς, αναζητούσα θύμησες, ξεδιάλυνα εικόνες, επανάφερα στο νου φωνές οικείες, κουβέντες αγαπημένων, ξεχώριζα ήχους. Έγραφα, έγραφα, έγραφα, αυτό είχα ανάγκη τότε, να βγάλω από μέσα μου όσα θυμόμουν, όσα με πόνεσαν, όσα με βασάνιζαν για χρόνια, όσα ταλαιπωρούσαν την οικογένειά μου.
Η κολλητή μου με έπεισε να εκτεθώ, «έχουν ενδιαφέρον οι μνήμες σου, γαμώτο»… Έτσι είναι οι άτιμες, συσσωρεύονται στο κατώι της συνείδησής μας και κάποια στιγμή αναδεικνύουν μια περίεργη ανάγκη για φως και τότε ξεπηδούν εικόνες, γνώσεις που παραβλέψαμε, κομμάτια μιας αλήθειας που μας διέφυγε λόγω απόστασης, «κωλογεράματος», όπως γράφει η Καριστιάνη στο βιβλίο της «Ψιλά γράμματα»: «δεν είναι ωραίο που οι άνθρωποι αχρηστεύονται σε κοινή θέα», έχει δίκιο, μωρέ…
Πριν είκοσι χρόνια, μπορεί και παραπάνω, όλα αυτά ενεργοποιήθηκαν. Μια αόρατη κεραία, εκεί στο σημείο της μνήμης του εγκεφάλου μου, κατέγραφε εκείνα που δυσκολεύονταν να δούνε τα μάτια, κάτι σαν χάρτης που μαρκάρει τα χνάρια μας.
Ανοίγω τα Έγγραφά μου, κείμενα μισοτελειωμένα, λέξεις κλεμμένες από διαβάσματα που σημείωνα τις εποχές που καταβρόχθιζα βιβλία, σκηνές που ξεπηδούσαν από το κουβάρι των αναμνήσεων, αναπολήσεις, ανακλήσεις εικόνων και γεγονότων, επισημάνσεις σε παρελθοντικές μνήμες. Διαβάζω τα ονόματα που είχα δώσει στα μισοτελειωμένα αρχεία. Αρετή, Ανθούλα, Καίτη, Κλάρα. Αχ βρε Κλαρα! Αγαπημένη Κλάρα…Υπαρκτές φυσιογνωμίες, που τις ανασύρω απ’ τις παρυφές της μνήμης με τη σειρά που τις διαβάζω. Σε περίληψη οι ιστορίες τους.
Θα ήθελα να μπορούσα να ξαναζήσω εκείνες τις δημιουργικές, εμμονικές σχεδόν πρωινές ώρες με τις λεπτομέρειες της ζωής τους. Πεθύμησα τις στιγμές που έβλεπα στην οθόνη τις ιστορίες να παίρνουν σάρκα και οστά. Δεν ξέρω τι έγινε… Ξαφνικά σταμάτησα. Πάπαλα η έμπνευση. Λίγο το πέρασμα των χρόνων, λησμονούσα λέξεις, λίγο η σκέψη ότι «γκάστρωσα τους αναγνώστες με τις μνήμες μου», πάνω απ’ όλα όμως με διέλυσε η καθημερινότητα, τίποτα δεν έμεινε όρθιο σ’ αυτή τη χώρα. Σαν να έσκασε ένα μεγάλο σπυρί κι ο τόπος γέμισε αποκαΐδια με έναν νέο κόσμο ξεδιάντροπο να καταστρέφει το καθετί, χωρίς ντροπή, δίχως προσχήματα αφανίζοντας αγώνες που κερδήθηκαν, κανόνες ηθικής τάξης που εκποιήθηκαν, ενταφιάστηκαν προσδοκίες και όνειρα, αλλοτριώθηκε η ανθρωπιά, η ευαισθησία και αναιρέθηκαν όσα θεωρούσαμε δεδομένα! Και όλα αυτά χωρίς να λογοδοτήσει κανείς σε κανέναν. Μια μαύρη αίσθηση απελπισίας και βεβαιότητας ότι όλα πάνε κατά διαβόλου, περικύκλωσε τους ανθρώπους. Τα δάση καίγονται, τα πλάσματα της φύσης χάνονται απ’ το στερέωμα, οι ήχοι των πουλιών δεν ακούγονται πια, οι θάλασσες στείρωσαν και δεν γεννούν, άλλαξε το χρώμα τ´ ουρανού, ως κι ο ήλιος θάμπωσε, το ζήσαμε κι αυτό, μια πραγματικότητα βάρβαρη, μια δολοφονία της φύσης που μας θρέφει.
Νομιμοποιούνται πράξεις βίας από ανθρώπους που κουβαλούν πάνω τους τη μπόχα της «εθνικοφροσύνης» αναλαμβάνοντας την «κάθαρση». Η δικαιοσύνη ανύπαρκτη, επιβάλλει την ισχύ της και βεβαιώνει το αξίωμά της στους αδύναμους (μερικών ανθρώπων η αλήθεια είναι τεμαχισμένη και κακοποιημένη έτσι κι αλλιώς) αντίθετα με τη μεροληπτική κρίση της άρχουσας τάξης, ακόμα κι αν πρόκειται για φονιάδες, παιδόφιλους, έμπορους ναρκωτικών και άλλα τέτοια αλλόκοτα χούγια, σύγχρονες και εγκληματικές συνήθειες που αθωώνονται συνήθως απ’ το σύστημα. Μέσα σε τούτο τον κοσμογονικό αιώνα που ζούμε, όντας πολιτικοποιημένη, αποκαρδιωμένη με την κατάσταση που επικρατεί, με την κοινωνία να μεταλλάσσεται και ο κάθε λογής απατεώνας να βρίσκει καταφύγιο στο αμπρί της πολιτικής φτάνει να δηλώνει εθνικόφρων, βυθίζομαι συναισθηματικά, έχασα την ενέργειά μου, νοσταλγώ τον ωραίο τόπο μου. Η μπόχα της διαφθοράς, της αλητείας, της κρατικής αποκτήνωσης, της αμορφωσιάς, της ασχετοσύνης, του χυδαίου πλούτου, που διείσδυσαν σαν οξύ στην κάθε λογής «νόμιμης» επιβολής λυμαίνοντας τη χώρα, ψαλιδίζει όλες μου τις προσπάθειες για ενέργεια, αισθάνομαι απροφύλακτη.
Με μία εκτελεστική ηγεμονία με το σύνολο των εξουσιών στα χέρια της, άνθρωποι που γέρασαν μέσα στη βουλή δίχως να έχουν δουλέψει ποτέ, δημαγωγοί, μανιακοί που η ατιμωρησία τους τους έχει μετατρέψει σε τέρατα, πολιτικά τζάκια που τους ταΐζει ο λαός και που τους βαραίνει το παρελθόν εδώ και αιώνες, (πάντα λειτουργούσαν και λειτουργούν κάτω από ξένους διαχειριστές), και με έναν λαό που εύκολα αλλάζει γιατί έτσι μας μάθανε, να δανειζόμαστε τη γνώμη των δημαγωγών, να έχουμε διαγράψει απ’ το νου τα διδάγματα του παρελθόντος που επηρέασαν τη μετέπειτα ζωή μας, μια αριστερά να φλερτάρει με την ανυπαρξία, με τους πολιτικούς να μην παράγουν πολιτική παρά μόνο στρατηγική συλλογής ψήφων, και με την τιμή του πόνου να έχει κατρακυλήσει, χρειάζονται διακόσιοι νεκροί εκεί που χθες ένας θα ήταν υπεραρκετός. )
Τι έχει γίνει, τι μας συμβαίνει; Η αξία της ανθρώπινης ζωής δεν είναι παρά ένα κενό γράμμα. Η κοινωνία έχει παραδοθεί στη χυδαιότητα, στην απρονοησία, εποχή κυνισμού, χωμένοι ο καθένας στον κομματικό σωλήνα του. Ώρες ώρες νομίζω ότι έχουμε χάσει κάθε ανθρώπινο συναίσθημα, ολωσδιόλου υποδουλωμένοι. Βιώνουμε μια πολιτική —αν μπορεί κανείς να την πει πολιτική— μέσα απ’ το διαδίκτυο, στα ΜΜΕ, και στα μέσα μέτρησης και χειραγώγησης, μεταμορφωμένα από μαζική εισροή χυδαιότητας. Οι τελευταίες εκλογές έφεραν πάλι τους ίδιους στην εξουσία, αυτούς που μας ρήμαξαν, που ξευτέλισαν τους θεσμούς, που έκοψαν το φως απ’ τις ζωές μας, που σκοτείνιασαν την ιστορία μας, το χθες, το σήμερα και το αύριο, που ψεύδονται ασύστολα, με αποτέλεσμα να γονατίσουν τον τόπο που πεθαίνει αργά, βασανιστικά. Τέλος πάντων, κανείς δε σώζεται αν ο ίδιος δε θέλει να σωθεί κι οι άνθρωποι εδώ, καθισμένοι στον καναπέ με το κοντρόλ της τηλεόρασης στο χέρι, δεν θέλουν να σωθούν ή μάλλον περιμένουν κάποιον ουράνιο Θεό που βέβαια μεταβάλλεται ανάλογα με τις προσδοκίες του καθενός, να τους δώσει χέρι βοηθείας.
«Ολοι οι άνθρωποι είναι άβυσσοι, σε πιάνει ίλιγγος όταν κοιτάζεις μέσα τους», έγραψε ένας Γάλλος συγγραφέας που δεν θυμάμαι πια τ’ όνομά του. Δεν ξέρω, ίσως ο σκεπτικισμός απέναντι στις κοινωνικές ανατροπές, να έχει προκαλέσει υπερβολική απογοήτευση, να μας έχει παροπλίσει με αποτέλεσμα να χάσουμε τη λαχτάρα για αντίσταση, μένοντας αδιάφοροι μπροστά σε τούτη την ιστορική χυδαιότητα, μυρίζοντας απλώς τη μπόχα. Πάντα πίστευα ότι ο πολίτης βλέπει τα πράγματα από μια οπτική γωνία με έναν άλλο τρόπο απ’ αυτόν των πολιτικών που οι γνώσεις τους προέρχονται μόνο απ’ την ανάγνωση των ισολογισμών και βέβαια δημοκρατία γι’ αυτούς είναι η ευχέρεια του καθένα να κάνει ό,τι θέλει και να μη δίνει λογαριασμό σε κανένα, με τη Δικαιοσύνη ορθοστάτη τους τις περισσότερες φορές, ξεχνώντας πως η ίδια στηρίζεται σε δύο εξελικτικά θεμέλια, τον αγώνα των ανθρώπων να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματά τους, και τον αγώνα του κράτους να τα επιβάλει μέσω των θεσμών. Χωρίς να υποτιμώ το μέγεθος της ηλιθιότητας που κυκλοφορεί, νομίζω κανείς δεν μπορεί να μισήσει τη χώρα του, όμως σίγουρα μπορεί να μισήσει τον δρόμο που πήρε κι ο δρόμος αυτός κατηφορίζει επικίνδυνα, με τον φασισμό φωλιασμένο στις ζωές μας πια. Δυστυχώς είναι εδώ και κάνει δουλειά κυρίως στα σχολεία. Κι ο Χίτλερ αυτό έκανε, επένδυσε στη νεολαία, στα άγουρα μυαλά, γιατί το ταξικό μίσος πριν καλλιεργηθεί, σπέρνεται σε ξεχερσωμένα εδάφη. Φοβάμαι πως σε λίγο καιρό δεν θα αναγνωρίζουμε τα ίδια τα παιδιά μας…
Διαβάζω και πάλι τα ονόματα των γυναικών στην οθόνη του υπολογιστή: Αρετή, Ανθούλα, Καίτη, Κλάρα. Η πρώτη σκέψη έρχεται δίχως να την προσκαλέσω, χωρίς να την προεργαστώ. «Η φωνή σου με χαλαρώνει… Είναι ζεστή, ήρεμη, γαλήνια, με καθησυχάζει…». Ο ήχος της φωνής της, αποθηκευμένος από χρόνια, παραβιάζει το νου μου. Η φιλία είναι ένα ζωτικό στοιχείο στη ζωή μου κι η Κλάρα ήταν μία από τις φίλες μου. Καθισμένη συνήθως στην προβλήτα με κρεμασμένα τα πόδια στο νερό. Της άρεσε αυτή η θέση όταν άδειαζε το νησί από τους παραθεριστές και από τους περισσότερους μόνιμους κατοίκους που βιάζονταν να εξαργυρώσουν τα κέρδη του καλοκαιριού σε μεγάλες πόλεις ή στην πρωτεύουσα την εποχή του καταναλωτικού αμόκ. Ντουβάρια, ως επί το πλείστον, διαμερίσματα για τους κληρονόμους. Στο τέλος του Οκτώβρη έβρισκες την Κλάρα εκεί να αγναντεύει τα πλεούμενα που έμπαιναν κι έβγαιναν στο λιμάνι.
«Διεκδικώ τη διανοητική ελευθερία», έλεγε. Είχε αυτή την ικανότητα, να απομακρύνεται όποτε ήθελε από κάτι που δεν την ενδιέφερε πια για κάτι άλλο που τη συνάρπαζε. «Τι είναι αυτό που σε συναρπάζει τούτη την ώρα;» «Η είσοδος και η έξοδος των πλεούμενων στο λιμάνι,» απαντούσε γελώντας.
Κάνει σάλτο το μυαλό μου στις μέρες που ανοίγαμε θεμέλια για να χτίσουμε η κάθε μια τους τοίχους των ονείρων μας. Πότε πέρασαν τούτα τα χρόνια, ένα ποτήρι νερό που το ήπιαμε μονορούφι.
Η Κλάρα ήταν η γιατρός του νησιού για χρόνια. Αφού πήρε το πτυχίο της και πριν ξεμπερδέψουμε με τη δικτατορία, έκανε αίτηση να διοριστεί εδώ. Το αίτημα έγινε δεκτό μετά τη πτώση των συνταγματαρχών. Εκείνη όμως επέστρεψε νωρίτερα, όταν ακόμη στο νησί μας οι εξόριστοι έσκαβαν τους γκρεμούς δημιουργώντας παραλίες, που μετά από χρόνια η φήμη τους έκανε τουριστικά γνωστό το μικρό νησί. Ήταν η μόνη που επέστρεψε, οι υπόλοιπες ξέμειναν στις πόλεις, τις βλέπαμε μόνο τα καλοκαίρια, όπου ενώναμε τα κενά μας.
Έτσι ξανασμίξαμε με την Κλάρα, εγώ δεν έφυγα ποτέ καθώς δούλευα τη μικρή μου επιχείρηση, κληρονομιά απ’ τον κύρη μου, ένα συμπαθητικό καφενείο-μαγειρείο. Μεσοτοιχία με το καφενείο το πατρικό σπίτι της Κλάρας, που μετά τον θάνατο των γονιών της το μετέτρεψε σε ιατρείο, κρατώντας τήν πίσω κάμαρη για προσωπικό της χώρο. Μόνο για ύπνο πήγαινε εκεί. Τρώγαμε παρέα σ’ ένα τραπεζάκι δίπλα στο άνοιγμα της κουζίνα κουβεντιάζοντας, περνώντας από το ένα θέμα στο άλλο, από σαχλαμάρες σε θέματα που ήταν σημαντικά για μας. Εκεί μοιράζαμε τις ώρες μας και όταν το βράδυ έκλεινε το μαγαζί και δεν νυστάζαμε, μοιράζαμε και τις αϋπνίες μας. Είχε πλάκα που οι ασθενείς την έψαχναν πρώτα στο καφενείο και μετά στο ιατρείο της. Τους ήσυχους μήνες οι άνθρωποι που την είχαν ανάγκη ήταν λιγοστοί, πόσους ασθενείς μπορεί να έχει ένα μικρό νησί την περίοδο του χειμώνα; Αν δεν υπήρχαν οι εξόριστοι του καθεστώτος, η Κλάρα δεν θα είχε πελατεία.
Τα πρώτα χρόνια της ως άτυπη γιατρός στο νησί, οι ασθενείς της ως επί το πλείστον ήταν εκείνοι οι ταλαίπωροι άνθρωποι που τους άδειαζαν τα σαπιοκάραβα στο λιμάνι κάθε τόσο. Μόνο άντρες, ολιγόλογοι με τους κατοίκους του νησιού, ίσως δεν επέτρεπαν στον εαυτό τους να φλυαρεί, μάλλον φοβόντουσαν. Εκείνο τον καιρό γνώρισε και τον Μίλτο. Άσχημα χτυπημένο της τον φέρανε την πρώτη φορά. «Τι έπαθε;» ρώτησε στους δύο άντρες που τον κουβάλησαν. «Μιλάει πολύ», της είπαν χαμηλόφωνα. Δάσκαλος, ο Μίλτος, το όνομά του σκαλισμένο ακόμα στη τοίχο μνήμη μου, μόλις τρία χρόνια πρόλαβε να εργαστεί στο σχολείο όταν τον συλλάβανε. Η αιτία ήταν ο πατέρας του, που πέρασε αρκετές δοκιμασίες, έχοντας συλληφθεί, φυλακιστεί και αποδράσει, κατ’ επανάληψη. Κατάφερε να διαφύγει σε μία πόλη της τότε Τσεχοσλαβακίας ενώ η μάνα του εξορίστηκε στο Τρίκερι. Μέσα στην παράνοια της εποχής, δεν ήθελε και πολύ να βρεθείς στα παραθεριστικά νησιά μας. Βέβαια για μας, τους απομακρυσμένους απ’ τα πράγματα νησιώτες, δεν μας ένοιαζαν οι ιστορίες τους στην αρχή, δεν εμπλεκόμασταν στ’ αλήθεια παρά μόνο από περιέργεια, από κουτσομπολίστικη διάθεση. Κρατούσαμε μια απόσταση απ’ όσα συνέβαιναν γύρω μας, ένα είδος ασφάλειας που αφήνει περιθώριο για ψευδαισθήσεις.
Ο Μίλτος ήταν ένας άντρας ψηλόλιγνος, σχεδόν σκελετωμένος με μία βαθιά χωρίστρα στα πυκνά γκρίζα μαλλιά του και αραιά κοντά γένια στο οστεώδες πρόσωπό του. Το βλέμμα του ήταν καθαρό και ευθύ χωρίς ίχνος δυσφορίας ή ενόχλησης για όσα περνούσε, κάποιες στιγμές μόνο μία μελαγχολική αύρα κάλυπτε τα μάτια του, μπορεί η ανάμνηση των δικών του. Τα ρούχα του ήταν μαύρα όπου η σκόνη απ’ τα σκαψίματα της μέρας φανερή πάνω τους κι ένα φαρδύ ζωνάρι τυλιγμένο γύρω του, προφανώς για να προφυλάξει τη μέση. Οι γονείς του ξεριζώθηκαν απ’ τη Ρωσία αφήνοντας πίσω τους τις οικογένειές τους, και αφού υπέστησαν αμέτρητες κακουχίες στη διαδρομή με τα πλοία, εγκαταστάθηκαν σε περιοχή του Κιλκίς που με τα χρόνια έγινε η νέα τους πατρίδα. Εκεί μεγάλωσε ο Μίλτος, σε μια κακοτράχαλη περιοχή όπου οι ντόπιοι δεν τους θέλανε στην αρχή και τους το δείχνανε με όλους τους τρόπους, γκρεμίζοντας τις χωμάτινες καλύβες που φτιάχνανε. Τους αποδέχτηκαν μόνο όταν οι πρόσφυγες προσέφεραν την εμπειρία τους για να χτιστεί το πέτρινο σχολείο του χωριού.
Έτσι ρίζωσαν εκεί, ο Μίλτος τέλειωσε το γυμνάσιο και αργότερα κατέβηκε στη μεγάλη πόλη και πήρε το πτυχίο της Παιδαγωγικής. Εν τω μεταξύ, ο πατέρας του είχε μπλεχτεί στους αγώνες των αγροτών της περιοχής και όπως ήταν αναμενόμενο, γρήγορα έγινε στόχος της εξουσίας, βαπτίστηκε κομμουνιστής χωρίς στην πραγματικότητα να είναι και μετά από κυνηγητά, συλλήψεις, αποδράσεις, κατάφερε να περάσει τα σύνορα αφήνοντας πίσω την οικογένειά του, βορά της αστυνομίας και λίγο αργότερα των συνταγματαρχών. Τα επόμενα χρόνια, τους αγώνες του κύρη του τους πλήρωναν η μάνα του, η μικρή αδερφή του που δεν μπορούσε να στεριώσει σε μία δουλειά και ο ίδιος. Έτσι, κατέληξε η μάνα του στο Τρίκερι την περίοδο της δικτατορίας κι ο ίδιος στο νησί μας. Οι εξομολογήσεις του δάσκαλου στη γιατρό εκδηλώνονταν σιγά σιγά κάθε φορά που τον κουβαλούσαν οι σύντροφοί του στο ιατρείο για να μπαλώσει τις πληγές στο σώμα ή στο κεφάλι του. Ήταν κατά το πλείστον ο πιο τακτικός της άρρωστος κι ο άνθρωπος που άνοιξε στην Κλάρα την πόρτα μιας άλλης ζωής. Οι αφηγήσεις του για την οικογένειά του και αργότερα οι κοινωνικές ανησυχίες του, οι γνώσεις που κάλυπταν τις δικές της με άλλες πιο εκτυφλωτικές της κίνησαν το ενδιαφέρον στην αρχή κι αργότερα έδεσε μαζί του. Τα λόγια του φυτεύονταν σαν σπόρος στη συνείδησή της, «η αριστερά είναι σύγκρουση ιδεών, η μόνη που μπορεί να ξυπνήσει τους ανθρώπους, ν’ ανοίξει το δρόμο για το όνειρο» και φανταζόταν η Κλάρα την καινούργια αυτή δίκαιη κοινωνία, εποχή που οι διαψεύσεις δεν είχαν γίνει ακόμα μέρος της ζωής εκείνων των ανθρώπων. Αχ βρε Κλάρα…
Καμιά φορά αναρωτιέμαι πώς θα ήταν ο κόσμος μας αν οι σημερινοί εκ του ασφαλούς αριστεροί αγωνίζονταν να κρατήσουν τον δρόμο για τα όνειρα των ανθρώπων ανοιχτό…
Τέλος πάντων, άλλαξαν πολλά πράγματα από τότε, ο άνθρωπος έπαψε να είναι το κέντρο των συνειδήσεων. Η τσέπη έχει σημασία… Την ιστορία του δασκάλου την έμαθα απ’ την Κλάρα, όταν πια έπεσε η χούντα και οι εξόριστοι επέστρεφαν στα σπίτια τους, προς μεγάλη απελπισία της. Τους συνόδευσε στο λιμάνι μαζί με μερικούς άλλους και δεν έκρυψε την στεναχώρια της για τον χωρισμό τους. Σε λίγο καιρό, το ίδιο συναίσθημα έφερε πίσω στο νησί τον Μίλτο.
Είχαν περάσει πέντε μήνες, όταν τον είδαμε να επιστρέφει, αυτή τη φορά διορισμένος δάσκαλος στο δημοτικό. Ο διορισμός έγινε εύκολα, δεν υπήρχε ανταγωνιστής, ποιος θα επέλεγε ως προτεραιότητα ένα μικρό νησί την εποχή της μεταπολίτευσης…