Η καρδιά του σκύλου και το χειροκρότημα του θεατή
Μία κριτική για τη θεατρική παράσταση της Έφης Μπίρμπα και του Άρη Σερβετάλη που παίζει στο θέατρο Αριστοτέλειον στη Θεσσαλονίκη
Παρ΄ όλα τα καλά στοιχεία που είχε, όπως οι φωτιστικές (Σάκης Μπιρμπίλης) και ενδυματολογικές προτάσεις (Έφη Μπίρμπα), η λειτουργική όσο και ενδιαφέρουσα ενσωμάτωση του βίντεο στο ζωντανό θέαμα (Γρηγόρης Πανόπουλος), οι μικρές και γοητευτικές λεπτομέρειες στα αντικείμενα και στη γενικότερη αισθητική της κατασκευής (Έφη Μπίρμπα), ήταν μια παράσταση η οποία στο σύνολό της δεν με κέρδισε. Θα έλεγα πως από ένα σημείο και μετά πιο πολύ με κούρασε. Όμως σαφέστατα δεν κούρασε το μεγάλο πλήθος που γέμισε ασφυκτικά το Αριστοτέλειο. Αναφέρομαι στην «Καρδιά του Σκύλου». τη γνωστή νουβέλα του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ (1925), που επεξεργάστηκε δραματουργικά (μαζί με τον Άρη Σερβετάλη) και σκηνοθέτησε η Έφη Μπίρμπα και την οποία 800 και πλέον άτομα χειροκρότησαν με θέρμη και πολλά μπράβο.
Για την παράσταση έχουν ήδη γραφτεί πολλά και ως επί το πλείστο κολακευτικά, οπότε το να προστεθεί άλλη μια κριτική, και μάλιστα πολλούς μήνες μετά την πρεμιέρα, δεν έχει πια κανένα ιδιαίτερο νόημα. Έτσι, θα σταθώ σε κάτι κάπως αλλιώτικο (και γενικό) που μου αρέσει συχνά-πυκνά να σχολιάζω: το χειροκρότημα. Γιατί χειροκροτεί (ή δεν χειροκροτεί) ο κόσμος; Τι σημαίνει αυτή η σωματική αντίδραση και για ποιον; Πόση καρδιά χωράει σε ένα χειροκρότημα και πόσος νους;
Στέκομαι σε αυτό ειδικά το σημείο γιατί ήμουνα ανάμεσα σε εκείνους τους πολύ λίγους που δεν μοιράστηκαν τον μεγάλο ενθουσιασμό του πλήθους. Δεν συνέτρεξα μαζί του όχι βέβαια από κάποιο αίσθημα σνομπισμού αλλά γιατί δεν μου έβγαινε να χειροκροτήσω. Και κάθε φορά που μου συμβαίνει αυτό αφενός νιώθω μια περίεργη μοναξιά και παράλληλα και μια περίεργη ανασφάλεια που με βάζει να σκεφτώ κατά πόσο έκανα λάθος εκτίμηση. Δεν μπορεί, λέω, τόσος κόσμος να κάνει λάθος. Την ίδια στιγμή όμως διερωτώμαι: όλοι αυτοί χειροκροτούν ως άτομα ή ως πλήθος; Έχει σημασία. Ας δούμε τα πράγματα βάζοντάς τα σε μια τάξη.
Περί εξουσίας και χειροκροτήματος
Στο σύγχρονο θέατρο λειτουργεί πρωτόκολλο συμπεριφοράς, σύμφωνα με το οποίο ο θεατής στην αίθουσα επιτρέπεται να κάνει ορισμένα πράγματα, όπως λ.χ. να γελά, να κλαίει, να χασμουριέται, να ξεροβήχει και να χειροκροτεί ή σιωπηλά να αποχωρεί. Ως εκεί. Εξού και οι οδηγίες πριν αρχίσει η παράσταση: «Παρακαλώ κλείστε τα κινητά σας, μην μιλάτε, μη μασουλάτε τσιπς, αρχίζουμε σε ένα λεπτό». Πρόκειται για ένα είδος roadmap κόσμιας συμπεριφοράς, μια μορφή γραφειοκρατίας συναισθημάτων/αντιδράσεων, η οποία, αν το καλοσκεφτεί κανείς, είναι και μια έμμεση πλην σαφής λογοκρισία συμπεριφοράς με τερματικό την ομογενοποίηση της πλατείας, της οποίας το ρεπερτόριο αντιδράσεων είθισται να εκδηλώνεται en masse την κατάλληλη στιγμή και όχι όπως να ΄ναι και όπου να’ ναι.
Σημειώνω εδώ εν τάχει ότι η «σιωπή» στο θέατρο ανήκει στα «περιουσιακά» στοιχεία του μοντέρνου θεάτρου. Δηλαδή έχει μια ιστορία περίπου 200 ετών. Επιβάλλεται όταν ξεκαθαρίζει ο διαχωρισμός σκηνής/πλατείας και παράλληλα οι ρόλοι ένθεν κακείθεν. Κλείνει η παρένθεση.
Για πολλούς, λοιπόν, λόγους (αισθητικούς, ιδεολογικούς κ.λπ) έχω τη τάση να παρατηρώ πώς ο κόσμος υποδέχεται μια παράσταση, πώς εκδηλώνει την άποψή του, τα συναισθήματά του. Αφουγκράζομαι τη διάρκεια των αντιδράσεών του, τη μαζικότητά τους, την έντασή τους, τον όγκο τους, το πάθος τους.
Μου αρέσει η στιγμή κατά την οποία με το πέσιμο της αυλαίας σωπαίνουν οι μέχρι εκείνη την ώρα λαλίστατοι ηθοποιοί και το κοινό αναλαμβάνει δράση, δηλαδή εγκαταλείπει την επιβεβλημένη σιωπή του και αποκτά λόγο. Είναι η δική του στιγμή. Αφού έχει δει και έχει ακούσει. τώρα έχει την εξουσία και μπορεί να δράσει ως πρωταγωνιστής, δημοσιοποιώντας την απόφαση/κρίση του. Είναι η ετυμηγορία του. Υπέρ ή κατά. «…Ένοχος ή αθώος»…»
Όπως ο ηθοποιός μπαίνοντας στη σκηνή μπαίνει και σε ένα ρόλο, έτσι και το κοινό: μπαίνοντας στην αίθουσα με το εισιτήριο ανά χείρας μπαίνει στον ρόλο του θεατή-κριτή-«ενόρκου». Ρόλος σημαντικός μιας και η επιβίωση μιας παράστασης βασίζεται εξ ολοκλήρου στην ετυμηγορία του. Θα στείλει τον παραγωγό στη φυλακή για χρέη ή θα τον στείλει στην τράπεζα για κατάθεση; Γι΄ αυτό και συχνά στην υπόκλιση οι ηθοποιοί χειροκροτούν με τη σειρά τους το ενθουσιώδες πλήθος, είναι ο «τρίτος» ηθοποιός. Τον συγχαίρουν. Είναι σαν να του λένε: «ήσασταν ένα εξαιρετικό κοινό, δηλαδή παίξατε καλά τον ρόλο σας και σας ευχαριστούμε γι’ αυτό». Γνωρίζουν ότι από αυτό θα εξαρτηθεί εν πολλοίς η πορεία της παράστασής τους.
Πέραν τούτου, που είναι και το προφανές, οι αντιδράσεις του κοινού προδίδουν και ορισμένες ποιότητες ή αναδεικνύουν χαρακτηριστικά του ευρύτερου κοινωνικού σώματος, διόλου αμελητέα. Ας τους ρίξουμε μια γρήγορη ματιά.
Από τον θεατή-άτομο στον θεατή-κοινό
Ποια είναι η κινητήρια δύναμη άσκησης εξουσίας; Τα πάθη και οι επιθυμίες του πλήθους, μας λέει ο Φρόυντ. Παραδίδοντας ο άνθρωπος την ατομικότητά του στο πλήθος, μας λέει ο Βιεννέζος ψυχολόγος, βοηθά ώστε να ξεκλειδώσει το ασυνείδητο μέρος του μυαλού, γιατί ακριβώς το υπερεγώ ή το μέρος της συνείδησης που λειτουργεί ως λογοκριτής αντικαθίσταται από το πλήθος, το οποίο με τη σειρά του υποτάσσεται συνήθως σε έναν χειριστικό, επιτήδειο ηγέτη/αρχηγό/οδηγητή κ.λπ. Όπως τονίζει εμφατικά ο Αντόρνο, θέλοντας να εκφράσει την αγωνία του, το πλήθος είναι μια ψεύτικη κατασκευή ελέγχου της μοντέρνας ζωής. Από τη στιγμή που το άτομο παραδίδει την ταυτότητά του στους πολλούς, συρρικνώνει και την ικανότητά του να κρίνει σύμφωνα με αυτά που του υπαγορεύει η δική του λογική και συνείδηση. Αφήνεται να παρασυρθεί από την παρόρμηση και από ό,τι κυκλοφορεί στην ατμόσφαιρα. Ό,τι ακριβώς συμβαίνει και σε ένα γήπεδο, μια διαδήλωση, μια μαζική σύναξη, ένα πανηγύρι κ.λπ. Το άτομο που ανήκει σε αυτή τη μεγάλη ομάδα λειτουργεί πιο πολύ με το ένστικτο και συνήθως κάνει ό,τι και ο διπλανός του. Γελά ως πλήθος και όχι ως μονάδα.
Όπως λέει ο Φρόυντ, το γέλιο είναι όπως η γρίπη: είναι μεταδοτικό, δεν μπορείς να προστατευτείς. Πολλές φορές ο κόσμος χειροκροτεί, γελά ή φωνάζει ή ακόμη και βιαιοπραγεί χωρίς να γνωρίζει το γιατί. Συντρέχει ακόμη και με παντελώς ανόητα πράγματα, που ενδεχομένως στο σπίτι του, με την οικογένεια ή κατά μόνας, ουδόλως θα τον συγκινούσαν. Όμως, ως συστατική μονάδα του πλήθους αποβάλλει τις αναστολές του και αποκτά μια άλλη ταυτότητα. Γίνεται μάζα. Νιώθει να τον πολιορκεί ένα αίσθημα ισότητας και ατιμωρησίας—αφού κανείς δεν θα τον ψέξει γιατί χειροκρότησε ένα θέαμα, ας πούμε πολύ χαμηλού επιπέδου ή αμφιλεγόμενο.
Αυτό το φαινόμενο δεν παρατηρείται στον κινηματογράφο, για παράδειγμα, όπου γελάμε ή κλαίμε ή αποδοκιμάζουμε εντελώς αδιάφοροι με το τι κάνει ο διπλανός μας. Το σκοτάδι της αίθουσας μας προστατεύει. Μα πιο πολύ μας προστατεύουν οι σκιές στο πανί. Δεν θα μας ενοχλήσουν με την παρουσία τους.
Στο θέατρο, αντίθετα, από τη στιγμή που κάποιος αγοράζει το εισιτήριο επιλέγει να ενωθεί με μια συλλογικότητα προκειμένου να δει κάτι live. Ως μονάδα δεν χρειάζεται να γνωρίζει γιατί κάποιοι χειροκροτούν ώστε να ταυτιστεί. Ακούει, βλέπει, μιμείται, παρασύρεται. Αυτή ήταν άλλωστε εξαρχής και η δουλειά των παμπόνηρων κλακαδόρων, των επαγγελματιών χειροκροτητών στη Γαλλία και στην Αγγλία του 19ου αιώνα: να κάνουν τον θεατή να αντιδράσει, να εμπλακεί, με τους δικούς τους όρους, στο θέαμα. Ήταν οι οδηγητές/διαμορφωτές των συναισθημάτων της πλατείας, της βιοπολιτικής του θεάματος.
Σύγχρονοι κλακαδόροι
Σήμερα τον ρόλο των πάλαι ποτέ κλακαδόρων, ιδίως στα μεγάλα θέατρα και τις ακριβές παραγωγές (και όχι μόνο), έχουν αναλάβει οι ίδιοι οι παραγωγοί ή φίλοι ή συγγενείς ή βαλτοί ή παρατρεχάμενοι. Θα τους δούμε (και θα τους ακούσουμε) σε όλες σχεδόν τις παραστάσεις, μα πιο πολύ και πιο έντονα στις πρεμιέρες. Εκεί θέλουν να δώσουν και το momentum. Έτσι χειροκροτούν μανιωδώς ή φωνάζουν «μπράβο» θέλοντας να συμπαρασύρουν τον κόσμο και να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα καθολικής αποδοχής του θεάματος. Προσέξτε το τάιμινγκ που ακούγονται τα βροντερά «μπράβο», το μπιζάρισμα κ.λπ. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Και φυσικά ο κόσμος «τσιμπάει» εύκολα, όπως είπαμε.
Μιμείται αυτό που βλέπει και ακούει. Θεωρεί ότι αφού το κάνουν και άλλοι αυτό είναι και το ορθό ή πρέπον, οπότε θέλει να ανήκει και αυτός στη σωστή πλευρά της θεατρικής ιστορίας και της θεατρικής συμπεριφοράς.
Φυσικά αυτό δεν είναι ο κανόνας. Απλώς μια γενική τάση, με πολλές διαφοροποιήσεις. Για παράδειγμα, έχουμε θεατές που χειροκροτούν καθαρά από ευγένεια ή εντελώς μηχανικά ή γιατί θέλουν να αποδώσουν τα εύσημα στην προσπάθεια των καλλιτεχνών ανεξάρτητα εάν τους άρεσε η παράσταση ή είναι και κάποιοι που μπορεί να χειροκροτούν γιατί βαρέθηκαν και επιτέλους τελείωσε η βάσανος της θέασης και ώρα για μια παγωμένη μπύρα. Σε αυτούς το χειροκρότημα είναι εκδήλωση ανακούφισης κ.λπ.
Χειροκρότημα και ποιότητα
Οι λόγοι λοιπόν είναι πολλοί και ποικίλοι. Οπότε, δικαιολογημένα είναι να απορεί κανείς πόσο «αληθινή» είναι αυτή η λαϊκή ετυμηγορία; Πόσο πολύ δηλώνει ποιότητες; Αντί άλλης απάντησης κάνω την εξής υπόθεση εργασίας: Εάν ο όγκος του χειροκροτήματος αποτελούσε και δείγμα ποιοτικής αξιολόγησης, τότε πολύ φοβάμαι ότι οι περισσότεροι συγγραφείς που θεωρούμε ότι είναι κορυφαίοι, όπως ο Μπέκετ φέρ’ ειπείν, ο Μπάρκερ, η Τσέρτσιλ, ο Πομερά, ο Πίντερ και τόσοι άλλοι, δεν θα έβρισκαν θέση στις σελίδες της ιστορίας του θεάτρου ούτε ως υποσημείωση. Στη θέση τους θα ήταν αυτοί που γεμίζουν θέατρα και εισπράττουν το πιο ηχηρό χειροκρότημα.
Με άλλα λόγια, τον ποιοτικό πήχη του θεάτρου μιας χώρας δεν τον ορίζουν μόνο οι καλλιτέχνες με τις επιλογές και το έργο τους. Στο παιχνίδι (εάν είναι παιχνίδι) συμμετέχει και η ετυμηγορία του κοινού. Κάνω αυτή την επισήμανση, γιατί έχουμε την τάση να απαλλάσσουμε τον λαό από κάθε ευθύνη, λες και για όλα τα στραβά του φταίνε οι άλλοι, άρα αυτός δεν χρειάζεται να κάνει κάτι. Μέγα λάθος. Δείτε πόσες παραστάσεις γίνονται πρωτοσέλιδο και εισπρακτική επιτυχία απλά και μόνο γιατί από πίσω βρίσκεται έτοιμο ένα κοινό (ή λόμπι) να τις στηρίξει, ανεξάρτητα από την ποιότητά τους. Δείτε πώς πριν καλά-καλά κάνουν πρεμιέρα ορισμένες παραστάσεις κάποιοι προεξοφλούν την επιτυχία τους ερήμην των καλλιτεχνών. Και φυσικά ο κόσμος τρέχει και ενστερνίζεται, επί το ακριβέστερον «αγοράζει» «αλήθειες» πριν από τις αποδείξεις, δηλαδή, αγοράζει «μετα-αλήθειες» και με τον τρόπο του ενισχύει την χρεοκοπία του πολιτισμού και της λογικής.
Σε κάθε περίπτωση, το θέμα είναι τεράστιο και πολύπλευρο, οπότε το αφήνω για την ώρα και κλείνω το σημείωμά μου εξηγώντας γιατί δεν με κέρδισε η παράσταση της Καρδιάς του Σκύλου, παρά το γεγονός, επαναλαμβάνω, ότι είχε πολλές αρετές.
Πρώτον: Από τον «Σωσία» μέχρι σήμερα έχω δει όλες τις σκηνοθετικές δουλειές της Έφης Μπίρμπα. Και με βάση αυτή την εμπειρία θεωρώ ότι αυτό που μας παρέδωσε στο «Αριστοτέλειο» είναι η καλύτερη έως τώρα δουλειά της. Η πιο υποψιασμένη. Η πιο θεατρική. Αλλά και σε αυτήν ακόμη την ξεχωριστή περίπτωση, η δύναμη της εικαστικού/αρχιτέκτονα που κουβαλά μέσα της δεν της επέτρεψαν να αποκτήσει τον απόλυτο (σκηνοθετικό) έλεγχο του υλικού που διασκεύασε, που δίδαξε, που έντυσε και σκηνογράφησε.
Αντί μιας κάθετης, διερευνητικής ανάγνωσης/βύθισης στα σπλάχνα του παράλογου όσο και αποκαλυπτικού κόσμου του έργου, επέλεξε να κινηθεί πιο πολύ επάνω στην επιφάνεια των σωμάτων και των λέξεων, χωρίς να τα εμπλουτίσει εσωτερικά. Στη σκηνική συνάντηση επιτελεστικών λύσεων από τον χώρο του γκροτέσκο, του παράλογου, του σουρεαλιστικού, του κονστρουκτιβιστικού, του βωβού κινηματογράφου, των καρτούνς και του σλάπστικ, άφησε να εξελιχθεί μια χαριτωμένη παιγνιώδης συντέλεση, η οποία ωστόσο κατέληγε σε γενικότερη θολούρα που εμπόδιζε τα πολύ σημαντικά μηνύματα του Μπουλγκάκοφ να στρογγυλέψουν και να αναδειχθούν. Εάν η σκηνοθεσία έβρισκε μια πιο ισορροπημένη εξίσωση ανάμεσα στην όψη και το περιεχόμενο, το όλον θα ήταν σαφέστατα πιο καθαρό και επικοινωνιακά και αισθητικά.
Δεύτερον: Ο Άρης Σερβετάλης είναι ένας πολύ σπουδαίος ηθοποιός. Μια μοναδικότητα, που κυριολεκτικά ως αίλουρος ακροβατεί ανάμεσα σε λέξεις και συναισθήματα. Μόνο που εδώ, στην προσπάθειά του να λειτουργήσει στα όρια ανθρώπου και ζώου, εγκλωβίστηκε. Η εκφορά του λόγου, σε συνδυασμό με τη σωματική κίνηση, μπορεί στην αρχή να σήμαιναν πολλά και ευανάγνωστα πράγματα, όμως η ανακύκλωσή τους, σε συνδυασμό με την κατά τόπους αχρείαστη υπερβολή, από ένα σημείο και μετά κατάντησαν αυτάρεσκη φλυαρία χωρίς νόημα. Και το κυριότερο, περίπου ακύρωναν τη βασική σκέψη του συγγραφέα που λέει ότι ο άνθρωπος δεν θα πάψει να είναι απρόβλεπτος. Η επανάληψη της επιτελεστικής παρτιτούρας του Σερβετάλη τον έκανε μάλλον προβλέψιμο. Ικανός ηθοποιός που είναι θα μπορούσε και με πολύ λιγότερα να μας παραδώσει πιο πειστικά και ολοκληρωμένα το πονηρό, το αναιδές και κυρίως «επικίνδυνο» τετράποδο που κανένα ολοκληρωτικό ή ευγονικό σύστημα δεν μπορεί να καθυποτάξει. .
Τρίτον: Ο έτερος πρωταγωνιστής, ο «αστός» καθηγητής Αργύρης Πανταζάρας (αντικατέστησε τον Αντώνη Μυριαγκό), μας παρέδωσε μια ερμηνεία μάλλον άχρωμη. Δεν είδαμε τις εσωτερικές του διακυμάνσεις, τις αγωνίες και απορίες του καθώς παρακολουθεί την εξέλιξη του ανθρωπόμορφου πειράματός του. Όπως δεν είδαμε να διαμορφώνονται με περισσότερή καθαρότητα οι σχέσεις του ως θύτη με το θύμα, δηλαδή απουσίαζε η χημεία ανάμεσα στους δύο πυλώνες του μεταμορφωτικού δράματος.
Τέταρτον: Οι φωνές. Αυτές οι απίστευτες στριγγλιές. Όλα στη διαπασών. Προς τι αλήθεια τα χειλόφωνα; Προς τι αυτή η ηχορύπανση; Το στομφάρισμα; Τι εξυπηρετούσε; Να υπογραμμίσει το μήνυμα του συγγραφέα; Μα ούτως ή άλλως το μήνυμα όπως δίνεται στη νουβέλα είναι σαφές. Δεν χρειάζεται περιττά λιλιά για να κατέβει στην πλατεία.
Πέμπτο: Ορθοφωνία Μάλλον ξεχάστηκε, γιατί τις μισές λέξεις τις χάναμε μέσα σε όλο αυτό τον σκηνικό παντζουρλισμό και το αλαλούμ. Εκεί που ηρεμούσαν κάπως τα πνεύματα και τα σώματα, εκεί που οι τόνοι κατέβαιναν ακούγαμε και απολαμβάναμε τον σατιρικό και καυστικό λόγο του συγγραφέα.
Συμπέρασμα: μια πλούσια και απαιτητική παράσταση με καλές στιγμές, αλλά και με μπόλικη φλυαρία που κατέληγε σε σύγχυση. Το κοινό πάντως την καταχάρηκε. Το ότι δεν συμφωνούμε όλοι είναι νομίζω υγιές. Αλλοίμονο εάν υπήρχε απόλυτο consensus. Τότε δεν θα υπήρχε θέατρο ή εάν υπήρχε θα ήταν ένα αρρωστημένο θέατρο αγαπητό μόνο σε αυτούς που κατά βάθος μισούν ή φοβούνται το θέατρο.