Η ΚΟΑ σε ένα ενδιαφέρον, πλην ερμηνευτικά άνισο πρόγραμμα
Ο Γιώργος Μαρκογιαννόπουλος γράφει για τη συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών με τίτλο «Απόηχοι πολέμου»
Λέξεις: Γιώργος Μαρκογιαννόπουλος
Μία εξαιρετικά οργανωμένη από άποψη προγράμματος συναυλία παρουσίασε η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στις 31/10/2025, προτείνοντας υπό τον τίτλο «Απόηχοι πολέμου» δύο αριστουργηματικά έργα: το κονσέρτο για βιολί του Κόρνγκολντ και την Πέμπτη Συμφωνία του Μάλερ.
Η συναυλία αυτή αποτέλεσε τη δεύτερη μεγάλη της νέας καλλιτεχνικής σαιζόν -που άνοιξε και φέτος καθυστερημένα- με την εναρκτήρια πρώτη να δίνεται στις 10/10, σε ένα τετριμμένο και καθόλα ανέμπνευστο πρόγραμμα. Υπό αυτή την έννοια, προσήλθε με προσμονή και προσδοκίες το μουσικόφιλο κοινό των Αθηνών, αξιώνοντας να ακούσει κάτι διαφορετικό από τη χιλιοπαιγμένη Έβδομη Μπετόβεν, και πάντως να απολαύσει μία βραδιά ποιοτικών εκτελέσεων από μία ευρωπαϊκών προδιαγραφών ορχήστρα. Κατά το ήμισυ μόνον ικανοποιήθηκε αυτή η δίψα, γεγονός που οφείλεται λιγότερο στην αέναα βελτιούμενη Ορχήστρα και περισσότερο στους συντελεστές.
Τη μουσική διεύθυνση ανέλαβε ο νεαρός Βρετανός αρχιμουσικός Τζον Γουόρνερ, που μόλις φέτος παρέλαβε το βραβείο του Ιδρύματος Μάλερ, ενώ το κονσέρτο του Κόρνγκολντ κλήθηκε να ερμηνεύσει ο εξάρχων βιολιστής της Συμφωνικής Ορχήστρας του Λονδίνου Ρόμαν Σίμοβιτς. Ας δούμε παρακάτω πώς τα κατάφεραν οι δύο Άγγλοι ερμηνευτές με τα έργα των δύο μεγάλων Αυστριακών.
Τη βραδιά άνοιξε το σπουδαίο κονσέρτο για βιολί και ορχήστρα σε ρε μείζονα, το οποίο συνέθεσε ο Έριχ Βόλφγκανγκ Κόρνγκολντ το 1945, ενώ βρισκόταν εξόριστος, μαζί με άλλους Αυστριακούς εβραϊκής καταγωγής (βλ. Σαίνμπεργκ) στη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ, και αποτέλεσε την επιστροφή του συνθέτη στη λόγια μουσική, έπειτα από μακρά και επιτυχή επίδοσή του στη μουσική κινηματογράφου, που επένδυσε τόσες ταινίες της «χρυσής εποχής» του Χόλυγουντ. Στα καθ’ ημάς τώρα, ο Σίμοβιτς επέδειξε μια βαθιά κατανόηση της γραφής και των υφολογικών χρωματισμών του έργου, προσφέροντας μια ερμηνεία τελειοθηρικής ακρίβειας, αψεγάδιαστης ορθοτονίας και κυρίως πηγαίου λυρισμού. Οι υπολογισμένες δοξαριές του, τα μελίρρυτα βιμπράτι με λαμπερά κρατήματα και στο τρίτο μέρος τα βιρτουόζικα γκλισάντι και πιτσικάτι του δημιούργησαν καθόλη την έγχορδη αφήγησή του ένα δίχως άλλο ονειρικό κλίμα. Εξίσου ικανή υπήρξε η συνοδεία της ορχήστρας υπό τον Γουόρνερ, από την οποία ξεχώρισαν οι αξιοπρόσεκτης διαφάνειας συνεισφορές των ξύλινων πνευστών, με προεξάρχοντα το τρομερό πρώτο κλαρινέτο και το φλάουτο. Παρά την ελλιπή, κατά σημεία, εστίαση ήχου, τα βιολιά απέδωσαν σωστά τα πιανίσιμι, ενώ τα τσέλα τραγούδησαν στα πασάζ τους με αισθαντισμό και πλούσια συγκροτημένο φραζάρισμα. Στα παρατεταμένα χειροκροτήματα του κοινού ο Ρόμαν Σίμοβιτς απάντησε με δύο εκτός προγράμματος έργα: τις Σονάτες αρ. 2 (Obsession) και 3 του θρυλικού Βέλγου βιολονίστα Ευγένιου Ιζαΐ, προσφέροντας δύο αντίστοιχα εντυπωσιακές ερμηνείες.
Η μνημειώδης άρθρωση και ροή, η ποιητική έκφραση και η αψεγάδιαστη τεχνική του κατέστησαν τα ανκόρ αυτά την πλέον αξιομνημόνευτη και κορυφαία στιγμή της όλης βραδιάς. Τη θέση της κορύφωσης όφειλε να κατακτήσει, μετά το διάλειμμα, η εκτέλεση ενός εκ των μειζόνων αριστουργημάτων της Δυτικής Μουσικής, της Συμφωνίας αρ. 5 σε ντο δίεση ελάσσονα του Γκούσταβ Μάλερ, την οποία «γέννησε» ο Αυστριακός συνθέτης στο μικρό παραλίμνιο καλύβι του κατά τα έτη 1901-1902. Το ομολογουμένως περίπλοκο ερμηνευτικά έργο απαιτεί πλήρη συγκέντρωση και συντονισμό των ορχηστρικών δυνάμεων, βαθιά κατανόηση της γραφής, έμπειρη και πειστική διεύθυνση, χαρακτηριστικά τα οποία, δυστυχώς, δεν ήταν παρόντα κατά τη διάρκεια της βραδιάς.
Ήδη από το χαρακτηριστικό εναρκτήριο σόλο, το φανερό φαλτσάρισμα της τρομπέτας προϊδέασε για όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν: μια τεθλασμένη αφηγηματική γραμμή, χωρίς προσήκουσα υφολογική παραγραφοποίηση κατά την εναλλαγή των διαθέσεων και των θεμάτων, με αποτέλεσμα η ούτως ή άλλως ασυνεπής ροή της μουσικής αφήγησης υπό τον Γουόρνερ συχνά να βαλτώνει.
Παρά τα κατά τόπους λάθη των χάλκινων πνευστών (ιδίως πάλι της τρομπέτας), κόρνα και τρομπόνια έπαιξαν με θερμόαιμη δυναμική έκφραση, ενώ από τα ξύλινα ξεχώρισαν οι διαυγείς συνεισφορές του κλαρινέτου και του φαγκότου. Από την άλλη, τα έγχορδα είχαν καλές και κακές στιγμές, με τις τελευταίες μάλλον να επικρατούν, καθώς παρά τα αρχικά σωστά μελετημένα ξεσπάσματα των βιολιών και τη συμπαθή φραστική των βιολοντσέλων, έμεινε τελικά η εικόνα των ασυγχρόνιστων πιτσικάτι στο τρίτο μέρος και η απώλεια ενότητας του ήχου στο τέταρτο (adagietto). Επιπλέον, δεν αναδείχθηκε ικανοποιητικά το πλούσιο εύρος των συναισθηματικών αποχρώσεων και εξάρσεων, ούτε τονίστηκαν τα ιδιωματικά, φολκλορικά μουσικά στοιχεία που με τόση ευφυΐα έχει ενσωματώσει στη γραφή του αυτός ο «μικρός τυμπανιστής» (σ.σ. Μάλερ).
Συνολικά, έλειπε από το εναρκτήριο πένθιμο εμβατήριο η στιβαρότητα και η πειστική ρυθμική αποτύπωση των θεμάτων, ενώ το δεύτερο μέρος δεν αναπτύχθηκε με τη θυελλώδη δύναμη και την υποδόρια μελαγχολία που εκφραστικά απαιτεί, ώστε να είναι όντως «stürmisch bewegt». Τα χορευτικά μοτίβα στο σκέρτσο αποδόθηκαν σωστά, με κρίσιμη την επιτυχή συμβολή των ξύλινων πνευστών, ενώ το σόλο κόρνο του Σίσκου στάθηκε με αξιοπρέπεια, παρότι το εκπληκτικά συντεθειμένο υφαντό των πιτσικάτι ήθελε, όπως είπαμε, καλύτερο συντονισμό. Στο περίφημο adagietto έγινε πράγματι προσπάθεια ανάδειξης του συναισθηματικού φορτίου της γραφής, αν και τεχνικά η μελωδική γραμμή των εγχόρδων υπήρξε, κατά σημεία, ασυνεχής. Πάντως, το φινάλε ήταν επιτυχές, διαθέτοντας ωστικό παλμό, εκρηκτικές κορυφώσεις, μεγαλοπρέπεια ήχου και εν γένει καλό ορχηστρικό συντονισμό, εξασφαλίζοντας ένα εντυπωσιακό κλείσιμο, όπως αρμόζει σε ένα τέτοιο έργο.
*Ο Γιώργος Μαρκογιαννόπουλος είναι Κριτικός μουσικής, μέλος ΕΕΘΜΚ


