Η μεγάλη φυγή

Λένε πως η ιστορία επαναλαµβάνεται, κάνοντας κύκλoυς. Ο ισχυρισμός αυτός ισχύει απολύτως για τα µεταναστευτικά ρεύµατα στην Ελλάδα τον τελευταίο αιώνα. Στις αρχές του 200υ αιώνα η Ελλάδα υπήρξε χώρα υποδοχής µεταναστών, τόσο Ελλήνων µέσω της ανταλλαγής πληθυσμών όσο και αλλοδαπών. Από την περίοδο αυτή παρουσιάζουµε µερικές σπάνιες, προσωπικές ιστορίες στο πρώτο κοµµάτι του αφιερώµατoς […]

Parallaxi
η-μεγάλη-φυγή-29430
Parallaxi
201.jpg

Λένε πως η ιστορία επαναλαµβάνεται, κάνοντας κύκλoυς. Ο ισχυρισμός αυτός ισχύει απολύτως για τα µεταναστευτικά ρεύµατα στην Ελλάδα τον τελευταίο αιώνα. Στις αρχές του 200υ αιώνα η Ελλάδα υπήρξε χώρα υποδοχής µεταναστών, τόσο Ελλήνων µέσω της ανταλλαγής πληθυσμών όσο και αλλοδαπών. Από την περίοδο αυτή παρουσιάζουµε µερικές σπάνιες, προσωπικές ιστορίες στο πρώτο κοµµάτι του αφιερώµατoς στη µετανάστευση. Πρόκειται για ιστορίες που συνέλεξε η οµάδα του “Θεσσαλονίκη Αλλιώς” στο πλαίσιο της δράσης “Το Λιµάνι Αλλιώς” και ειδικότερα στο πλαίσιο της ενότητας “Το Ellis Island της Θεσσαλονίκης”.

Μετά τον δεύτερο παγκόσµιο πόλεµο και τη συµφορά του Εµφυλίου, η φυγή από την πατρίδα σε αναζήτηση ενός καλύτερου µέλλοντος στη Γερµανία, στην Αµερική, και όχι µόνο, ήταν µαζική από το 1960 κ.ε. Σταδιακά, τις δεκαετίες του ’70 και ’80 πολλοί από τους µετανάστες αυτούς επαναπατρίστηκαν, προσπαθώντας να αξιοποιήσουν όσα κέρδισαν από την παραµονή τους στο εξωτερικό. Στη δεκαετία του ’90, αλλά ακόµη και µέχρι τις µέρες µας η Ελλάδα δέχτηκε ένα ακόµη ισχυρό κύµα µετανάστευσης, σε µεγάλο βαθµό παράνοµης. Τούτη τη φορά ως χώρα υποδοχής. Το ζήτηµα παραµένει µείζον και µάλιστα µε ευρωπαϊκές πλέον διαστάσεις µέχρι και σήµερα.

Σήµερα, όµως, η κρίση γεννά άλλη µία τάση µαζικής αποχώρησης από την Ελλάδα. Μάλιστα, αυτή αφορά σε µεγάλο βαθµό τη διαρροή επιστηµονικού δυναµικού, µίας ακόµη εστίας εθνικού προβληµατισµού…

Μαρτυρίες

Πόντος. Σόχουµ. Ο πατέρας σου έφηβος, Ματθαίος το όνομά του… Όμορφος. Η Οικογένεια προκομμένη, μητριαρχική, η μητέρα πελώρια αγκαλιά. Τα πράγματα στενεύουν. Μόχθος, κάµατος, ΔΙΩΓΜΟΣ, ΕΞΟΔΟΣ… ΕΛΛΑΔΑ… ΘΡΑΚΗ… ΞΑΝΘΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ… μεγαλώνεις, φεύγεις… ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ. 1922… Πιάνεις δουλειά… νιώθεις ξένος… η πόλη αρχίζει να γεµίζει κι άλλους ξένους… κι αυτοί μυρίζουν θάλασσα… κι αυτοί νοικοκυραίοι ήτανε εκεί… τώρα τους απολυμαίνουν σαν φτάσουν στο καραµπουρνού λες και είχανε χολέρα… τραγουδάς… είσαι νέος όμορφος και ξένος. «Πατρίδα µου αραεύω σε αµόν καταραμένος, στα ξένα είμαι Έλληνας και στην Ελλάδα ξένος»… προξενιό µε την όμορφη Δραµινή Κατερίνα… Γάμος… Γέννηση του πρώτου γιου… 1926… ακολουθούν δυο όμορφες κόρες… δύσκολη ζωή, ο πατέρας αρρωσταίνει πεθαίνει… η Κατερίνα 25 ετών χήρα µε τρία παιδία… εσύ ο πρωτογιός άντρας ετών 9 εισάγεσαι στο Ίδρυμα… εκείνο το μεγάλο για τα αγόρια… είσαι μικρός, αδύνατος µε μεγάλα πράσινα διάφανα µάτια… τα βράδια κλαίς στο κρεβάτι σου… θέλεις τη μαμά σου… τη ζητάς και τη μισείς. Δάκρυα και μύξες… μπορεί και να κατουράς το κρεβάτι σου… όμως είναι για το καλό σου… θα μάθεις γράμματα και τέχνη… οι φακές έχουν πετραδάκια και το ψωμί είναι ξινό και στεγνό… Γνωρίζεις τη μουσική … Φλάουτο… ο δάσκαλος καλός, μαθαίνεις … γράμματα στην μαμά, φωτογραφίες µε αλλά κοκαλιάρικα παιδιά… αφιερωμένη στην αγαπημένη µου μητέρα… Βασίλης… έφηβος νεαρός άντρας… Έξοδος … Με απολυτήριο Γυμνάσιου έμαθες να λύνεις και να δένεις τη μηχανή του αυτοκίνητου, ξέρεις και γράμματα, είχανε δίκιο οι συγγενείς που επέμεναν να µπεις στο Ίδρυμα … κανένας δεν σε ρώτησε αν τα βράδια δάγκωνες το μαξιλάρι σου… νέος και όμορφος άντρας γυρνάς στο σπίτι σου, οι αδερφές σου όμορφες έτοιμες για παντρειά… η μάνα σ’ αγκαλιάζει… δεν ξέρεις τι σημαίνει αγκαλιά… ακόμα θυμάσαι το σκληρό σεντόνι και την κουβέρτα που ήταν σαν γυαλόχαρτο… Δεκαετία του 1950 αρχίζεις να δουλεύεις και να κάνεις φίλους και να τραγουδάς και να µια μοδιστρούλα πήγαινε για πρόβα ήτανε ωραία και μελαχρινή και ένας μάγκας για να την πειράξει τα φιγουρίνια της λέει σας πεσόν δεσποινίς… έρωτας, η Νίκη ήταν όμορφη… διωγμένη από την Πόλη η οικογένεια της… Άλλος διωγμός … εγκατάσταση στην Ανδριανούπολη σημερινή ΕΝΤΙΡΝΕ… ούτε και εκεί προκοπή … φευγιό, εγκατάσταση στην Θεσσαλονίκη… εκεί κάπου στη Νεάπολη οι Άγγλοι ρίχνουν βόμβες, το σπίτι γκρεμίζεται… μάνα πατέρας νεκροί, ο Σάββας ο μεγαλύτερος αδερφός πεθαίνει την άλλη μέρα… ήτανε του Άγιου Σάββα που λέει η παράδοση ότι σαβανώνει… σαβάνωσε και το Σάββα, µόνοι ξένοι και ορφανοί… εσύ και ο μικρότερος αδερφός σου στα χαλάσματα… μετά δυο μέρες σας μάζεψε η Πρόνοια … έφτασε η θεία και νονά σου σας αγκάλιασε… ΟΧΙ… δεν θα πάνε στο Ίδρυμα… εγώ θα τα πάρω… Συνοικισμός 151… Βομβόπληκτα… μικρά σπιτάκια για τους βομβαρδισμένους… οδός Κλεάνθoυς κοντά στην Αγία Βαρβάρα και η νονά γλυκιά τρυφερού σαν τη Φανουρόπιτα που έκανε συχνά Δώρο στον άγιο… κοπέλα στη μοδιστρική… κορίτσια και αγόρια στον Μπαξέ… σε βλέπει τον βλέπεις είναι όμορφος είσαι κούκλα… η νονά και ο νονός σε περιμένουν στην Παπαναστασίου έξω από το βρεφοκομείο… άργησες… η αγάπη ήρθε και μετά ραντεβού κρυφά στην αγία Μαρίνα… κι αρραβώνας και χαρά και τώρα εκείνος δεν νιώθει µόνος, έχει εσένα και σε λίγο κρατάει την πρώτη του κόρη και μετά και την άλλη την μικρότερη… και έχει οικογένεια και δεν είναι πια µόνος και η οδός Κλεάνθους μοσχοβολά βασιλικό και άσβεστη… και τώρα πια έκατσε και ρίζωσε στην πόλη που γεννήθηκε τον Γενάρη του 1926… Τώρα μπαμπά η πόλη είναι αλλιώς, τώρα όλα σε θυμίζουν απλά και αγαπημένα, τώρα τι κι αν είμαι μεγάλο κορίτσι… τώρα µου λείπεις πιο πολύ… Κατερίνα… Κατερίνα Γκαμπράνη

Ο πατέρας µου ποτέ δεν µας μίλησε για την προσφυγιά των γονιών του από την Τραπεζούντα του Πόντου στην Ελλάδα. Ούτε ο πατέρας του μιλούσε. Ο πόνος, η πίκρα, η ταλαιπωρία, ο εξευτελισμός, η απώλεια (ανθρώπινη και υλική) ήταν αβάσταχτη που την πνίξανε σαν μνήμη. Τι να πούνε; Ότι μιλούσε ο παππούς Χαράλαμπος πέντε γλώσσες και έκανε εμπόριο σταριού από την Τραπεζούντα στην Περσία, είχε ένα φούρνο µε 23 εργάτες, ήρθε στην Ελλάδα φέρνοντας χρυσό και διαμάντια που τα αντάλλασσε µε αξίνες και φτυάρια για να καλλιεργήσει τον κλήρο που του έδωσαν, αλλά δεν είχε ιδέα από γεωργία; Δεν άντεξε τελικά… Ανώνυμη

Το 1922 ήλθαν οι δικοί µου από την Κωνσταντινούπολη: Ο παππούς Αναστάσιος Πιαλόγλου, η γιαγιά Ραχήλ Πιαλόγλου, η μαμά Θεανώ Πιαλόγλου -Καλλιγιάννη, η θεία Ελένη Πιαλόγλου. Ο παππούς, δεν τον γνώρισα, µόνο το κασελάκι µε τα κοκαλάκια στην Ευαγγελίστρια, το νεκροταφείο, που πήγαινα µε τη γιαγιά µου. Ο παππούς, µου εξιστορούσαν, είχε κατάστημα στο Συντριβάνι που πουλούσε τροφές για τα ζώα. Η γιαγιά γνώριζε όλες τις λειτουργίες µας στα ελληνικά αλλά δεν γνώριζε καλά την ελληνική γλώσσα. Η μητέρα µου επειδή πήγαινε σε γαλλικό σχολείο στην Κωνσταντινούπολη, γνώριζε και τις δύο γλώσσες. Η μαγειρική της γιαγιάς και της μαμάς ήταν τόσο εξαίρετη που τη συνεχίζω χωρίς καμιά παραλλαγή. Η θεία ήταν γαζώτρια στο εργοστάσιο, μέσα στο λιμάνι, το «Von Baum», απ’ όπου πήρε και σύνταξη… Ευαγγελία Καλλιγιάννη

Η γιαγιά µου γέννησε 5 παιδιά. Όλα σε διαφορετικό μέρος όπως ερχόταν πίσω από την Προύσα (Κιουπλίον Προύσας) και μέχρι να εγκατασταθούν μόνιμα στο συνοικισμό Κιουπλιά στις Σέρρες. Ο μεγαλύτερος γιος γεννήθηκε στην Κων/πολη και το μικρότερο κορίτσι στο Σιδηρόκαστρο Σερρών. Από το τελευταίο πέθανε 20 χρονών στη γέννα και η μοναχοκόρη της στα 20 της μετανάστευσε στον Κανάδα αφού κλέφτηκε µε τον άνδρα της, 20χρονος κι αυτός. Σήμερα ζουν ακόμη εκεί µε την ελπίδα κάποτε της επιστροφής. Έχουν κάνει τρία παιδιά και δυο εγγόνια, αλλά τώρα που τα δικά τους παιδιά μεγαλώνουν πήραν 11 εγκαταλελειμμένα lνδιανάκια από τα οποία τα τέσσερα τα έχουν ήδη υιοθετήσει και όλα τα άλλα μεγαλώνουν µε την αγάπη για την Ελλάδα, µε την ελληνική γλώσσα κα ελληνικά ονόματα. Ο Θεολόγης, ο Λέανδρος κ.λ.π. ελπίζουν κάποτε να βρουν τα χρήματα που χρειάζονται για να ταξιδέψουν µε όλα τα παιδιά στον τόπο µας που τα μάθανε να τον αγαπούν! Ανώνυµος

Μεταναστόπουλο 1961-67 στη Γερμανία, γονιών που πήγαν εκεί να βρουν δουλειά. Ξένη µε φώναζαν τα παιδιά εκεί, μαύρη σαν σοκολάτα… κι όταν γύρισα, στα 9 µου, ξένη, Γερμανίδα µε λέγανε τα παιδιά εδώ… Η αίσθηση της ξενότητας σφράγισε για χρόνια τη ζωή µου και μαζί µια αίσθηση πως πατρίδα είναι ο χώρος όπου έχεις «δικούς» σου ανθρώπους. Εδώ και χρόνια δουλεύοντας σε σχολείο της πόλης µας µε πολλά μεταναστόπουλα, ζω µε μεγάλη συμπάθεια για τα προβλήματά τους, προσπαθώντας να γεφυρώνω -στο μέτρο των δυνατοτήτων µου – τα χάσματα ανάμεσα στα «ελληνάκια» και τα «ξενάκια». Ιστορίες ζωής… Καταστάσεις που, εν δυνάμει, μπορούν να αφορούν τον καθένα «τακτοποιημένο»… Σημασία έχει, oι άνθρωποι να μιλάμε … Κατερίνα Καούκη

Η γιαγιά µου και ο παππούς µου μετανάστευσαν σε ένα μικρό χωριό της Αυστρίας, χωμένο πραγματικά μέσα στις Άλπεις. Από διηγήσεις γνωρίζω πως υπήρχαν κάποιοι που είχαν προσκλήσεις από εργοστάσια και βιομηχανίες που βρίσκονταν εκεί, τις οποίες πουλούσαν σε όσους ήθελαν να δουλέψουν εκεί. Έτσι λοιπόν αγόρασε µια τέτοια πρόσκληση και ο παππούς µου και βρέθηκε στο Bludenz της Αυστρίας. Αφού εγκαταστάθηκε και διαπίστωσε πως πληρωνόταν καλά και οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πολύ καλύτερες απ’ ότι στη χώρα του, αποφάσισε να πάρει μαζί του τη γιαγιά µου και τρία του παιδιά. Ο θείος µου μένει ακόμη εκεί και έχει χτίσει τη ζωή του εκεί καθώς είναι παντρεμένος µε αυστριακή γυναίκα και έχει δυο παιδιά εκεί. Τα άλλα δυο παιδιά του γύρισαν πίσω. Η γιαγιά µου αγάπησε πολύ το λαό αυτό και παρά τις όποιες δυσκολίες έλεγε πάντα πόσο καλά της φέρθηκαν. Γεωργία

Ήμουν 10 χρονών όταν οικογενειακώς μεταναστεύσαμε στην Αμερική! Έχω νιώσει το ρατσισμό γιατί εκεί που πήγαμε ήμασταν οι µόνοι ξένοι. Το 1969 χρειαζόντουσαν γαζώτριες, έτσι πολλές οικογένειες μετανάστευσαν για το Upper Darhy, Philadelphia. Περάσαμε πολλά εμείς τα παιδιά, µας κορόιδευαν, µας χτυπούσαν, δεν µας δεχόντουσαν µε τίποτα. Ξέρω τι σημαίνει ρατσισμός γιατί τον ένιωσα! Μακάρι να µην υπήρχε, γιατί όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίδιοι! Nancy

Ο Γρηγόριος Σκάκας γεννήθηκε στο χωριό Πικριβενίτσα (Αµυγδαλιές) Γρεβενών το έτος 1892. Σύμφωνα µε τα αρχεία του μουσείου Ellis μετανάστευσε στις ΗΠΑ στις 22 Ιουνίου 1920 και έζησε στη Νέα Υόρκη και στο Μάντσεστερ της πολιτείας Νιού Χάμπσαϊρ της Αμερικής. Επισκεπτόταν κατά διαστήματα την Ελλάδα όπου ζούσε η σύζυγός του µε τις δυο κόρες του και επέστρεψε οριστικά το 1949. Θυμάμαι µε συγκίνηση, ακόμη και σήμερα, όταν ήμουν 5 ετών τη στιγμή της άφιξής του να κατεβαίνει τη σκάλα του πλοίου στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Αθανάσιος Παπατζήκας, εγγονός

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα