Η μέρα που γεννήθηκα
Τη μέρα που γεννήθηκα δεν τη θυμάμαι. Η μάνα μου επιμένει ότι η 5η Νοεμβρίου 1960 ήταν Σάββατο, κι ότι εγώ γεννήθηκα στις 5 το πρωί. Σε λίγο θα ξημέρωνε μια μέρα μ’ έναν λαμπερό ήλιο, πράγμα όχι πολύ συνηθισμένο στα Τρίκαλα της εποχής εκείνης. «Είσαι σίγουρη;», την ξαναρωτάω κάθε φορά. Ακόμα και τώρα. «Φυσικά […]
Τη μέρα που γεννήθηκα δεν τη θυμάμαι.
Η μάνα μου επιμένει ότι η 5η Νοεμβρίου 1960 ήταν Σάββατο, κι ότι εγώ γεννήθηκα στις 5 το πρωί. Σε λίγο θα ξημέρωνε μια μέρα μ’ έναν λαμπερό ήλιο, πράγμα όχι πολύ συνηθισμένο στα Τρίκαλα της εποχής εκείνης. «Είσαι σίγουρη;», την ξαναρωτάω κάθε φορά. Ακόμα και τώρα. «Φυσικά και είμαι! Ναι, είχε λιακάδα!», απαντά, απορώντας για την επιμονή μου.
Ρωτάω και ξαναρωτάω γιατί αλλιώς τη φαντάζομαι εγώ την ημέρα εκείνη.
Γεννήθηκα σ’ ένα μικρό ισόγειο σπίτι που έβγαινε σε μια αυλή, κοινή με άλλους γείτονες. Δίπλα μια καρβουναποθήκη. Κι από την άλλη το ποδηλατάδικο του πατέρα μου.
Το χειμώνα πήγαινα πολύ συχνά στο μαγαζί και καθόμουνα δίπλα στη σόμπα, παρέα με τους πελάτες και φίλους του μπαμπά. Μια συνεχής, ατέλειωτη βροχή άρχιζε στα τέλη Σεπτεμβρίου και πήγαινε μέχρι τα τέλη Μαρτίου, μια βροχή που σ’ έκλεινε μέσα. Και σ’ έστρεφε προς τα μέσα σου. Έσταζε ασταμάτητα. Και χιόνια, πολλά χιόνια, κάτασπρα. Από τη ζεστασιά του μαγαζιού έβλεπα έξω να ‘χει τόσο πολύ χιόνι ο δρόμος, ο κεντρικός δρόμος της πόλης, που είχαν ανοίξει ένα μονοπάτι, ένα χαντάκι στη μέση του για να κυκλοφορούν οι πεζοί. Έβλεπα μόνο τα κεφάλια να περπατάνε. Τα κορμιά δεν φαίνονταν, κρυμμένα πίσω απ’ το τείχος του χιονιού.
Καθόμουν στα ζεστά, μύριζα το λάδι και το γράσο απ’ τα εργαλεία του μπαμπά, άκουγα τις ιστορίες των αντρών και ταξίδευα στο άσπρο. Ιστορίες από το αντάρτικο (ήταν νωπές ακόμα οι μνήμες, τότε στα 1965-1968), περιπέτειες από τα ορεινά χωριά και τις δουλειές του κάμπου, ιστορίες για εγγλέζικες λίρες θαμμένες σε κρυψώνες στα βουνά («…έχω μια πληροφορία!», ερχόταν πάντα με θριαμβευτικό και συνωμοτικό ύφος ο ασπρομάλλης κυρ-Βαγγέλης). Και παραμύθια, πολλά παραμύθια, όπου τα πάντα ήταν απίθανα και εφικτά, παράξενα και πιστευτά. Το χιόνι άλλαζε συνέχεια μορφή.
Έτσι, από κείνους τους αγράμματους, λαϊκούς ανθρώπους έμαθα ότι εκεί έξω στο άσπρο χιόνι που αγαπούσα εγώ, δεν υπήρχε μόνο μία πραγματικότητα αλλά ότι υπήρχε κι άλλη μία κάτω από την επιφάνειά του. Κι ακόμα μία παρακάτω, κι άλλη, κι άλλη. Μπορούσες ακόμα και να την επινοήσεις. Την πραγματικότητα.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Ακολούθησαν χρόνια εφηβείας, χρόνια φοιτητικά, χρόνια στα οποία οι παλιές ιστορίες έδωσαν τη θέση τους σε σύγχρονες περιπέτειες, σε ερωτικές ιστορίες, στην Ιστορία, στα μεγάλα οράματα και στις κοινωνικές αλλαγές, σε παραμύθια και παραμυθιάσματα, στη φιλοσοφία.
Μέχρι που άρχισα να κάνω ταινίες, άρχισα να φτιάχνω, να επινοώ καινούργιους κόσμους, δικούς μου. Σενάρια με δομή, χρόνο, τόπο, ήρωες, δραματουργική εξέλιξη, κορυφώσεις, λύσεις. Μυθοπλασία, φιξιόν όπως το λέμε εμείς. Μου άρεσαν οι ασπρόμαυρες ταινίες, ήθελα να κάνω μία –δεν την έκανα ακόμα.
Και μετά μπήκε και το μαύρο στη ζωή μου, απότομα. Τότε που χάθηκε σ’ αυτό ο αδελφός μου ο Παναγιώτης. Κάποια γενέθλιά μου -φαντάρος με άδεια ήμουν- τα περάσαμε μαζί πάνω στα βουνά, μέσα σ’ ένα παροπλισμένο παλιό λεωφορείο που ένας φίλος του το είχε κάνει σπίτι του. Η 5η Νοεμβρίου 1988 ήταν ένα κάτασπρο χιονισμένο ορεινό λιβάδι μ’ ένα λεωφορείο χωρίς ρόδες που έβγαζε καπνό από ένα μπουρί της οροφής. Καθισμένοι σε θέσεις επιβατών, γύρω από τη σόμπα οι τρεις μας, μιλάγαμε για ταξίδια, κάναμε ταξίδια. Κι έξω από το τζάμι να χιονίζει. Πολύ χιόνι. Ταξιδεύαμε στο άσπρο μέχρι που, τρία χρόνια αργότερα, η μοτοσυκλέτα του Παναγιώτη χτύπησε με φόρα πάνω στο μαύρο.
Στους σκοτεινούς μήνες που ακολούθησαν ανακάλυψα το βάλσαμο της ποίησης. Και μαζί της ανακάλυψα τη μαγεία να αλλάζει ο χρόνος, ο τόπος και ο ήρωας μέσα σε μια γραμμή, σ’ έναν και μόνο στίχο.
Συνέχισα να κάνω ταινίες μυθοπλασίας, ωστόσο. Με στέρεη δομή και γερά υλικά –είχα σπουδάσει στο μεταξύ και στο Πολυτεχνείο, δεν ξεχνιέται εύκολα η «Αντοχή των υλικών»!
Κι ενώ όλα έδειχναν ότι θα συνέχιζα σ’ αυτόν τον δρόμο, κάποια στιγμή σα να έφτασα χωρίς να το καταλάβω σ’ ένα σταυροδρόμι –σ’ ένα απ’ αυτά που φτάνει πάντα το παλληκάρι του παραμυθιού, και δεν ξέρει ποιόν δρόμο να πάρει- κι ακολούθησα, από περιέργεια περισσότερο, τον δρόμο του ντοκιμαντέρ: άνθρωποι που μιλάνε στο φακό, που λένε ιστορίες. Τις μικρές τους καθημερινές ιστορίες. Αλλά και τις άλλες τους ιστορίες, αυτές που έπεσαν στη δίνη της Ιστορίας.
Κι εκεί άρχισα ν’ ακούω παλιούς, γνώριμους ήχους, να ξαναβρίσκω τα λόγια των παραμυθάδων του ποδηλατάδικου του μπαμπά, να ξαναβλέπω βλέμματα και χειρονομίες που σε ταξιδεύουν μέσα βαθιά, πέρα μακριά.
Και τον συνέχισα τον δρόμο αυτόν.
Εγώ δεν ήθελα, φαίνεται, να φτιάχνω ιστορίες. Να τις ακούω ήθελα. Κι επειδή δεν τις άκουγα συχνά, άρχισα να τις λέω εγώ, με εικόνες.
Πολλοί βλέπουν τώρα τα ντοκιμαντέρ μου και με ρωτάνε «…πώς καταφέρνω και κάνω τους ανθρώπους να μιλάνε τόσο αληθινά και τόσο ζωντανά». Δεν ξέρω στ’ αλήθεια. Ίσως επειδή θέλω τόσο -μα τόσο- πολύ να τους ακούω να αφηγούνται την ιστορία τους, ίσως επειδή με πιστεύουν ότι στ’ αλήθεια θέλω να τους ακούω. Εκείνες τις ώρες που είμαι μαζί τους ξαναγίνομαι το παιδί του χιονισμένου μαγαζιού των Τρικάλων που ανοίγει τα μάτια και ακούει και διακόπτει και ρωτάει και «γιατί» και «πώς» και «μα, γιατί δεν έγινε αλλιώς;» και ξανά πάλι ακούει με τα μάτια ορθάνοιχτα. «Και μετά;»
Η μάνα μου επιμένει ότι η μέρα που γεννήθηκα, η 5η Νοεμβρίου 1960, ήταν Σάββατο κι ότι εγώ γεννήθηκα στις 5 το πρωί. Σε λίγο θα ξημέρωνε, λέει, μια μέρα μ’ έναν λαμπερό ήλιο, πράγμα όχι πολύ συνηθισμένο στα Τρίκαλα της εποχής εκείνης.
Την αφήνω να λέει τα δικά της.
Εγώ λέω ότι εκείνη την ημέρα είχε χιονίσει πολύ, το είχε στρώσει για τα καλά. Το χιόνι συνέχιζε να πέφτει αθόρυβα. Μια πόρτα έτριξε κι η γειτόνισσα πέταξε τα ψίχουλα. Λίγα σπουργίτια φτεροκόπησαν στο χιόνι, τσιμπολογώντας για να καθαρίσουν τους λεκέδες πάνω στο άσπρο. Η πόρτα έκλεισε πάλι βιαστικά. Ησυχία τριγύρω. Μυρωδιά απ’ τη φωτιά που είχαν ανάψει μέσα στην καρβουναποθήκη για να μην ξεπαγιάσουν. Ο καπνός. Ένας χαμηλός ήχος από τη λίμα του μπαμπά που τρόχιζε κάποια ρόδα ποδηλάτου. Ένα τραγούδι, -να ‘ταν νανούρισμα άραγε; κάποιο λαϊκό τραγούδι;- απ’ τη σιγανή φωνή της μαμάς δίπλα μου. Κι εγώ, ήσυχος, να κοιτάω το άσπρο να πέφτει στο παράθυρο. Και ν’ ακούω ιστορίες, που έρχονται από το μέλλον.
Βασίλης Λουλές Σκηνοθέτης
*Γράφτηκε ως αντίδωρο στις ευχές των φίλων μου στο facebook τη μέρα των γενεθλίων μου. Τους ευχαριστώ απ’ τη καρδιά μου.
**Η φωτογραφία τραβήχτηκε από τον αδελφό μου Παναγιώτη, στα γενέθλιά μου, 5 Νοεμβρίου 1988, στο Περτούλι Τρικάλων.
***ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το ντοκιμαντέρ “Φιλιά εις τα παιδιά” του Βασίλη Λουλέ σύντομα θα προβληθεί και πάλι στο Μουσείο Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Διαβάστε ακόμα άλλα κέιμενα του Βασίλη Λουλέ εδώ