Η μέθη της εξουσίας
Η αδυναμία τόσο του θεσμού όσο και του λαού να αντιληφθούν τη σοβαρότητα της κρίσης προσομοιάζει δυστυχώς μίας ψύχωσης
Η εποχή του κυνισμού, της καχυποψίας, της ηθικής ή θεσμικής κρίσης που τόσο συζητείται —πρωτοστατούντων μάλιστα όσων εμπράκτως επιτάχυναν ως τώρα τις διαδικασίες της— είναι η μία μόνον όψη του νομίσματος. Η άλλη όψη είναι αυτή της μέθης της εξουσίας, μίας μορφής εξάρτησης από την δύναμη, την ισχύ, την εξουσία, μίας μορφής ύβρεως που παραγνωρίζει την ταπεινότητα, το μέτρο, άρα και κάθε ηθικο-πολιτικό περιορισμό στην άσκησή της.
Δεν εξιδανικεύω τους κλασικούς, όπως θα ήθελε ο Μπέρτραντ Ράσελ. Ήταν κι εκείνοι βουτηγμένοι στην ανοησία, το σφάλμα και την ύβρι. Αποδεδειγμένα αμετροεπείς μεν, είχαν δε μία εξήγηση και μία πρόγνωση για αυτό το πάθος: την κάθαρση. Κι ενώ ο Μεσαίωνας μετέφρασε αυτήν την ταπεινότητα σε υποταγή, η Αναγέννηση επανέφερε τον ανθρωποκεντρισμό, μαζί του όμως και την καταστροφή. Όσο για τη νεωτερικότητα του Διαφωτισμού, αυτή γέννησε τις επαναστάσεις, αλλά μαζί τους και την απομάγευση, μαζί και την ανόητη πίστη στην ή προσδοκία της ανθρώπινης θέωσης, μαζί και τη ριζική ανατροπή της υποκειμενικότητας, από υπο-κείμενο σε κυρίαρχο υπερ-κείμενο.
Όσοι προσεκτικά διαβάζουν την πολιτική και διεθνή θεωρία, γνωρίζουν ότι ακόμη και όταν κοιτάξαμε πέρα από τον άνθρωπο προς το σύστημα, η κάθαρση ήταν πάντοτε εκεί ως μία μορφή όχι φυσικής αλλά συστημικής δικαιοσύνης και επαναφοράς της τάξης και του μέτρου. Τουλάχιστον μέχρι το λεγόμενο «τέλος των ιδεολογιών».
Οι κυρίαρχες πλέον διεθνολογικές κι πολιτικές αφηγήσεις αφορούν απλώς τη μεγιστοποίηση της ισχύος με κάθε κόστος. Ο νεοφιλελεύθερος ορθολογισμός δεν επιτάχυνε απλώς τις διαδικασίες της ύβρεως, αλλά τελειοποίησε τις φρούδες προσδοκίες της νεωτερικότητας. Η νεωτερική έμφαση στην τεχνική μετασχηματίστηκε, τελειοποιήθηκε σε μία μορφή ωφελιμιστικής και λειτουργικής οπτικής που παραγνωρίζει πλήρως κάθε ηθικο-πολιτικό περιορισμό στο όνομα της μεγιστοποίησης της ισχύος, εννοούμενης πρωτίστως με τρόπο πλέον υλικό. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο πως σύγχρονες πολιτικές, διεθνολογικές και οικονομικές θεωρίες διέπονται όλες, από κοινού, από μία κοινή τεχνική και οικονομική λογική.
Η μέθη της εξουσίας επανέρχεται και νομιμοποιείται ως κοινή λογική, ορθολογιστική επιλογή, αναγκαιότητα. Ομοίως και η περιφρόνηση των θεσμών και των ηθικο-πολιτικών ενστάσεων, η αδιαφορία για το Σύνταγμα και τη λειτουργία της δημοκρατίας.
Αν νομίζετε ότι η εξήγηση της σύγχρονης πολιτικής συγκυρίας εξαντλείται απλώς σε μία ανάλυση που επιμένει στα προφανή μίας ανάλυσης προνεωτερικού τύπου αλά γκρέκα, όπως το αυτονόητο της κατάχρησης της εξουσίας από τα τέκνα μιας περιώνυμης οικογενείας που οικειοποιείται θεσμούς, Σύνταγμα και εξουσία, ίσως να κρίνετε ορθώς. Όμως η λαϊκή αποδοχή της δυσμενούς συγκυρίας παραμένει ανεξήγητη. Ο νεοφιλελεύθερος ορθολογισμός (μαζί με την άλλη όψη του νομίσματος, τον κυνισμό) έχει ήδη διατρέξει και το υπόλοιπο της κοινωνίας.
Η αδυναμία τόσο του θεσμού όσο και του λαού να αντιληφθούν τη σοβαρότητα της κρίσης προσομοιάζει δυστυχώς μίας ψύχωσης που (πλην της νοητικής) διέπεται και από έκπτωση ηθική. Κι αυτή η έκπτωση είναι απλώς μια υπενθύμιση μοναδοποίησης. Κι αυτά σας τα γράφει κάποιος που πάντα ανησυχεί όταν η πολιτική ανάλυση φλερτάρει με τη ψυχιατρική. Το βέβαιο πάντως είναι ότι αυτή η διαταραχή οδηγεί αναπόδραστα στην καταστροφή. Ακόμη και αν η διαδικασία αυτή ανατραπεί ή παρεμποδιστεί με αντιστάσεις θεσμικές, όσο ο λαός —αυτό που οι πλείστοι εξ ημών ορίζουν ως κοινωνία— παραμένει αδρανής, αδιάφορος, βουβός, μόνον το σύμπτωμα θα θεραπευθεί.
Ίσως να είμαστε ήδη χαμένοι, ιδίως όταν οι πνευματικότεροι και αξιότεροι ημών παραπέμπουν αντί του Μπέρτραντ Ράσελ στον Λόρδο Όουεν για να περιγράψουν την ψύχωση των ανασφαλών και αυταρχικών ηγετών που τους οδηγεί στην παρακολούθηση του περιβάλλοντός τους. Αυτή η πνευματική ένδεια δεν παλεύεται, μονάχα ενθυμείται και εξιδανικεύεται απλώς ως υπενθύμιση. Δεν ενεργοποιεί τον λαό, που έχει τα δικά του, απλώς θεσμοποιεί.