Η νέα κριτική: (Περι)γραφικά ήθη
Ο χώρος της κριτικής δεν είναι αγγελικά πλασμένος. Όπως δεν είναι (και δεν ήταν ποτέ) κανένας άλλος χώρος.
Ένα σύντομο σημείωμα περί κριτικής που προέκυψε εντελώς αναπάντεχα. Καθώς διάβαζα σήμερα το πρωί ένα μεγάλο διεθνές θεατρικό περιοδικό, έπεσε το μάτι μου επάνω στις “οδηγίες προς συγγραφείς” (submission guidelines), όπου έγραφε, μεταξύ άλλων, ότι προτιμώνται κυρίως οι κριτικές που περιγράφουν (descriptive reviews) μια παράσταση, παρά οι κριτικές που επικρίνουν ή αξιολογούν (judgemental reviews–η λέξη που χρησιμοποιεί).
Δεν θα έδινα σημασία εάν το περιοδικό αυτό ήταν μια αδιάφορη, μικρή σε εμβέλεια, έκδοση χωρίς κάποιο εκτόπισμα. Όπως δεν θα έδινα σημασία εάν η θέση του περιοδικού ήταν μια μεμονωμένη τοποθέτηση. Όμως, συμβαίνει το διαμετρικά αντίθετο. Το περιοδικό βρίσκεται, όπως και πολλά άλλα, στην καρδιά του πνεύματος της εποχής. Είναι ένα καταξιωμένο περιοδικό με πολύ σπουδαίους και επιδραστικούς θεατρανθρώπους στη διεύθυνση του και οι θέσεις που εκφράζει αφορούν πάρα πολλούς. Φυσικά και δεν πρόκειται για κεραυνό εν αιθρία.
Εδώ και καιρό η τάση αντικατάστασης του κριτικού λόγου από έναν ανώδυνο, περιγραφικό λόγο γίνεται ολοένα και εντονότερη. Ζούμε σε μια ιστορική στιγμή όπου ναι μεν όλοι θέλουν να κάνουν ομελέτα (με τα δικά τους υλικά), όμως κανείς δεν θέλει να σπάσει αυγά. Και σκέφτομαι: Υπάρχει κριτικός λόγος χωρίς τη δυνατότητα (και την “επικινδυνότητα”) κάποιας κριτικής τοποθέτησης; Κι αν ναι, ποιος αλήθεια κερδίζει με τον αφανισμό, την αποδυνάμωση, την “ενοχοποίηση” ή την απαξίωσή του και τι; Μήπως κερδίζουμε περισσότερη δημοκρατία; Περισσότερη ισότητα; Περισσότερη δικαιοσύνη; Περισσότερη ελευθερία έκφρασης; Περισσότερο σεβασμό; Τι, τέλος πάντων;
Και το πιο περίεργο: γιατί άραγε η τάση αυτή βρίσκει τόσους υποστηρικτές ανάμεσα στους καλλιτέχνες του θεάτρου; Τι θα κερδίσουν εάν εξαφανιστεί ή ισοπεδωθεί ο κριτικός λόγος; Θα γίνουν καλύτεροι; Σοφότεροι; Δημιουργικότεροι; Πώς φαντάζονται άραγε ότι μπορεί να σφυρηλατηθεί ο εποικοδομητικός διάλογος του κριτικού με την καλλιτεχνική κοινότητα; Με τις περιλήψεις, τις περιγραφές ή τα εγκώμια;
Ας το ξεκαθαρίσουμε: ο χώρος της κριτικής δεν είναι αγγελικά πλασμένος. Όπως δεν είναι (και δεν ήταν ποτέ) κανένας άλλος χώρος. Έχει και αυτός τις πολλές μελανές του σελίδες, τις μουντζούρες του, τους λεκέδες του, τις αστοχίες του, τις υπερβολές και αυθαιρεσίες του, τις “ύποπτες” αξιολογήσεις του, και άλλα πολλά, όχι ευχάριστα. Από όλα έχει ο μπαξές: και λουλούδια και αγκάθια. Και είναι απόλυτα φυσιολογικό. Για κριτική μιλάμε και όχι για τσελεμεντέ μαγειρικής. Ο καθείς με το συνταγολόγιό του. Αναπόφευκτο. Όπως λέει και ο Τσάρλι στη γυναίκα του Γουίλι Λόμαν στον “Θάνατο του εμποράκου” “it goes with the territory”. Ναι, ο Γουίλι έχει ένα «κουσούρι»: να «ονειρεύεται», όπως κάθε περιπλανώμενος πλασιέ εκείνη την εποχή. Και ο κριτικός κουβαλά κάτι πολύ δικό του που είναι το ρίσκο της προσωπικής επιλογής. Το πώς θα χειριστεί (ή θα απαξιώσει) αυτή την επιλογή είναι δικό του θέμα και με βάση αυτό κρίνεται.
Εάν μας έμαθαν κάτι οι θεωρητικοί της εποχής που ζούμε είναι η απουσία της αθωότητας, υπό την έννοια ότι η πραγματικότητα, όπως τη βιώνουμε, δεν έχει καμιά σχέση με την «πραγματικότητα», είναι απλώς μια «ύποπτη κατασκευή», άρα καθήκον μας είναι να αναζητούμε τα υλικά που κρύβονται από κάτω και όχι αυτά που γυαλίζουν στην (περιγραφική) επιφάνεια. Και επειδή θέλω να πιστεύω ότι ο κόσμος του θεάτρου είναι όλοι παιδιά μιας εμπροσθοφυλακής (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο), γιατί άραγε ασπάζονται ιδέες που κάθε άλλο παρά βοηθούν στην υγιή «αποδόμηση» των πραγμάτων; Μήπως θεωρούν ότι η περιγραφή μιας παράστασης τούς τιμά ενώ δεν τους τιμά μια αρνητική, ας πούμε, όμως καλά τεκμηριωμένη κριτική; Θεωρούν ότι το περιγραφικό “στόλισμα” δείχνει σεβασμό ενώ η κριτική άποψη έλλειψη σεβασμού; Και για να μην υπάρχει η οποιαδήποτε παρερμηνεία, φυσικά και αναφέρομαι μόνο στους κριτικούς εκείνους που επάξια κέρδισαν τον τίτλο του κριτικού. Οι άλλοι, δεν με αφορούν.
Εκείνο που βλέπω, λοιπόν, είναι ότι αραιώνουν επικίνδυνα σε πολλές δυτικές χώρες οι κριτικές παραστάσεων με πραγματική διάθεση αξιολόγησης, είτε απο επιλογή είτε (κυρίως) από τον φόβο ότι απέναντί τους ενδέχεται να πέσουν επάνω σε “εχθρικά” λόμπι. Πολλές κριτικές μοιάζουν με σχολικές εκθέσεις του τύπου: τι λέει το έργο; Ή, περιγράψτε μου το σκηνικό που βλέπετε. Το κατά πόσο αυτό το σκηνικό είναι καλό ή κακό, έξυπνο ή αδιάφορο, λειτουργικό ή όχι κ.λπ. δεν αφορά (θεωρείται αξιολόγηση, κάποιον πρέπει να κρίνεις ή να κατακρίνεις, άρα καλό είναι να αποφεύγεται). Το κατά πόσο ένας εξομολογητικός μονόλογος , λ.χ., είναι καλός ή κακός δεν προβληματίζει, από τη στιγμή που μπορεί να στεγαστεί κάτω από την προστατευτική ομπρέλα κάποιου τρέχοντος -ισμού, ας πούμε του φεμινισμού, του μετα-αποικιοκρατισμου, του εθνοτισμού κ.λπ. ή κάτω από κάποια γενική κατηγορία όπως “δραματουργία του τραύματος”, “δραματουργία της μετανάστευσης”, της “ετερότητας” κ.ο.κ.
Απέναντι σε όλα αυτά η δική μου άποψη λέει ότι το βασικό μέλημα ενός κριτικού που ασκεί με αγάπη, γνώση και έγνοια το έργο του, δεν είναι αν θα πληγώσει ομάδες, λόμπι, φίλους, γνωστούς ή συγγενείς, αλλά αν θα πληγώσει το θέατρο.
Πολύ απλά δοσμένο: Μια κριτική, όσο αρνητική και να είναι, ένα πράγμα οφείλει να προστατεύει: το θέατρο. Κι αν κάποια παράσταση το πληγώνει έχει υποχρέωση να την κρίνει αναλόγως, ανεξάρτητα ποιο ρεύμα ή ποια τάση ή ποιο ιδεολόγημα υπηρετεί.
Το λυπηρό είναι ότι σιγά-σιγά βλέπουμε ότι ο πάλαι ποτέ “απελευθερωτικός” μεταμοντερνισμός, στον οποίο εγώ προσωπικά τουλάχιστο πίστεψα και (παρ)ακολούθησα πάρα πολλά χρόνια, επιστρέφει ταχύτατα στην αποκλειστική λογική του “είτε/είτε. Η πολλά υποσχόμενη ευρυχωρία του που κάποτε γοήτευε τείνει να γίνει μια αποπνικτική στενωπός, γεμάτη ντιρεκτίβες, επιτρέπεται και απαγορεύεται, καθοδηγητές ορθότητας και τιμωρητές λοξότητας. Εξού και το σταδιακό ξεδόντιασμα του κριτικού λόγου.
Και για να τελειώνω: Μια κριτική, ανεξάρτητα πόσο επικριτική μπορεί να είναι, εφόσον είναι ειλικρινής, καλοπροαίρετη και με ήθος, είναι μια καλή, μια ευεργετική κριτική. Μόνο μέσα από την τεκμηριωμένη κρίση πυροδοτείται ο υγιής διάλογος, που είναι άλλωστε και το ζητούμενο. Σε κάθε περίπτωση ας θυμόμαστε αυτό: η τέχνη είναι πιο σημαντική από τον καλλιτέχνη και από αυτόν που γράφει γι’ αυτήν. Άρα έχουμε υποχρέωση να την προστατεύσουμε είτε με τον κριτικό μας λόγο είτε με τις σκηνικές μας προτάσεις.