Η νέα θεατρική κριτική
Του Σάββα Πατσαλίδη Πριν από την εισβολή του Ίντερνετ, οι θεατρικοί κριτικοί στη χώρα μας ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα. Σήμερα είναι αμέτρητοι. Μέσα στο απροσδιόριστο σύμπαν των ανοικτών συνόρων της τεχνολογίας, όλοι μπορούν να καταθέτουν τις απόψεις τους χωρίς να «λογοδοτούν» σε κανένα. Και αυτήν ακριβώς την ελεύθερη, χωρικά και χρονικά, διασπορά επικαλούνται πολλοί για […]
Του Σάββα Πατσαλίδη
Πριν από την εισβολή του Ίντερνετ, οι θεατρικοί κριτικοί στη χώρα μας ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα. Σήμερα είναι αμέτρητοι. Μέσα στο απροσδιόριστο σύμπαν των ανοικτών συνόρων της τεχνολογίας, όλοι μπορούν να καταθέτουν τις απόψεις τους χωρίς να «λογοδοτούν» σε κανένα.
Και αυτήν ακριβώς την ελεύθερη, χωρικά και χρονικά, διασπορά επικαλούνται πολλοί για να ισχυριστούν, ίσως όχι και άδικα, ότι με τις κριτικές τους παρεμβάσεις/σχόλια έχουν συμβάλει καθοριστικά στην ενδυνάμωση της δημοτικότητας του θεάτρου, υπό την έννοια ότι το έκαναν θέμα συζήτησης στις καθημερινές κουβέντες των ανθρώπων, ανεξάρτητα από τον τόπο διαμονής τους. Τέρμα η απομόνωση, μας λένε. Τέρμα η δικτατορία των ολίγων ειδικών. Για τους θιασώτες του διαδικτύου η θεατρική κριτική ζει τις καλύτερες στιγμές της. Ζει τον απόλυτο εκδημοκρατισμό της.
Έντυπη κριτική
Στην αντίπερα όχθη βλέπουμε να σέρνεται (κυριολεκτικά) η εξοντωμένη «παραδοσιακή» κριτική (έντυπη). Εκεί το μόνο που ακούμε είναι είτε κλείσιμο εφημερίδων είτε απολύσεις κριτικών είτε δραματική συρρίκνωση της εμβέλειας της ίδιας της πράξης της κριτικής. Για να καταλάβετε καλύτερα το μέγεθος του προβλήματος αρκεί αυτό. Στην Αμερική, μια χώρα 320 εκατομμυρίων κατοίκων και περίπου 13.000 παραστάσεων ετησίως, έχουν απομείνει δέκα, όλοι κι όλοι, μόνιμοι θεατρικοί κριτικοί. Μεγάλες πόλεις, όπως η Βοστώνη, η Νεα Ορλεάνη και το Σαν Ντιέγκο, δεν έχουν κανένα επαγγελματία κριτικό, όπως περίπου τον γνωρίζουμε..
Όσο δε για τον τόπο μας, δείτε πόσες εφημερίδες έχουν απομείνει στην κυκλοφορία και πόσες σέβονται το θέατρο και τον πολιτισμό γενικότερα, δηλαδή πόσες εμπιστεύονται τους πολύ ιδιαίτερους αυτούς χώρους στα χέρια ειδικών. Και βέβαια, πόσες πληρώνουν!
Περί ορίων
Σε κάθε περίπτωση, είτε μιλάμε για έντυπη είτε ηλεκτρονική κριτική, το θέμα έχει να κάνει με την ιεράρχηση της ποιότητας αυτών που δημοσιοποιούνται. Φυσικά είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι, άρα έχουμε δικαιώματα και στο λόγο και στον αντίλογο. Αλλά ας μην μπερδεύουμε την άποψη (ανεξάρτητα από πού προέρχεται ή πού φιλοξενείται) με την τεκμηριωμένη και βαθιά γνώση, την ουσιαστική κρίση.
Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας. Εάν εξαιρέσει κανείς ορισμένους που γράφουν στο διαδίκτυο και ξέρουν από θέατρο και κριτική (και δεν είναι σύμπτωση ότι σχεδόν όλοι τους μεταπήδησαν στο νέο μέσο μετά από μια μεγάλη και επιτυχημένη πορεία στον χώρο του ημερήσιου Τύπου—πράγμα που φαίνεται άλλωστε και στο στυλ της γραφής τους), ο χώρος έχει γεμίσει από γιαλαντζί κριτικούς, άτομα με λογής λογής απωθημένα, που χρησιμοποιούν το ηλεκτρονικό βήμα για λόγους που μόνο αυτοί γνωρίζουν. Το θέμα είναι ότι όλοι αυτοί δηλώνουν «κριτικοί», γιατί έτσι αποφάσισαν.
Θα μου πείτε πως ανάλογα φαινόμενα παρατηρούνται και στις εφημερίδες. Φυσικά, μόνο που εκεί και πιο περιορισμένα είναι στον αριθμό και σαφέστατα πιο ελεγχόμενα, δεδομένου ότι υπάρχει εκδότης, αρχισυντάκτης, πολιτική της εφημερίδας κ.λπ. που, θες δεν θες, θέτουν κάποια πλαίσια.
Θέλω να πω ότι τα πράγματα στο διαδίκτυο μπορεί να δείχνουν πλούσια και χορταστικά σε όγκο, όμως κάθε άλλο παρά υγιή και εποικοδομητικά είναι, για την ώρα τουλάχιστον. Υπάρχει εμφανέστατη αποψίλωση της ποιότητας και κυρίως της βαθιάς στοχαστικής σκέψης. Έχει εξοβελιστεί η έννοια της «επάρκειας», η έννοια του «ειδικού». Από τη στιγμή που όλοι δηλώνουν κριτικοί τότε κανένας δεν είναι κριτικός.
Οπότε έρχεται και η επόμενη ερώτηση: Μέσα σε αυτό το περίεργο κλίμα που σπρώχνει τα πράγματα ολοένα και πιο κάτω, τι μπορεί να γίνει για να αλλάξει η κατάσταση;
Κριτικός-πλοηγός
Η απάντηση είναι απλή: εξαρτάται τι πρεσβεύει ο καθένας από μας ότι είναι ο σκοπός/ρόλος της κριτικής. Εξαρτάται τι ο καθένας από μας διαβάζει και ποιον εμπιστεύεται; Όσο και να μην μας αρέσει η ιδέα του «καθοδηγητή», όταν έχεις να διαλέξεις ανάμεσα σε εκατοντάδες παραστάσεις, κάποιον πρέπει να συμβουλευτείς πριν καταβάλεις το αντίτιμο του εισιτηρίου, κάποιον να σε «προστατεύσει», τρόπον τινά, από τους περιφερόμενους «ντελάληδες» που έχουν κατακλύσει τον χώρο. Το τοπίο είναι γεμάτο νάρκες. Θα μου πείτε, παλιά δεν υπήρχαν νάρκες; Φυσικά, όχι όμως έτσι. Η τεχνολογία έχει κάνει τη διασπορά της απάτης πολύ εύκολη και φυσικά άκρως εμπορεύσιμη υπόθεση. Αγοράζουμε ομοιώματα. Το «Φαίνεσθαι» έχει αντικαταστήσει το «Είναι».
Ευπώλητη κριτική
Οι δυνατότητες που προσφέρει το διαδίκτυο έχουν μετατοπίσει το κείμενο της κριτικής από την παράσταση στον κριτικό που δίνει παράσταση. Εξηγήσιμο. Τώρα το νέο μοντέλο κριτικού, τουλάχιστο στον Δυτικό κόσμο, έχει να κάνει με την προσωπική ετικέτα (persοnal brand). Ο σύγχρονος κριτικός πιο πολύ μάχεται να βοηθήσει την persona του παρά το θέατρο. Γνωρίζει πολύ καλά πως σ’ ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον σαν κι αυτό που ζούμε όποιος καταφέρνει να πολλαπλασιάσει τους διαδικτυακούς του φίλους και followers θα έχει την ευκαιρία να προσελκύσει, συν τω χρόνω, εταιρείες, διαφημίσεις, οπότε εξασφαλίζει τα προς το ζην, κάτι που δεν μπορεί να του εξασφαλίσει ένα παραδοσιακό έντυπο ή μια ιστοσελίδα χωρίς επισκεψιμότητα ή που δεν είναι user friendly.
Αυτό ήδη είναι μια πραγματικότητα στους κύκλους των κριτικών τόσο σε Αγγλία όσο και Αμερική. Κάποια στιγμή θα γίνει και σε μας, γιατί απλούστατα είναι μέρος της γενικότερης τάσης εμπορευματοποίησης του εαυτού ή καλύτερα της τάσης, εκ μέρους του Συστήματος, εμπορευματοποίησης του ανθρώπου. Επιβιώνει ευκολότερα εκείνος που ξέρει να «πουλά» τον εαυτό του είτε γλείφοντας είτε βρίζοντας είτε δεν ξέρω πώς αλλιώς.
Τώρα, το κατά πόσο μια τέτοια «ευπώλητη» νοοτροπία αποψιλώνει τον κριτικό λόγο από το βάθος και τη δυναμική του, κατά πόσο ο ευκαιριακός αναγνώστης των άπειρων Facebοoks, twitters, linkedins κ.λπ. εισπράττει ουσιαστική κριτική ή δοκίμιο αυτοπροβολής ή καραμπινάτο μάρκετινγκ πασπαλισμένο με κλισέ οργίλου ή διθυραμβικού ύφους, δεν φαίνεται να προβληματίζει ιδιαίτερα. Κάτι που ασφαλώς εξηγείται.
Ο νέος θεατής/πελάτης
Ο κόσμος δεν μπορεί, ίσως και να μην ενδιαφέρεται πια, να διακρίνει ανάμεσα στην κριτική, την αυτοπροβολή και την πώληση ενός προϊόντος. Εκείνο που περιμένει από τον κριτικό είναι να πουλήσει το προϊόν του (ή τον εαυτό του, βεβαίως) περίπου με το ίδιο εκκωφαντικό στιλ που πουλάει κινητά ο πωλητής της Οτενέτ.
Οι γνωστοί ως «θεατρόφιλοι» οδεύουν προς εξαφάνιση. Τώρα το θέατρο μετρά πλέον «πελάτες», και αυτοί θέλουν όλα να είναι ευανάγνωστα και όμορφα τακτοποιημένα, όπως τα προϊόντα στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Άλλωστε προς τα εκεί στοχεύουν οι καμπάνιες των παραγωγών, οι προπωλήσεις, οι προσφορές, τα πόστερ, οι κονκάρδες, τα μπλουζάκια με τις στάμπες, οι στημένες συνεντεύξεις, τα αστεράκια, τα στημένα σκάνδαλα κλπ. Με τον τρόπο τους τακτοποιούν το θέαμα όπως συμφέρει, κάνοντας παράλληλα και τη σοβαρή κριτική περιττή. Αγοράζεις με κλειστά μάτια.
Και το ερώτημα αμείλικτο: τι θα κάνουμε τον σοβαρό κριτικό που επιμένει να σκέφτεται όταν κρίνει, τον κριτικό εκείνο που σε πείσμα των καιρών αρνείται να κατεβάσει τον πήχη με στόχο καλύτερες «πωλήσεις»; Θα εξαγγείλουμε ακόμη έναν θάνατο, όπως κάναμε με τον «θάνατο του συγγραφέα», της «ιστορίας», της «ιδεολογίας»;
Είναι ζήτημα χρόνου
Βρισκόμαστε σε ένα μεταβατικό στάδιο και είναι λογικό να βιώνουμε ανατροπές και αναστατώσεις. Όπως πήρε αρκετά χρόνια για να φτάσουμε στην κατοχύρωση των πνευματικών δικαιωμάτων (μόλις στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα), έτσι θα πάρει κάποιο χρόνο και τώρα για να φτάσουμε σε μια νέα κριτική με δικλίδες ασφαλείας.
Θα έρθει η στιγμή που δεν θα είναι πια εύκολο να κατεβάσει και να ανεβάσει οποιοσδήποτε, οτιδήποτε από οπουδήποτε. Η σαβούρα θα φύγει. Με τον καιρό η σημερινή άναρχη ιντερνετική ασυδοσία που επιτρέπει σε όλους τους χρήστες του διαδικτύου να είναι και κριτικοί θα δώσει τη θέση της σε κάποια μορφή υγιούς δημιουργικής τάξης.
Προσωπική ευθύνη
Σε κάθε περίπτωση, εκείνο που δεν αλλάζει είναι το μη αναστρέψιμο της κατάστασης. Όποιος «παραδοσιακός» κριτικός αρνείται ή δεν μπορεί να προσαρμοστεί «πεθαίνει». Όσο για το τι πρέπει να κάνει για να επιβιώσει, δεν υπάρχουν συνταγές.
Ένα είναι το κρατούμενο: σε μια νεοφιλελεύθερη και άκρως ανταγωνιστική αγορά, όπως η σύγχρονη, η οποία πιέζει τις τιμές προς τα κάτω και αγοράζει ό,τι είναι πιο φτηνό κι όχι πιο καλό, όλα καταλήγουν να είναι θέμα προσωπικών επιλογών.
Ο κριτικός που μπαίνει στη μετανεωτερική αγορά πρέπει να γνωρίζει τους κανόνες και τους πειρασμούς και σύμφωνα με αυτά να βρει ένα βιώσιμο modus vivendi και ένα modus operandi που να ταιριάζουν τόσο στις προσωπικές του φιλοδοξίες και αξίες όσο και στο κοινό που θα ήθελε να προσελκύσει.
Για μένα πρώτιστο μέλημα είναι να πείσει ότι είναι, πέρα από βαθύς γνώστης, και καλός (και εννοώ όσο γίνεται πιο αντικειμενικός) διαχειριστής της όποιας εξουσίας/δύναμης του παρέχει το βήμα που διακονεί, δηλαδή δεν άγεται και φέρεται από ποικίλα συμφέροντα ή από προσωπικές εμμονές, φιλοδοξίες, αγκυλωμένες ιδεοληψίες, προκαταλήψεις και συμφεροντολογικές σχέσεις.
Μιλώ για απόλυτη ακεραιότητα χαρακτήρα σε ό,τι αφορά το ήθος. Η κριτική είναι άσκηση στην ηθική και στο ήθος. Όποιος δεν το έχει δεν κάνει για τον χώρο, είτε σε ηλεκτρονική είτε σε έντυπη μορφή.
Κατακλείδα
Κατα τη γνώμη μου, εκείνοι που μπορούν να βγάλουν, για την ώρα, την κριτική από το αδιέξοδο που βρίσκεται δεν είναι το ανώνυμο πλήθος που μπαινοβγαίνει στο διαδίκτυο ή διαβάζει εφημερίδες, αλλά οι ίδιοι οι καλλιτέχνες μέσα από τις επιλογές τους.
Εάν πρώτοι αυτοί πάψουν να δίνουν σημασία στους τυχάρπαστους και κομπογιαννίτες που τους λιβανίζουν εκ του πονηρού (και αυτούς θα τους βρούμε παντού, και φυσικά στον Τύπο —ήταν πάντοτε εκεί) και αγκαλιάσουν εκείνους που πιστεύουν ότι έχουν κάτι σοβαρό να πουν που τους αφορά και τους βελτιώνει, τότε η κριτική θα επανακτήσει μέρος από το χαμένο της έδαφος και ο διάλογος με το θέατρο θα ξαναζωντανέψει.
Χωρίς την εμπιστοσύνη των καλλιτεχνών, καμιά σοβαρή κριτική, σε οποιαδήποτε μορφή, δεν έχει ελπίδα επιβίωσης.
Αλλά για να γίνει αυτό, πρέπει οι καλλιτέχνες να τολμήσουν να βάλουν την ποιότητα πάνω από το ταμείο. Πόσοι, όμως, είναι διατεθειμένοι να το κάνουν, σε μια εποχή που το θέατρο, εν πολλοίς εγκαταλελειμμένο από το κράτος, επιβιώνει αποκλειστικά σχεδόν από το ταμείο και το μάρκετινγκ που του φέρνει πελάτες; Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Catch 22, κατά πως λέει και ο τίτλος του μυθιστορήματος του Τζ. Χέλερ.