Η Παράλλαξη ως γενέθλιος τόπος
Η Θεσσαλονίκη του 20ου αιώνα υπήρξε η πιο εθνοκαθαρμένη πόλη της Ευρώπης. Αυτό είναι το σκοτεινό στίγμα που καθόρισε την πορεία της - Ο Θ. Τριαρίδης γράφει με αφορμή τα 35 χρόνια της parallaxi
Λέξεις: Θανάσης Τριαρίδης / Εικόνα: Όλγα Δέικου
Η Θεσσαλονίκη του 20ου αιώνα υπήρξε μια εθνοκαθαρμένη πόλη – η πιο εθνοκαθαρμένη πόλη της Ευρώπης. Αυτό είναι το σκοτεινό στίγμα που καθόρισε την πορεία της και διαμόρφωσε την παθογένειά της – καθιστώντας κυρίαρχο με πολλά και διαφορετικά πρόσωπα και προσωπεία έναν φριχτό εθνοφασισμό που κυριολεκτικά στραγγάλισε (και στραγγαλίζει) την πόλη και τους ανθρώπους της. Αυτή είναι η κατάρα της.
Είναι μια από τις φριχτότερες επιταγές του εθνικισμού και των εθνικών κρατών που κυριάρχησαν τα τελευταία 200 χρόνια: Οι πολυεθνικές κοινωνίες και οι πολυεθνικές πόλεις έπρεπε να γίνουν μονοεθνικές – να κατοικούνται από κυρίαρχες απόλυτα ομογενοποιημένες θρησκευτικά και πολιτισμικά εθνότητες που θα εκκαθαρίσουν οτιδήποτε και οποιονδήποτε διαφοροποιείται από αυτούς. Και η πολυεθνική Θεσσαλονίκη στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν μια πόλη-σφάγιο σε τούτον τον εξαχρειωμένο και καλπάζοντα εθνικισμό.
Στα 1913 η πόλη δεν ήταν διόλου «ελληνική» – στην πιο βολική για την ελληνικό εθνικισμό περίπτωση (στην απογραφή Ράκτιβαν του Απριλίου 1913 όπου συμμετείχαν και οι Έλληνες στρατιώτες από όλην την Ελλάδα) ήταν «ελληνική» κατά το 25% (με τους Εβραίους να φτάνουν το 39 % και τους Τούρκους να είναι το 29 % – Απογραφή Ράκτιβαν του 1913). Και όπως επέτασσαν (και επιτάσσουν) οι κυρίαρχοι φονικοί εθνικισμοί έπρεπε να «ελληνοποιηθεί» κατα 100%. Πώς θα γινόταν αυτή η ολοκληρωτική «ελληνοποίηση» της πόλης;
Μέσα από μια σειρά διαδοχικών εθνοκαθάρσεων. Με την συνθήκη της Λωζάνης και με τον συνακόλουθο αφανισμό της οθωμανικής μνήμης της πόλης. Με το Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Σαλονίκης και τον εξακολουθητικό μεταπολεμικό αφανισμό της εβραϊκής μνήμης της πόλης. Με βία, με θεσμικό ρατσισμό, με την Εκκλησία να απλώνει το σκοταδιστικό και φονταμενταλιστικό δίχτυ της με την εισαγωγή του εθνικιστικού μίσους στις γιορτές, στα σχολεία, στον τύπο και στους θεσμούς, με παρακράτος, με τραμπούκους, με κατηχητικά, με δολοφονίες, με πογκρόμ, με εμπρησμούς, με διωγμούς.
Από τα απάνθρωπα κατηχητικά και τις φασιστικές παραθρησκευτικές οργανώσεις μέχρι τα εθνολαϊκιστικά συλλαλητήρια για το Μακεδονικό. Από τον μεταπολεμικό παρακράτος που έσπερνε τρόμο και θάνατο μέχρι την έκρηξη των σημερινών νεοναζιστικών οργανώσεων σε σχολεία, γήπεδα και δρόμους. Μα το άπλωμα στην πόλη ενός σκοτεινού παρακράτους που μέσα στις δεκαετίες αλλάζει προσωπεία – στην πραγματικότητα ύφαινε πάνω από την πόλη την ιερουργία της μισσαλοδοξίας.
Γιατί έτσι γίνονται οι εθνοκαθάρσεις – με την κανονικοποίηση του μίσους. (Και είναι προφανές πως όλοι οι εθνικισμοί είναι εξίσου εγκληματικοί. Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία πως παρόμοιες εθνοκαθάρσεις και παρόμοιο μίσος θα διέσπειραν και οι Βούλγαροι ή οι Νεότουρκοι εάν έπεφτε στα χέρια τους η Θεσσαλονίκη – εξάλλου μπορούμε να δούμε από τι λογής εγκληματικές εθνοκαθάρσεις πέρασαν η Σμύρνη και η Μικρασία το 1922…)
Οι εκφάνσεις ετούτης της στρέβλωσης μοιάζουν με κρίκους μιας αλυσίδας που δεν έχει τέλος: Μέχρι σήμερα ένας διάχυτος θανατερός ρατσισμός διαχέεται σε κάθε πολιτική ή πολιτισμική έκφραση της πόλης (από τις ποδοσφαιρικές ομάδες, τους συνδέσμους οπαδών και την ιδεολογία του μίσους και του θανάτου την οποία διασπείρουν μέχρι τις σχολικές ή τοπικές γιορτές και τα κυριακάτικα κηρύγματα των παπάδων). Στη Θεσσαλονίκη δεν μπορείς δεν μπορείς να δημιουργήσεις ούτε να μιλήσεις ελεύθερα – και εάν το κάνεις, πρέπει να περπατάς τοίχο-τοίχο: Μια ολόκληρη κοινωνία είναι διαρκώς και διαχρονικά όμηρος από ένα διευρυμένο παρακράτος ακροδεξιών και παραθρησκευτικών κέντρων που ελέγχουν εκτός των άλλων ή και νεοναζί τραμπούκων που θα τρομοκρατήσει κάθε διαφορετική άποψη και θα καθορίσει τις πολιτικές επιλογές.
Έφυγα από την Θεσσαλονίκη το 2011, στα 41 μου χρόνια, νιώθοντας στραγγαλισμένος από το αλλόκοτο αυτό θανατερό μάγμα του εθνοφασισμού της πόλης. Προφανώς μου έλειψε η ψυχραιμία – πιθανώς να ήμουν απροσάρμοστα ή και ακαταλόγιστα υπερβολικός. Μα από ένα σημείο και μετά ένιωθα πως δυσκολεύομαι, όχι μόνο να εργαστώ, ή να γράψω, αλλά ακόμη και να αναπνεύσω (έτσι κι αλλιώς τα βιβλία μου εκδίδονταν στην Αθήνα – εκεί άρχισαν να παίζονται και τα έργα μου). Κι έτσι βρέθηκα να ζω στην Αθήνα και πλέον να αγαπάω την Θεσσαλονίκη από μακριά. Και να γυρεύω αναφορές της πόλης που ονειρεύτηκα (και που στάθηκα ανήμπορος και ανίκανος να διεκδικήσω) στους παλιούς φίλους που έμειναν στην πόλη για να μην την αφήσουν στον κυρίαρχο εθνοφασισμό.
Έτσι άρχισα να ζω την πατρίδα μου μέσα από την Παράλλαξη που τόσο είχα αγαπήσει από την πρώτη δημιουργία της – μα τώρα που έλειπα, ιδίως στην δεκαετία 2010-2020, και καθώς στέριωνε η διαδικτυακή της παρουσία, γίνηκε η επικράτεια της δικής μου ιδιωτικής Θεσσαλονίκης. Ο Γιώργος, με τον οποίο μας συνδέουν ακατάλυτοι δεσμοί του παρελθόντος, και η καταπληκτική ομάδα της Παράλλαξης, με τα ολόλαμπρα κείμενα τους, τις ολοκάθαρες πολιτικές παρεμβάσεις τους, τις δράσεις τους (με το εκπληκτικό «Θεσσαλονίκη Αλλιώς» να πρωτοστατεί) ενσάρκωσαν αυτό που θα ήθελα να είμαι και αυτό που ήθελα να κάνω για την γενέθλια πόλη. Και κάθε φορά, σε κάθε κείμενο, σε κάθε παρέμβαση, σε κάθε δράση, 504 χιλιόμετρα νοτιότερα ένας ένοικος της Ακαδημίας Πλάτωνος ή του Νέου Κόσμου ή του Μετς χειροκροτούσε νιώθοντας πως συμμετέχει σε κάτι που ομόρφαινε την πόλη του – μα και την ζωή του.
Δεν χρειάζεται να πω περισσότερα: Ήρθε έτσι η ζωή μου που η Παράλλαξη έγινε πλέον για μένα ένας γενέθλιος τόπος. Μια κρυφή Θεσσαλονίκη που με ενώνει με ό,τι μπορώ να λογαριάσω ως ρίζα μου. Και είναι αυτονόητη η ευγνωμοσύνη μου προς εκείνους της δίνουν ζωή.
*Ο Θανάσης Τριαρίδης είναι συγγραφέας
**το παραπάνω άρθρο δημοσιεύτηκε στο επετειακό τεύχος της parallaxi για τα 35 χρόνια