Η πόλη που πληγώνουμε
Τα συμπεράσματα μιας περιήγησης στην καρδιά της Θεσσαλονίκης
Λέξεις: Κωστής Κεκελιάδης
Όταν άρχισε η βιομηχανική επανάσταση στη Βόρεια Ευρώπη οι ζωγράφοι πήραν τα πινέλα και απεικόνισαν τη νοσταλγία για τη ζωή στη φύση. Όσο πιο άθλιες, γκρίζες και βρώμικες ήταν οι πόλεις που ξεφύτρωναν, τόσο γέμιζαν οι καμβάδες του ρομαντισμού με βουνά, δέντρα, λουλούδια, πουλιά και κοπέλες να χορεύουν δίπλα σε βρύσες, λίμνες και ποτάμια.
Στην Ελλάδα μπορεί να μην έγινε βιομηχανική επανάσταση, αλλά οι μεγάλες πόλεις συναγωνίζονται μεταξύ τους σε έλλειψη πρασίνου για μια σειρά από ιστορικούς λόγους που σχετίζονται με τη μαζική άφιξη προσφύγων το ’22, τους δύο μεγάλους πολέμους, τον εμφύλιο και την αντιπαροχή.
Το ακατανόητο είναι ότι, παρόλο που οι λόγοι αυτοί έχουν εκλείψει πολλά χρόνια πριν, οι κάτοικοι των πόλεων συνεχίζουμε να ζούμε σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί το τσιμέντο και η άσφαλτος, όπου το πράσινο έχει εξοριστεί ως διακοσμητικό σε νησίδες, πάρκα και πλατείες ως κάτι περιττό, χωρίς απτό, υλικό αντίκρισμα.
Σύμφωνα με τον ορισμό, πράσινος χώρος είναι μια υπαίθρια εγκατάσταση στη διάθεση του αστικού πληθυσμού, μέσα ή σε άμεση επαφή με την πόλη. Με βάση τις προδιαγραφές που θέτει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, η ιδανική αναλογία πρασίνου ανά κάτοικο είναι εννέα τετραγωνικά μέτρα.
Στο πολεοδομικό συγκρότημα Θεσσαλονίκης υπήρξε μια γρήγορα και βίαιη αστικοποίηση: η αναλογία πρασίνου ανά κάτοικο είναι 1,6 τ.μ., αλλά εάν συνυπολογίσουμε το περιαστικό δάσος του Σέιχ Σου στα πάρκα της πόλης (όπως μας υπενθύμισε η απαγόρευση εισόδου στο δάσος-πάρκο της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια των περιοριστικών μέτρων για την προστασία από τον covid-19), τότε σε κάθε κάτοικο αναλογούν 2,7 τ.μ. πρασίνου.
Η καθημερινότητά μας στην πόλη δεν έχει σκιερούς δρόμους και πάρκα, πράσινους χώρους για ξεκούραση και παιχνίδι, άθληση και συγκεντρώσεις.
Αναζητώντας στοιχεία για τους πράσινους χώρους στη Θεσσαλονίκη εντοπίσαμε μια μελέτη του 1979 που την εκπόνησε η «Συντονιστική Επιτροπή Επιστημονικών Συλλόγων Θεσσαλονίκης», που καθιερώθηκε έκτοτε ως σημείο αναφοράς. Το βασικό της συμπέρασμα ήταν η τραγική απουσία πρασίνου.
Σήμερα, 43 χρόνια μετά, η μόνη αλλαγή που παρατηρείται είναι προς το χειρότερο, όπως προκύπτει από την περιήγησή μας στο κέντρο της Θεσσαλονίκης με τον βιολόγο περιβάλλοντος Γιώργο Μπλιώνη.
Πρώτο συμπέρασμα: Υπάρχουν πράσινοι χώροι που πλέον αλλάζουν χρήσεις. Τα έργα της κατασκευής του μετρό έχουν συμβάλλει στην αποψίλωση του ελάχιστου αστικού πράσινου στη Θεσσαλονίκη.
Περπατώντας από τα δυτικά προς τα ανατολικά, η πρώτη εικόνα είναι από την οδό Μοναστηρίου. Από το ύψος της Αγίων Πάντων μέχρι το Σιδηροδορμικό Σταθμό υπήρχαν δέντρα στη νησίδα που κάπως πρασίνιζαν έναν από τους ασχημότερους δρόμους της πόλης. Η κοπή των δέντρων ήταν από τις… πρόδρομες εργασίες κατασκευής του σταθμού του μετρό κι έκτοτε, δεν έχουν αντικατασταθεί, αν και έχουν περάσει περισσότερα από δέκα χρόνια!
Στο κέντρο της πόλης, η πλατεία Μακεδονομάχων, που είχε καταληφθεί επί χρόνια από εργοτάξιο του μετρό, έχει αφεθεί τώρα σαν βομβαρδισμένο τοπίο, με το ελάχιστο πράσινο που έχει απομείνει να είναι σε αξιοθρήνητη κατάσταση.
Στα ανατολικά, στη Νέα Ελβετία υπήρχε η “μικρή λίμνη” που ήταν τμήμα κοίτης ενός πρώην χειμάρρου. Ήταν ένα σπάνιο οικοσύστημα, με καλαμιές, αλλά έχει πέσει τόσο τσιμέντο που ο τόπος έχει γίνει αγνώριστος, λέει ο Γιώργος Μπλιώνης.
Δεύτερο συμπέρασμα: Λείπουν τα πάρκα από την πόλη, τόσο από το κέντρο όσο και από τις συνοικίες. Τα πάρκα που υπάρχουν, όπως αυτό της Νέας Κρήτης, οργανώνονται με ένα παρόμοιο μοτίβο. Έχουν διακοσμητική χλόη που δεν πατιέται, δύσκολα μπορούν να φιλοξενήσουν δραστηριότητες, λείπουν βασικές υποδομές όπως πόσιμο νερό και τουαλέτες, άρα δύσκολα μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά τη διάρκεια της μέρας, παρά μόνο εφόσον υπάρχει κάποιο αναψυκτήριο.
Τρίτο συμπέρασμα: Οι πλατείες έχουν ανεπαρκή ενσωμάτωση πρασίνου, κυριαρχεί το πλακόστρωτο, όπως στην πλατεία Δικαστηρίων πάνω από το άγαλμα του Βενιζέλου, η πλατεία Αριστοτέλους και η πλατεία Ναυαρίνου.
Τέταρτο συμπέρασμα: Είναι ελάχιστες οι νησίδες πρασίνου στους δρόμους της πόλης που προσφέρουν ένα πραγματικά σκιερό περιβάλλον (Θ. Σοφούλη). Κατά κανόνα είναι διακοσμητικές, χωρίς κατάλληλα είδη.
Το πράσινο στην πόλη θέλει οργανωμένη και συστηματική φροντίδα, αραιώσεις, κλάδεμα, πότισμα. Και προσεκτική επιλογή των ειδών που θα φυτευτούν, υπενθυμίζει κ. Μπλιώνης. Κατά τον ίδιο, το χειρότερο είδος που συχνά επιλέγεται επειδή μεγαλώνουν γρήγορα είναι οι λεύκες. Όμως έχουν ρηχό ριζικό σύστημα με αποτέλεσμα να ξεριζώνονται εύκολα από τον αέρα, κι επιπλέον έχουν κολλώδη σταγονίδια. Οι φοίνικες είναι το δεύτερο χειρότερο είδος που συγκεντρώνει συχνά τις προτιμήσει της δημοτικής αρχής, χωρίς να συνδέονται με κανέναν τρόπο με το οικοσύστημα της Θεσσαλονίκης.
Ωστόσο, υπάρχουν χώροι που αποτελούν οάσεις μέσα στην πόλη, όπως τα πάρκα της Νέας παραλίας, το πάρκο της Ανθοέκθεσης στο Γ’ Σώμα Στρατού, οι πράσινοι χώροι του ΑΠΘ ή τα πρώην στρατόπεδα εντός του αστικού ιστού, όπως το “Παύλου Μελά”, το “Καρατάσου” και το “Κόδρα”.
Τι θα μπορούσε να γίνει ώστε να αλλάξει αυτή η κατάσταση και να πάψουν να υφίστανται οι στατιστικές που δίνουν διαχρονικά αυτήν την μίζερη αναλογία πρασίνου ανά κάτοικο;
Από το 2006 υπάρχει μια μελέτη που είχε συνταχθεί από τον καταργημένο πλέον Οργανισμό Ρυθμιστικού Θεσσαλονίκης και καθηγητές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου (Μαίρη Ανανιάδου – Τζημοπούλου) που προέβλεπε τη δημιουργία ενός εκτεταμένου πράσινου διαδρόμου που θα αρχίζει από το περιαστικό δάσος του Σέιχ Σου, θα κατηφορίζει από τα ανατολικά τείχη και διαμέσου των νεκροταφείων της Ευαγγελίστριας θα φτάνει στο χώρο της Διεθνούς Έκθεσης, το πάρκο της ΧΑΝΘ και την παραλία.
“Ο διάδρομος αυτός-εξηγεί ο κ. Μπλιώνης- είναι πρώην κοίτη ρέματος και εκτός από την ενίσχυση του πράσινου θα συνέβαλε επίσης στη δημιουργία του φαινομένου της χοάνης που δροσίζει και ανανεώνει τον αέρα της πόλης”.
Πώς το πετσόκοψαν έτσι;
Ένα πρόβλημα που συχνά συναντάμε στην πόλη είναι ο τρόπος κλαδέματος των δέντρων που έχουν απομείνει που τις περισσότερες φορές, εάν δεν επιβάλλεται για λόγους προστασίας και κανόνες δεντροκομίας, αποκαλύπτουν είτε άγνοια, είτε μια σχεδόν εκδικητική συμπεριφορά απέναντι στα δέντρα. Πριν από δύο χρόνια, κάτοικοι της Τούμπας είχαν σταματήσει κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή εργολαβικά συνεργεία που κλάδευαν τα δέντρα στους δρόμους άνωθεν της εκκλησίας της Αγίας Μαρίνας. Το… πετσόκομμα τότε είχε σταματήσει με παρέμβαση της τότε αντιδημαρχίας Πρασίνου στην οποία είχαν απευθυνθεί κάτοικοι της γειτονιάς της Αγίας Μαρίνας.
Πριν από λίγες μέρες, συνεργεία του δήμου κλάδεψαν μέχρι τέλους ένα από τα ομορφότερα δέντρα που δέσποζε στην αρχή της οδού Ολύμπου, στα δυτικά, στο πλακόστρωτο της εκκλησίας των Δώδεκα Αποστόλων.
“Απρίλη μου / Απρίλη μου ξανθέ…”
Η φετινή άνοιξη, η πρώτη χωρίς καραντίνα ύστερα από δύο χρόνια, είναι μια καλή ευκαιρία να εμπεδώσουμε τις συνήθειες για βόλτες στη φύση γύρω από την πόλη που ακολουθήσαμε εκόντες άκοντες, στο βαθμό που το επέτρεπαν τα απαγορευτικά μέτρα.
Οπότε, σάς προτείνουμε περιήγηση σε τρία μονοπάτια που βρίσκονται στο Σέιχ Σου και στο Χορτιάτη και περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης στο πεδίο και στην τάξη με τίτλο “η άγρια ζωή δίπλα μας” που δημιουργήθηκε από την περιβαλλοντική οργάνωση “Καλλιστώ” με την υποστήριξη του Ιδρύματος Α.Γ. Λεβέντη.
Το πρόγραμμα βασίζεται σε έρευνα που έγινε με αντικείμενο τους όρους συνύπαρξης των ανθρώπων με την άγρια ζωή στους περιαστικούς οικότοπους της Θεσσαλονίκης. Την έρευνα υπογράφουν η κοινωνική λειτουργός με ειδίκευση στην Περιβαλλοντική Εκπαίδευση Έφη Γελαστοπούλου και ο διδάκτορας Βιολογίας Νίκος Νικήσιανης.
Οι διαδρομές που προτείνουμε εδώ είναι ασφαλείς και ήπιες και δεν χρειάζεται ιδιαίτερος εξοπλισμός.
Διαδρομή 1
Αφετηρία: Ρέμα Μύλος
Κατάληξη: Περιβαλλοντικό Πάρκο Δερβενίου
Μήκος: 2.450 μέτρα
Μέση διάρκεια διαδρομής: 60 λεπτά περίπου
Το μονοπάτι προχωρά παράλληλα με το ρέμα Μύλος, διασχίζοντας λιβάδια και συστάδες από πλατάνια και άλλα υδρόφιλα δέντρα.
Το χειμώνα, την άνοιξη και το φθινόπωρο, το νερό στο ρέμα είναι άφθονο, σχηματίζοντας βάθρες και έναν μικρό καταρράκτη.
Το ρέμα Μύλος βρίσκεται στα βόρειο-ανατολικά της Ευκαρπίας,πίσω από το εργοστάσιο του ΤΙΤΑΝ. Όλες οι γύρω κορυφές, προσφέρουν απλόχερη θέα από τη δυτική Θεσσαλονίκη, την κοιλάδα και τις εκβολές των ποταμών, ως το Βέρμιο και τον Όλυμπο.
Στο τέλος της κοιλάδας, μπορούμε να ανηφορίσουμε προς το Περιβαλλοντικό Πάρκο Δερβενίου, έναν χώρο πρασίνου που διαμορφώθηκε από την αποκατάσταση παλιάς χωματερής.
Διαδρομή 2
Αφετηρία: Οικισμός Εξοχής
Κατάληξη: Ελαιώνας Πυλαίας, κοντά στο Αρσάκειο
Μήκος: 4.500 μέτρα
Μέση διάρκεια διαδρομής: 90 λεπτά
Το μονοπάτι διασχίζει εγκάρσια το Σέιχ Σου και ταυτίζεται με το σηματοδοτημένο μονοπάτι του Δασαρχείου Μ5. Η διαδρομή είναι κατηφορική και περνά από ρεματιά με παραποτάμια βλάστηση και τμήματα νεαρού και ώριμου πευκοδάσος. Μπορεί να γίνει και ανάποδα (από Ελαιώνα προς Εξοχή), με το μειονέκτημα ότι τότε θα είναι ανηφορική.
Ακολουθούμε τις πινακίδες του μονοπατιού, κατεβαίνουμε την απότομη πλαγιά και μετά από 300 περίπου μέτρα συναντάμε ξανά δασικό δρόμο.
Από εκεί, μπαίνουμε στη ρεματιά, ακολουθώντας πάντα τις πινακίδες. Γύρω μας διακρίνονται ίχνη και πεζούλες από παλιές κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις και αγροκτήματα. Το ρέμα διατηρεί λίγο ρεχούμενο νερό το χειμώνα και την άνοιξη. Συναντούμε πλούσια παραποτάμια βλάστηση με μεγάλα πλατάνια, ένα τοπίο πολύ διαφορετικό από το υπόλοιπο δάσος του Σέιχ Σου.
Μετά από 1 χλμ περίπου, φτάνουμε στην …περίεργη τοποθεσία «Βάρκες» και ακολουθούμε την δασική οδό στα αριστερά μας (νότια).
Τα ανοίγματα εδώ δίνουν ωραία θέα προς την πόλη. Γύρω, θα παρατηρήσουμε και άλλα εγκαταλελειμμένα αγροκτήματα, από μια εποχή που τα περιαστικά δάση και βουνά δεν ήταν μόνο τόπος αναψυχής, αλλά και τόπος εργασίας και παραγωγής για πολλούς ανθρώπους.
Βγαίνουμε πάλι σε δασική οδό και θα ακολουθήσουμε το μονοπάτι Μ5. Η διαδρομή κατεβαίνει σταδιακά προς την Πυλαία, διασχίζοντας στην αρχή τμήματα νεαρού πευκοδάσους, στις εκτάσεις που είχαν καεί στη μεγάλη πυρκαγιά του 1997 και στη συνέχεια συστάδες ώριμου, πευκοδάσους, οι οποίες είχαν γλιτώσει.
Διαδρομή 3
Αφετηρία: Χορτιάτης, παρεκκλήσι Αγίας Παρασκευής
Κατάληξη: Πάρκο Κεραιών
Μήκος: 4.250 μ.
Μέση διάρκεια διαδρομής: 90 λεπτά
Ξεκινώντας από την Αγία Παρασκευή, στα νότιο-ανατολικά του οικισμού, ανηφορίζουμε ακολουθώντας δασικό δρόμο με ήπια κλίση, ανάμεσα σε δρυοδάση, λιβάδια, θαμνώνες και παλιά οπωροφόρα δέντρα.
Στα 900 μέτρα, περίπου 15 λεπτά, διασταυρωνόμαστε με το μονοπάτι που ξεκινά από τον Χορτιάτη και ανεβαίνει προς το Καταφύγιο του ΣΕΟ. Στην περιοχή γύρω μας βλέπουμε εξαιρετικούς παλιούς οπωρώνες με κερασιές και καρυδιές, μέσα σε μικρά λιβάδια.
Συνεχίζουμε νότια-ανατολικά, διασχίζοντας το περίφημο καστανόδασος του Χορτιάτη. Σταδιακά, οι καστανιές και οι δρυς δίνουν τη θέση τους στις οξιές, οι οποίες σχηματίζουν ένα πυκνό, δροσερό δάσος. Μέρος της διαδρομής πατάει πάνω στον παλιό, λιθόστρωτο δρόμο που είχαν ανοίξει τα γαλλικά στρατεύματα κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για να διευκολύνουν τα έργα ύδρευσης, τα οποία επίσης βλέπουμε διάσπαρτα στην περιοχή.
Κοντά στην τοποθεσία Κρύα Βρύση, αφήνουμε αυτό το μονοπάτι και ανεβαίνουμε μέσα από τη ρεματιά, από τον παλιό δασικό δρόμο. Συναντούμε τον κεντρικό δασικό δρόμο που γυρνά στο πάρκο Κεραιών σε περίπου 1.500 μέτρα.