Οι Ρώσοι δεν βήχουν ποτέ (στο θέατρο)
Στο τρίτο κουδούνι δεν ακουγόταν αναπνοή...
Αγέλαστοι, αφιλόξενοι, απρόθυμοι να συνεννοηθούν σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα εκτός από τη μητρική τους, οι κάτοικοι της Μόσχας δεν είναι ακριβώς οι άνθρωποι που θα επέλεγα για να ζήσω μαζί τους σε ένα ερημονήσι. Τους έζησα τέσσερις μέρες, όσο έμεινε το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος στη ρωσική πρωτεύουσα για να παρουσιάσει την παράσταση «Ντιμπούκ» (συμμετείχε στο διεθνές φεστιβάλ του Θεάτρου Μάλι), και θα τους διέγραφα ευχαρίστως από τη μνήμη μου αν δεν βίωνα μία εμπειρία που τα άλλαξε όλα στο μυαλό μου: την παρακολούθηση θεατρικής παράστασης στη Μόσχα.
«Το θέατρο αρχίζει από την γκαρνταρόμπα» έλεγε ο Στανισλάφσκι, και στα περισσότερα ελληνικά θέατρα η γκαρνταρόμπα δεν λειτουργεί. Συνηθίσαμε να βλέπουμε παραστάσεις φορώντας τα μπουφάν ή κρατώντας τα μια μπάλα στην αγκαλιά, μαζί με την τσάντα. Στο Θέατρο Μάλι η γκαρνταρόμπα είναι από μόνη της ένα θέαμα. Λίγο πριν να αρχίσει η παράσταση του ΚΘΒΕ, οι υπάλληλοι πίσω από τους ξύλινους πάγκους έβαζαν μεθοδικά στις κρεμάστρες τις γούνες και τα βαριά πανωφόρια σαν σε βεστιάριο, κασκόλ και σκουφιά σφηνωμένα μέσα στα μανίκια, τα γούνινα καπέλα από πάνω. Κι έμεινε ο κόσμος με τα «καλά» του να περιφέρεται στο καλογυαλισμένο φουαγιέ περιμένοντας το πρώτο κουδούνι.
Στο τρίτο κουδούνι δεν ακουγόταν αναπνοή. Ξεχνούσες ότι βρισκόσουν σε μία κατάμεστη αίθουσα με τουλάχιστον 600 – 700 θεατές στην πλατεία, στα θεωρεία, στον εξώστη. Το κοινό παρακολούθησε με εντυπωσιακή ικανότητα προσαρμογής τους ηθοποιούς του ΚΘΒΕ να ερμηνεύουν το κείμενο στα ελληνικά. Υπήρχαν βέβαια και οι ρωσικοί υπέρτιτλοι σε ηλεκτρονική οθόνη αλλά στοιχηματίζω ότι ακόμη και να έλειπαν , την ίδια προσήλωση θα έδειχναν οι θεατές γύρω μου, νέοι, μεσήλικες και ηλικιωμένοι, που ανέπνεαν μ΄ έναν μαγικό τρόπο πάνω ακριβώς στο ρυθμό της παράστασης. Γελούσαν στις χιουμοριστικές ατάκες, έσφιγγαν τις παλάμες στις δραματικές σκηνές, δάκρυζαν λίγο πριν το φινάλε, χειροκροτούσαν με ένταση στην υπόκλιση των ηθοποιών.
Δεν χτύπησε κινητό τηλέφωνο στη μιάμιση ώρα που κράτησε η παράσταση. Και το πιο εντυπωσιακό: δεν έβηξε άνθρωπος. Ούτε ένας. Για όποιον έχει δει παράσταση σε ελληνικό θέατρο, αυτό είναι κάτι πρωτόγνωρο. Τη στιγμή που ξεψυχά ο Λιρ, ακριβώς πάνω στον θρήνο της Αντιγόνης θα βρεθεί ένας ή και περισσότεροι που θα καταστρέψουν την ατμόσφαιρα βήχοντας με παραφορά. Στη Ρωσία, διαπίστωσα ότι οι άνθρωποι στο θέατρο δεν βήχουν. Όχι γιατί δεν υποφέρουν από κρυώματα και γρίπη, αλλά γιατί είναι εκπαιδευμένοι να παρακολουθούν θέατρο. Είναι θεατές-αθλητές που σέβονται το θέατρο και τους ανθρώπους του, που δεν βυθίζονται στα καθίσματα υπαγορεύοντας στους ηθοποιούς «οκ, τώρα διασκέδασέ με», αλλά συμμετέχουν ενεργά στην παράσταση, αποτελώντας μ’ έναν τρόπο ζωντανό κομμάτι της.
Πάνω από 100 θέατρα λειτουργούν στη Μόσχα των 15.000.000 ανθρώπων, τη μόνη πόλη στην Ευρώπη που μπορεί να ανταγωνιστεί το Λονδίνο από πλευράς θεατρικής παραγωγής. Αυτοί οι ίδιοι οι άξεστοι, χοντροκομμένοι Μοσχοβίτες, που έχουν βαλθεί να σου κάνουν δύσκολη τη διαμονή, μεταμορφώνονται παρακολουθώντας θέατρο, το οποίο άλλωστε είναι γι’ αυτούς μία πανάκριβη ψυχαγωγία, με το εισιτήριο να ξεπερνά τα 50-60 ευρώ. Οι αφοσιωμένοι, εκπαιδευμένοι Ρώσοι θεατές δεν βήχουν όπως οι Έλληνες γιατί ξέρουν ότι στο θέατρο, ο βήχας, ο έρωτας και τα λεφτά, κρύβονται.