Η σιωπή των αμνών
Ακόμη μια ανακοίνωση για κλειστά μικρόφωνα, ακόμη μια «απεργία» δημοσιογράφων στα δημόσια ΜΜΕ. Το παιχνίδι παίζεται με σύστημα. Μια μικρονοϊκή, παλαιοκομμουνιστική και αδιέξοδη πολιτική βουβαίνει τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις της ΕΡΤ και αφήνει για μια ακόμη φορά τα ιδιωτικά Μέσα και τα συμφέροντά τους να αλωνίζουν. Γιατί; Επισήμως για να μη χαρακτηριστούν οι εργαζόμενοι […]
Ακόμη μια ανακοίνωση για κλειστά μικρόφωνα, ακόμη μια «απεργία» δημοσιογράφων στα δημόσια ΜΜΕ. Το παιχνίδι παίζεται με σύστημα. Μια μικρονοϊκή, παλαιοκομμουνιστική και αδιέξοδη πολιτική βουβαίνει τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις της ΕΡΤ και αφήνει για μια ακόμη φορά τα ιδιωτικά Μέσα και τα συμφέροντά τους να αλωνίζουν. Γιατί;
Επισήμως για να μη χαρακτηριστούν οι εργαζόμενοι συνάδελφοι δημόσιοι υπάλληλοι. Διότι σύμφωνα πλέον με την κρατούσα άποψη αυτό που κάποτε ήταν μέγα προνόμιο, το δημοσιοϋπαλληλίκι δηλαδή, κατάντησε μομφή και όνειδος. Και επιπλέον υπόκειται σε δραματικές περικοπές των όποιων προνομίων του. Η αλήθεια είναι πολύ πικρή. Ασφαλώς ο δημοσιογράφος δεν μπορεί να είναι δημόσιος υπάλληλος. Μόνο που, εδώ και πολλά χρόνια πλείστοι όσοι εργαζόμενοι στην ΕΡΤ και στα υπό κατάργηση δημοτικά ΜΜΕ, με τις εξαιρέσεις που πάντα επιβεβαιώνουν τον κανόνα, είχαν με πλήρεις αποδοχές μόνοι τους και οικεία βουλήσει, κατατάξει τον εαυτό τους στη χειρότερη μορφή δημοσίου υπαλλήλου, μετατρέποντας τη δουλειά τους σε πάρεργο με ήσσονος σημασία προσφορά, που τους απασχολούσε κανένα δίωρο τη μέρα το πολύ, και την επαγγελματική τους στέγη σε πέρασμα από τη δουλειά πριν τον καφέ στα in στέκια ή σε δεύτερες και τρίτες επαγγελματικές ή προσωπικές ενασχολήσεις.
Τώρα πρωτοστατούν σε κινήσεις που μια ώρα αρχύτερα θα βάλουν ταφόπλακα στο μνήμα της άλλοτε κραταιάς ΕΡΤ. Γιατί άραγε δεν θα μπορούσαν, αντί να διεκπεραιώνουν τη δουλειά τους διαβάζοντας δελτία Τύπου και κυβερνητικές ανακοινώσεις που συσκοτίζουν την αλήθεια, να αφιερώνουν τις ώρες του προγράμματος, με επίσημη κάλυψη από τις οικείες ενώσεις και απεργώντας, για παράδειγμα στην ουσία και την αξία του δημοσιογραφικού λειτουργήματος, στα δίκαια αιτήματά τους ή ακόμη καλύτερα σε οδηγίες επιβίωσης του πληθυσμού στα ακόμη πιο δύσκολα που έρχονται και τα οποία κάποτε κάποιοι πρέπει να αποκαλύψουν; Γιατί δεν θα μπορούσαν εμπράκτως να διαψεύσουν τα προσβλητικά συνθήματα εναντίον των δημοσιογράφων που εκτοξεύονται συλλήβδην και χωρίς εξαιρέσεις; Η απάντηση ευκολονόητη.
Επειδή εδώ και χρόνια το λειτούργημα με τη μέγιστη προσφορά στην κοινωνία και τη δημοκρατία μετατράπηκε σε κοινό επάγγελμα, για αρκετούς προσοδοφόρο, και για πολλούς μέσο κοινωνικής καταξίωσης και εφαλτήριο για άλλα κι άλλα, η ουσία του και η αξία του παρέμεινε terra incognita για τους περισσότερους, ενώ οι λειτουργοί του, – για όποιον θέλει να λέει τα πράγματα με το όνομά τους -, μεταμορφώθηκαν ανεπαισθήτως σε υπαλλήλους, αυτολογοκρινόμενους, περιορισμένους στα ανώδυνα, υποταγμένους στη «γραμμή», βολεμένους σε προνόμια και ευκολίες.
Ακόμη κι αν κινδυνεύει κανείς να γίνει μάντης κακών, δεν μπορεί καθόλου να αποκλειστεί ότι πολύ σύντομα, πολλοί από τους σημερινούς ξιφουλκούντες υπέρ της σιωπής των αμνών στα δημόσια ΜΜΕ θα νοσταλγούν το «δημοσιοϋπαλληλίκι» που μετά βδελυγμίας αποποιούνται σήμερα. Και θα καταλάβουν αργά, πολύ αργά, ότι έβαλαν δραστικά κι αυτοί το χεράκι τους στην πλήρη απαξίωση και τον αργό θάνατο στον οποίο όλοι μαζί καταδίκασαν εκείνα τα Μέσα, που όφειλαν περισσότερο από κάθε τι άλλο να προασπίσουν. Ο πολίτης δεν θα μείνει χωρίς αυτήν την έστω κατευθυνόμενη ενημέρωση. Θα αλλάξει συχνότητα, ραδιοφωνική ή τηλεοπτική και θα συνηθίσει γρήγορα στην καινούργια επιλογή. Και τα μονοψήφια έως σχεδόν μηδενικά ποσοστά τηλεθέασης και ακροαματικότητας θα γίνουν μηδενικά χωρίς σχεδόν. Το οριστικό κλείσιμο που προσδοκούν και προσπαθούν να επιβάλλουν οι τρόικες και οι γηγενείς εντεταλμένοι τους αυτονόητη και αιτιολογημένη πια εξέλιξη.