Η σκοτεινή πλευρά του τουρισμού
Η περίπτωση της Βαρκελώνης που πρέπει να μας προβληματίσει
Λέξεις: Σταύρος Μαρτίνος
Η Βαρκελώνη είναι case study πόλης που μετά τη δικτατορία μεταμορφώθηκε, με όχημα τον επανασχεδιασμό του δημόσιου χώρου της (ο οποίος μέχρι τότε πρακτικά δεν υπήρχε, αφού απαγορεύονταν οι συναθροίσεις).
Ολόκληρη τη δεκαετία του ’80 γίνονταν αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί για σημειακές επεμβάσεις σε τόπους με μεγάλη κοινωνική σημασία, ειδικά στο ιστορικό κέντρο, ενώ με τη διεκδίκηση των Ολυμπιακών του ’92 σχεδιάστηκαν μεγαλύτερες υποδομές και η άγνωστη, έως τότε, πόλη, ανοίχτηκε στον τουρισμό.
Οδηγός του σχεδιασμού, σε διάφορες κλίμακες, ήταν τα (δύσκολα προσβάσιμα, μέσα στη δικτατορία) διαβάσματα που έρχονταν από την Ιταλία, μέσα από το Domus και την Casabella, για τον χαρακτήρα της “Ευρωπαϊκής πόλης” ως συνόλου που αποτελείται από “αστικούς συντελεστές”, καθώς και κάποιες πιο πολιτικά κολάσιμες ιδέες του Henri Lefèbvre από τη Γαλλία, για το “δικαίωμα στην πόλη”.
Κεντρική ιδέα της τεράστιας επένδυσης που έγινε από την τοπική κυβέρνηση της Καταλονίας ήταν να δημιουργηθεί μια Μεσογειακή πόλη-λιμάνι που να μπορεί να προσφέρει στους κατοίκους και τους επισκέπτες της ποιότητα ζωής συγκρίσιμη με της βόρειας Ευρώπης, ενώ η καλή δημόσια αρχιτεκτονική γινόταν αντιληπτή ως ζήτημα δημοκρατίας και ελεύθερης έκφρασης μιας βίαια καταπιεσμένης ταυτότητας.
Σήμερα η κατάσταση έχει ξεφύγει: το ιστορικό κέντρο έχει χαθεί για τους κατοίκους (που δεν αναγνωρίζουν τους τόπους που είχαν σημασία για τους γονείς και τους παππούδες τους και τους αποφεύγουν τελείως) ενώ η πόλη βουλιάζει ολόκληρο τον χρόνο από τουρίστες πολύ χαμηλής στάθμης που φέρνουν εύκολο χρήμα σε μικρές (όμως πάρα πολλές και συνεχόμενες) δόσεις. Η κατοικία είναι προσιτή μόνο σε εισοδήματα βόρειας Ευρώπης, καθώς η μόδα, σε συνδυασμό με την ποιότητα του χώρου που κατασκεύασε το δημόσιο, έφερε “επενδυτές” που αγόρασαν φθηνά και ανέβασαν τις τιμές πώλησης στα ύψη, χωρίς στο ενδιάμεσο να έχουν συνεισφέρει απολύτως τίποτα. Αυτή τη στιγμή, μέσα στα όρια της πόλης, αναδιαμορφώνονται περιοχές κατοικίας μακριά από το κέντρο με κάποιες νέες κοινωνικές υποδομές, κυρίως επαναχρήσεις παροπλισμένων βιομηχανικών συγκροτημάτων, ώστε να αποκτήσουν “νόημα” σαν αυτό που χάθηκε από την παλιά πόλη.
Επίσης, γίνεται σοβαρή προσπάθεια να αποστιγματιστεί η κοινωνική κατοικία μέσα από πάρα πολύ ποιοτικά δείγματα, χτισμένα μέσα στον αστικό ιστό. Ο Δήμος, πρόσφατα, επέβαλε στις εταιρίες οικιστικών αναπτύξεων να διαθέτουν το 30% των νέων τετραγωνικών που χτίζουν, ως κατοικίες με προσταυευόμενο ενοίκιο, όμως και πάλι τα πράγματα μέσα στην πόλη μοιάζουν να είναι κομμένα και ραμμένα για τους τουρίστες του Σαββατοκύριακου και τα κερδοσκοπικά κεφάλαια που παίρνουν υπεραξίες μέσα από τις δημόσιες επενδύσεις.
Το πιο ενδιαφέρον πράγμα που συμβαίνει αυτή τη στιγμή είναι το πού εντοπίζεται και πώς διαμορφώνεται ο χώρος που υποδέχεται τους κατοίκους της ασταμάτητης “εξόδου” από τη Βαρκελώνη: οι Costas. Βόρεια και Νότια της πόλης, κατά μήκος της παραλίας, απλώνεται μία συνεχόμενη, χυμένη προαστιακή κατάσταση με (πρώην) παραθεριστικές πολυκατοικίες που θυμίζουν Κορινθιακό Κόλπο. Συνδέονται γραμμικά μεταξύ τους και με τη Βαρκελώνη μέσω προαστιακού σιδηροδρόμου που τρέχει διαρκώς: Αυτό που είχαν εντοπίσει τη δεκαετία του ’90 οι MVRDV με το “Costa Ibérica”, ενώ η Βαρκελώνη χτιζόταν ακόμα με οδηγό τους ρομαντισμούς του Aldo Rossi.
Οι Costas είναι η πιο ελκυστική περιοχή κατοικίας για τους εργαζόμενους της πόλης που δουλεύουν με ισπανικούς μισθούς, ακόμα και αν πρέπει να βγάζουν τριμηνιαία (επιδοτούμενη) κάρτα προαστιακού της τάξης των 250€ με καθημερινό commute 1-1,5 ώρα ανά διαδρομή. Το ΙΧ είναι εξαιρετικά ακριβή επιλογή, με δύο ή τρία διόδια των 4,5-7,5€ το καθένα ανά διαδρομή 35-40 λεπτών χωρίς κίνηση και βενζίνη αυτή τη στιγμή στα €1,85-1,90/λίτρο. Οι Costas υποδέχονται κυρίως τους νέους μεσαίων εισοδημάτων σε συνδυασμό με εγχώριους και ξένους συνταξιούχους και αυτό δημιουργεί μία πολύ ιδιόμορφη κατάσταση που ακόμα δεν έχει “κάτσει”. Οι τοπικοί δήμοι πάντως, εδώ, σχεδιάζουν αντίστοιχες υποδομές με ορίζοντα το 2030-35, περιλαμβάνοντας αθλητικά κέντρα, σχολεία, παραλιακούς περιπάτους και οίκους ευγηρίας.
Το διά ταύτα είναι ότι σύντομα οι γραμμές του Λαυρίου, της Κινέττας και της Χαλκίδας θα δώσουν λύση (“κάποια” λύση) στο στεγαστικό πρόβλημα που αυτή τη στιγμή έχει αρχίσει να εντοπίζεται στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας, ενώ εδώ είναι ήδη σε πολύ προχωρημένη κατάσταση. Το βλέπω να έρχεται.
Αυτό που ίσως σώζει την Αθήνα είναι ότι οι περιοχές κατοικίας που χτίστηκαν τις δεκαετίες του 50 και του 60 δεν διαθέτουν καμία απολύτως γραφικότητα, δηλαδή είναι άσχημες (έστω, in the eye of the beholder). Για να επιβιώσουν ως πόλη με κάποιο νόημα, είναι επείγον οι παλιές πολυκατοικίες να γίνουν πιο ενεργειακά αποδοτικές και να χτιστούν κάποιες κοινωνικές υποδομές που αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν. Το “κέντρο” στην Αθήνα, ακόμα, δεν είναι εντελώς χαμένη υπόθεση.
*O Σταύρος Μαρτίνος είναι αρχιτέκτων