Parallax View

Η συστηματική και εσκεμμένη διαστρέβλωση ενός εγκλήματος από τα Μ.Μ.Ε.

Άλλη μία γυναικοκτονία προστίθεται στην μακροσκελή λίστα των έμφυλων εγκλημάτων. Άλλη μία φορά που Μ.Μ.Ε. και δημοσιογράφοι δεν εκπληρώνουν τον ρόλο τους.

Parallaxi
η-συστηματική-και-εσκεμμένη-διαστρέβ-1056901
Parallaxi

Λέξεις: Αγγελική Κόγιου

Η βία κατά των γυναικών (έμφυλη βία) αποτελεί ένα παγκόσμιο, διαχρονικό, κοινωνικό φαινόμενο καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεδομένου ότι παραβιάζεται το δικαίωμα της αξιοπρέπειας, της πρόσβασης στη δικαιοσύνη και της ισότητας των φύλων. Η πιο ακραία μορφή έμφυλης βίας, είναι η γυναικοκτονία, η οποία ορίζεται ως η δολοφονία γυναικών λόγω του φύλου τους.

Η έμφυλη βία έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, ειδικά μετά την πανδημία του Covid 19.

Σύμφωνα με  έρευνα  που διεξήχθη από το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Δημοσιογραφίας Δεδομένων  και το Μεσογειακό Ινστιτούτο Ερευνητικής Δημοσιογραφίας, η Ελλάδα σημείωσε την υψηλότερη ετήσια αύξηση γυναικοκτονιών (187,5 %) ανάμεσα σε 20 ευρωπαϊκές χώρες κατά τη διάρκεια της πανδημίας (2020-2021).

Πιο συγκεκριμένα, στην Ελλάδα το 2020 διαπράχθηκαν 19 γυναικοκτονίες, το 2021 31 γυναικοκτονίες, ενώ το 2022 δολοφονήθηκαν 25 γυναίκες εξ αιτίας του φύλου τους, σύμφωνα με τα δεδομένα που συνέλεξε η ελληνική ομάδα του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τη Γυναικοκτονία.

Ο ρόλος των Μ.Μ.Ε. κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικός για την ορατότητα του φαινομένου και για την παρουσίαση του σε ένα ορθό και απαλλαγμένο από έμφυλα στερεότυπα πλαίσιο. Η γυναικοκτονία της Ελένης Τοπαλούδη (28/11/2018) αποτέλεσε την αφετηρία του δημόσιου διαλόγου για το έγκλημα των γυναικοκτονιών σε μία χρονική περίοδο όπου ο όρος «γυναικοκτονία» συναντιόταν αποκλειστικά εντός ακαδημαϊκών φεμινιστικών πεδίων. Παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί μέχρι σήμερα, η πλειοψηφία των συστημικών Μ.Μ.Ε. συνεχίζει να υποβαθμίζει την σπουδαιότητα του φαινομένου και να παραβλέπει εσκεμμένα τον έμφυλο χαρακτήρα του εγκλήματος.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα του γενικότερου τρόπου κάλυψης των γυναικοκτονιών από τα Μ.Μ.Ε. αποτελεί η γυναικοκτονία που διαπράχθηκε την Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης, όταν ένας 38χρονος αστυνομικός δολοφόνησε την 42χρονη πρώην σύζυγο του. Μετά από μία σύντομη έρευνα στον διαδικτυακό ιστό και συγκεκριμένα σε ενημερωτικές ιστοσελίδες διαπίστωσα πως η χρήση του όρου «γυναικοκτονία» δεν αποτελεί τον κανόνα, δεδομένου πως σε πολλές περιπτώσεις η γυναικοκτονία βαφτίζεται «τραγωδία», «δολοφονία» ή/και «έγκλημα».

Στην πλειοψηφία των άρθρων οι πληροφορίες για το έγκλημα αντλούνται από την ΕΛ.ΑΣ, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις παρατίθεται αυτούσιο το δελτίο τύπου της αστυνομίας. Στο σημείο αυτό αξίζει να διευκρινιστεί πως καθήκον των δημοσιογράφων αποτελεί η διεξαγωγή έρευνας, η διασταύρωση πληροφοριών (άρθρο 2, παρ. η. του Κώδικα Επαγγελματικής και Κοινωνικής Ευθύνης των δημοσιογράφων – μελών της Ε.Σ.Η.Ε.Α), και όχι η αναπαραγωγή δελτίων τύπου.

Η δημοσιοποίηση επίσης της οδού και του ορόφου στον οποίο διέμενε το θύμα, πληροφορίες οι οποίες συνοδεύονται από φωτογραφίες που απεικονίζουν την εξωτερική όψη της πολυκατοικίας στην οποία διεξήχθη η γυναικοκτονία, συναντώνται συχνά, ενώ δεν εξυπηρετούν κάποια χρησιμότητα. Παραβιάζουν την αρχή του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής των πολιτών (άρθρο 2, παρ. β του Κώδικα Επαγγελματικής και Κοινωνικής Ευθύνης των δημοσιογράφων – μελών της Ε.Σ.Η.Ε.Α.) και οδηγούν στον στιγματισμό του θύματος και των ανήλικων τέκνων του.

Σε κάποια από τα άρθρα των ενημερωτικών ιστοτόπων οι λεπτομέρειες της εγκληματικής πράξης ακολουθούνται από φράσεις όπως «λίμνη αίματος», «φονικό όπλο» και «γροθιά στο στομάχι». Οι συναισθηματικά φορτισμένες φράσεις και ο δραματικός τόνος δεν αποσκοπούν κάπου παρά μόνο στην  πρόκληση του θυμικού του αναγνωστικού κοινού και εν τέλει στην αύξηση της επισκεψιμότητας της ιστοσελίδας και συνεπώς των κερδών του/της ιδιοκτήτη/ριας.

Γενικότερα, η γυναικοκτονία παρουσιάζεται ως ένα μεμονωμένο περιστατικό, ως ένα προσωπικό πρόβλημα των άμεσα εμπλεκόμενων, το οποίο συνέβη τόσο απρόσμενα –σύμφωνα με τη δήλωση οικογενειακού φίλου του δράστη- με αποτέλεσμα να προκαλέσει την έκπληξη των γειτόνων και της μητέρας του, παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με τις ίδιες πηγές ο θύτης είχε εκφράσει στον πατέρα του την επιθυμία να σκοτώσει την πρώην σύζυγο του. Πρόκειται για μία υποκριτική αντίφαση η οποία σε συνδυασμό με χαρακτηρισμούς που αποδίδονται στον δράστη όπως «ευγενέστατος, ήσυχος, αγαπούσε την οικογένεια του», «δεν μπορούσε να αντέξει ή δεν είχε ξεπεράσει τον χωρισμό», «την αγαπούσε και ήταν τρελά ερωτευμένος» συμβάλλουν στην έμμεση δικαιολόγηση του και στην μετατόπιση των ευθυνών στο θύμα.

Τον ίδιο σκοπό επιτελούν και οι πληροφορίες που αναφέρονται στην αφαίρεση του υπηρεσιακού όπλου του δράστη για ψυχολογικούς λόγους, αφού υπονοείται πως ο δράστης αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα, τα οποία τον ώθησαν στο έγκλημα. Η ταύτιση αυτή πέρα από αβάσιμη, ενισχύει τον στιγματισμό των ανθρώπων με ψυχικές δυσκολίες.

Συμπερασματικά, το φαινόμενο της γυναικοκτονίας προβάλλεται διαστρεβλωμένα και με επικοινωνιακούς όρους από την πλειονότητα των Μ.Μ.Ε.(σίγουρα υπάρχουν εξαιρέσεις). Απουσιάζει εξ’ ολοκλήρου η ορθή τοποθέτηση της είδησης εντός ενός ρεαλιστικού κοινωνικού πλαισίου απαλλαγμένου από πατριαρχικά στερεότυπα. Εκλείπει επίσης οποιαδήποτε αναφορά στα πραγματικά βαθύτερα αίτια του φαινομένου, καθώς και σε τρόπους πρόληψης και αντιμετώπισης. Οι δημοσιογράφοι οφείλουν να λάβουν σοβαρά υπόψη τους την κρισιμότητα του θέματος και των συνεπειών της σκόπιμης παραποίησης του, να επαναπροσδιορίσουν τις αρχές τους τηρώντας τον κώδικα δεοντολογίας του επαγγέλματος και να επανατοποθετήσουν το έγκλημα της γυναικοκτονίας στη σωστή βάση διαφωτίζοντας τους/τις πολίτες.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα