Η… τεχνητή ευφυία και η «Τσάιναταουν» της Νέας Παραλίας
Ο Π. Μιχαλόπουλος καταγράφει με ξεχωριστό τρόπο τα όσα είδε μετά από μια περπατάδα και μια διαδρομή με λεωφορείο του ΟΑΣΘ
Λέξεις: Παναγιώτης Μιχαλόπουλος
Είχα μια δουλειά στο κέντρο και είπα να την συνδυάσω με λίγη περπατάδα. Ξεκίνησα από την Καλαμαριά, πέρασα από το Ποσειδώνιο και το Μέγαρο Μουσικής και μπήκα στην κυρίως Νέα Νέα Παραλία.
Ζέστη και υγρασία! Θυμήθηκα την ατάκα από το Good morning Vietnam την οποία δεν σας μεταφέρω, πρώτον γιατί θα έπρεπε να την ξέρετε και δεύτερον διότι μας διαβάζουν και μικρά παιδιά. Αέρας εντελώς ακίνητος. Νοστάλγησα τις μέρες των διακοπών που τις πέρασα στην παραλία, αγκαλιά με την ομπρέλα για να μην μου την πάρει ο αέρας.
Πέρασα από το installation «η εκδίκηση της γυφτιάς» με τα υπερφωτεινά led walls στον Κήπο των Γλυπτών. Περπάτησα επάνω στο ημικατεστραμμένο ντεκ. Γέλασα πικρά με τις μεγαλόστομες εξαγγελίες για το «μεγάλο πρόγραμμα συντήρησης της Νέας Παραλίας».
Πριν από ένα – δύο μήνες είχαν βάψει το ντεκ με ένα βερνίκι, που τώρα πια είναι ανάμνηση παλιά, κίτρινο γράμμα στο συρτάρι. Όπως γελούσα ένιωσα τριγμούς και παραλίγο το πόδι μου να μπει μέσα στις ξεχαρβαλωμένες σανίδες. “Ωχ, το έχουν εμπλουτίσει με σύστημα τεχνητής ευφυίας και με εκδικείται”, σκέφτηκα. Ευτυχώς ήμουν υποψιασμένος και τα αντανακλαστικά λειτούργησαν καλά.
Σημείωσα με ανακούφιση ότι απουσίαζαν οι τραγουδιστές με τις μικροφωνικές. Αυτό κράτησε μέχρι την περιοχή του Βασιλικού Θεάτρου όπου έδιναν την κακόφωνη παράσταση τους, δύο μπαρμπάδες που συναγωνίζονταν σε φάλτσα και ένταση ήχου εκτελώντας στην κυριολεξία κάποια βαριά λαϊκά.
Αναρωτήθηκα γιατί δεν υπάρχει κανένας να τους μαζέψει και μετά θυμήθηκα ότι είμαστε στη Θεσσαλονίκη την πόλη του μπάστε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δώσετε.
Έφτασα στον προορισμό μου και όταν τελείωσα τη δουλειά μου είπα να επιστρέψω στο σπίτι με λεωφορείο. Εδώ να σας πω ότι έχω αρκετά χρόνια να μπω σε λεωφορείο καθώς δε μου έχει χρειαστεί.
Πήγα στη στάση του Λευκού Πύργου. Η πινακίδα επέμενε ότι το 15 έρχεται σε 22 λεπτά.
Τίποτα άλλο! Λες και δεν περνούν από εκεί άλλες 4-5 γραμμές. Δεν μπορώ να μην επαινέσω το μήνυμα για ένα site που υποστηρίζει τους ανθρώπους που έχουν εθιστεί στα ναρκωτικά. Προφανώς περιμένοντας το λεωφορείο, σκέφτηκα.
Μετά από περίπου 25 λεπτά η οθόνη άλλαξε θέμα και μας ενημέρωσε ότι το «6» έρχεται σε 3 λεπτά και το «5» σε 4 λεπτά. Καθώς με βολεύουν και τα δύο αναρωτήθηκα ποιο να πάρω. Κοίτα χαϊλίκια, σκέφτηκα, από εκεί που δεν ερχόταν κανένα και είχα αποφασίσει να διανυκτερεύσω σε φίλους στις Σαράντα Εκκλησιές, τώρα διαλέγουμε! Την απάντηση στο δίλημμα μου έδωσε μια φωνή από πίσω μου.
«Πάμε με το πέντε που έχει καλά γκομενάκια!». Γύρισα, διακριτικά, να δω τον μάγκα με το τρίκυκλο και είδα ότι τελικά επρόκειτο για πιτσιρίκα βαριά βαριά δεκαπέντε χρόνων με σορτσάκι και τιραντένιο μπλουζάκι.
«Ρε κοίτα πώς γίνανε οι μάγκες!», σκέφτηκα, αλλά μπήκα στο λεωφορείο να μη χάσω τα γκομενάκια, αν και έχω μια υποψία ότι δεν δίναμε την ίδια ερμηνεία στο όρο με το κοριτσάκι.
Το λεωφορείο είχε αρκετό κόσμο, ήταν μονό (εγώ τα είχα αφήσει διπλά τα λεωφορεία σε αυτή τη γραμμή), είχε κλιματισμό και μια παρέα φασαριατζήδων εφήβων. Πιθανώς αυτοί να ήταν «τα γκομενάκια».
Στάθηκα σε μια άκρη και χάζευα την διαδρομή στην παραλία. Περάσαμε από την περιοχή της Τσάινατάουν με τα πολύχρωμα φωτάκια και τους καπνούς, σημάδι αδιάψευστο ότι οι θεοί είχαν κάνει δεκτή την θυσία της παντσέτας. Οι «ομπρέλες» με μεγάλη δυσκολία διακρίνονταν δίπλα στην πολύχρωμη φωτοχυσία των πάγκων.
Στην στάση του Λαογραφικού Μουσείου ένα ζευγαράκι αποχαιρετίστηκε με ένα φιλί, πριν η κοπέλα ανέβει στο λεωφορείο μας. Η θέρμη του φιλιού έκανε την ανάλογη σκηνή της Καζαμπλάνκα να μοιάζει με την χειραψία Ζελένσκι – Σακκελαροπούλου…
Κάποια στιγμή έφτασα στην στάση που είναι κοντά στο σπίτι μου. Κατέβηκα αφού καληνύχτισα τον οδηγό που δεν μου απάντησε, αλλά με κοίταξε λες και είχα μόλις προσγειωθεί με το διαστημόπλοιο μου.