Η τελετή
του Κυριάκου Χαλκόπουλου Εικόνα: Ελένη Βράκα Είναι φυσικό να δυσκολεύεται κανείς να θυμηθεί, ακόμα και το άμεσο παρελθόν, όταν παρουσιάζονται ανησυχίες που ο απώτερος τους στόχος είναι να τον πείσουν για την απίθανη περίπτωση πως αυτό που θυμάται είναι ένα ψέμα. Φυσικά αν είχα όντως τη διάθεση να υποχωρήσω σε αυτές θα γινόταν να επισημάνω […]
του Κυριάκου Χαλκόπουλου
Εικόνα: Ελένη Βράκα
Είναι φυσικό να δυσκολεύεται κανείς να θυμηθεί, ακόμα και το άμεσο παρελθόν, όταν παρουσιάζονται ανησυχίες που ο απώτερος τους στόχος είναι να τον πείσουν για την απίθανη περίπτωση πως αυτό που θυμάται είναι ένα ψέμα.
Φυσικά αν είχα όντως τη διάθεση να υποχωρήσω σε αυτές θα γινόταν να επισημάνω ορισμένα στοιχεία που θα μπορούσαν να τις παρουσιάσουν, όχι ως ορθές βέβαια, αλλά ικανές να στηριχτούν κάπου, αναμφίβολα όμως ως μέρος μιας κακής πλάνης.
Είμαι ένας αστυνομικός. Δέχτηκα την εντολή από τον προϊστάμενο μου να μεταβώ σε αυτό το χώρο, για να εξετάσω την προφανή αυτοκτονία του νέου του κατοίκου. Αυτό το έπραξα. Με τη βοήθεια του ιδιοκτήτη του διαμερίσματος μπήκα και έριξα μια ματιά στο δυσοίωνα μουντό περιβάλλον, όπου δέσποζαν οι χιλιάδες τυπωμένες σελίδες στα ράφια της βιβλιοθήκης. Έπειτα κοίταξα τον φωταγωγό, αυτό το παραλληλόγραμμο χάσμα που είχε πριν από λίγη ώρα καταπιεί έναν άνθρωπο. Κατόπιν υπήρξε μια μικρή σύγχυση, καθώς ο ιδιοκτήτης βρισκόταν εκ νέου έξω από το διαμέρισμα για να με ειδοποιήσει πως είχαν έρθει να πάρουν το πτώμα, κατεβαίνοντας από το άνοιγμα στο ισόγειο. Ακολούθως βρίσκομαι εδώ, αφού επικοινώνησα με τον διοικητή μου και μου ζήτησε να περιμένω την έλευσή του.
Καθώς ο χρόνος κυλούσε αργά αποφάσισα να διαβάσω κάποια από τις αναρίθμητες εκείνες σελίδες, που προφανώς αποτελούσαν το ημερολόγιο του νεκρού. Καθαυτή μια αφύσικη έμπνευση, αφού αυτές δεν προοριζόμουν να τις δω ποτέ, αλλά ίσως να μπορεί να αποδοθεί ακριβώς στην απαγόρευση που μου επιβάλλει ο βαθμός μου η πρόθεση να διαβάσω λιγάκι εκεί τι είχε σημειωθεί, κάτι για το οποίο σε λίγο θα χάσω πλέον κάθε δυνατότητα.
Και ήταν στις γραμμές και στις σελίδες όπου είδα, διαλέγοντας μια στην τύχη, κάποιες από τις σκέψεις του τεθνεώτος. Σύμφωνα με αυτές εκείνος πίστευε- μάλλον η πίστη αυτή θα επεξηγούταν σε κάποιο άλλο σημείο των σελίδων- ότι πέφτοντας στον φωταγωγό θα περνούσε άμεσα σε μία νέα ζωή, πιο ευτυχή από την τωρινή του. Η φράση ότι όπως ήρθε στη ζωή περνώντας μέσα από ένα διάδρομο, έτσι και θα εισχωρούσε στην επόμενη μέσα από έναν κάθετο άλλο, μου κίνησε την περιέργεια, και έτσι συνέχισα να διαβάζω.
Παρακάτω σημείωνε πως δεν ήταν σίγουρος για το τι ακριβώς θα ακολουθούσε του θανάτου του. Είχε ονειρευθεί μια μετάβαση σε μια νέα ύπαρξη, όμως τις λεπτομέρειές της δε τις γνώριζε.
Η σελίδα έκλεινε με την υπόθεση πως ίσως ακόμα και να μη συνέβαινε καθόλου κάτι εύκολο να το φανταστεί. Ίσως να ίσχυε κάτι εξαιρετικά ανήκουστο. Για παράδειγμα μπορεί μια στιγμή μετά από τον τελειωτικό του πόνο, και το θάνατο, να βρισκόταν και πάλι πάνω στο διαμέρισμα, και να κοιτούσε ίσως πάλι στον άδειο φωταγωγό. Ίσως να είχε μια βάση αυτή η εικασία, και υποσημείωνε ότι άλλοτε είχε ασχοληθεί, έστω και όσο περιστασιακά το επέτρεπε η φύση αυτής της αλλόκοτης πεποίθησης, με μια μικρή τελετή στην οποία είχε προδικάσει πώς θα περνούσε από τη μια ζωή στην άλλη. Κατ αυτήν θα έπαιρνε ίσως το σώμα ενός άλλου που θα είχε βρεθεί στο διαμέρισμα, με αυτό να γινόταν άμεσα, ανώδυνα. Θα μπορούσε σε αυτή την περίπτωση να είχε ακόμα και λησμονήσει ποιος ήταν, να είχε μετατραπεί στον άλλο, αλλά η συνείδησή που τον κινούσε θα έμενε απαράλλακτη η δική του, μόνο που αυτό θα το ανακάλυπτε σιγά-σιγά.
Μετά διάβασα και άλλες σελίδες. Η τελετή δεν αναφερόταν όμως ξανά παρά μόνο εν μέρει. Έτσι κάπου πρόσεξα την απορία του πεθαμένου για το είδος του ανθρώπου που θα αποτελούσε το νέο του σαρκίο. Η αρκετά εύλογη κρίση πως αυτός θα γινόταν να είναι ο ηλικιωμένος ιδιοκτήτης, ή κάποιο όργανο των αρχών που θα το καλούσαν για να ερευνήσει την αυτοκτονία του, δε με ενόχλησε, και την υποδέχτηκα αντίθετα με ένα χαμόγελο.
Ωστόσο όταν προσπάθησα να επιλέξω μια τρίτη σελίδα, και είδα εκεί σκόρπια τη μεμονωμένη λέξη «αστυνομικός», ένοιωσα λιγάκι δυσάρεστα. Απέφυγα να κοιτάξω άλλα από τα γραπτά. Ο προϊστάμενος μου δεν είχε ούτε τώρα φτάσει. Βρισκόμουν πάλι μόνος μου, με τις σελίδες απέναντί μου, αλλά πλέον δε μου έδιναν την εντύπωση τόσο ενός νεκρού σωρού, όσο ενός μυστικού που θα γινόταν σχεδόν να αφορά και εμένα…
Η ανακάλυψη ότι η μνήμη μου χώλαινε ήρθε αμέσως έπειτα, και όπως σημείωσα την απέδωσα στο γεγονός ότι είχα αναμφίβολα επηρεαστεί από όσα διάβασα. Εγώ, ένας λογικός άνθρωπος, ένας άνθρωπος με ελάχιστη φαντασία για τέτοια ζητήματα, δεν είναι παράδοξο να ανησυχήσω κάπως από ένα τόσο αναπάντεχο διάβασμα;
Και όμως, σκέφτηκα ότι τώρα, πριν να φτάσει ο επιθεωρητής, θα κρύψω αυτές τις σελίδες που έγραψα, με το μολύβι και το χαρτί του νεκρού, κάπου στο σωρό των άλλων χιλιάδων, σα να ήταν και αυτές ένα κομμάτι τους, και με την ελπίδα αυτή η μικρή παραχώρηση στη δεισιδαίμονα σκέψη να είναι αρκετή για να εξαγοράσω άλλες αγωνίες για εκείνη…
Μα παρόλο που, πέρα από τη βιβλιοθήκη, ένας καθρέπτης στέκει στην άκρη ενός ακόμα βαριού επίπλου, δεν τόλμησα όλη αυτή την ώρα να κοιτάξω τη μορφή μου, όχι μόνο από το φόβο εκείνου που θα μπορούσα να δω, αλλά ακόμα κυριότερα καθώς φαίνεται ότι έχω λησμονήσει ουσιαστικά ακόμα και πώς θα ήταν το απολύτως φυσιολογικό της είδωλο. Και η θέληση να διαβάσω και άλλα χαρτιά ποτέ πλέον δεν υποχωρεί!
*Ο Κυριάκος Χαλκόπουλος γεννήθηκε το 1979 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ολοκλήρωσε τις βασικές του σπουδές. Κατόπιν σπούδασε στην Αγγλία και είναι πτυχιούχος της φιλοσοφικής σχολής του πανεπιστημίου του Έσσεξ. Διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά (Ένεκεν, Δέκατα, Εντευκτήριο, Ίαμβος, Χίμαιρες, Σοδειά, ΑντίΕπιλόγου κ.α.) και σε έντυπα του εξωτερικού (Αγγλία, εφημερίδα Ελευθερία, Γερμανία, περιοδικό Εξάντας). Σήμερα ζει στη Θεσσαλονίκη.
Μπείτε και κάντε like εδώ για να ενημερώνεστε για όλα τα γραμμένα αποκλειστικά για το parallaximag.gr άρθρα.