Η θέα
Ο συγγραφέας Γιάννης Πάσχος γράφει στην parallaxi ένα διήγημα
Λέξεις: Γιάννης Πάσχος
Από το πεζούλι του σπιτιού η θέα των βουνών φαινόταν υπέροχη και καθώς ο αγέρας φυσούσε, οι κορυφές των δέντρων έγερναν συντονισμένες, το τοπίο πάλλονταν ολόκληρο, όμοιο με θάλασσα. Ο Τόνυ έφερε στη σκέψη του την Ευτέρπη, τότε που ήταν διακοπές στη Νάξο, το καλοκαίρι του ’85, ένιωσε τη θάλασσα να πλησιάζει και το κύμα να φτάνει στα πόδια. Αν κι έκανε κρύο, άνοιξη ήταν, αρχές Απρίλη, πέταξε τα παπούτσια και άρχισε να αναπηδά σαν να πλατσούριζε στην άκρη της θάλασσας, κι όσο η σκέψη του τρυπούσε τον χρόνο και η αίσθηση του νερού τον πολιορκούσε, το άγγιγμα της Ευτέρπης ένιωθε, το χαμόγελό της, ακόμη και το αεράκι που περνούσε μέσα από τα μαλλιά της.
Οι κορυφές των κυπαρισσιών κύμα το κύμα στα πόδια του και το άρωμα των ανθισμένων χρυσόξυλων όμοιο αρμύρα θάλασσας. Συνεπαρμένος από την υπέροχη κυματιστή ορεινή θάλασσα πέταξε τα ρούχα του και πηγαινοερχόταν στη άκρη της ακτογραμμής σύριζα στο πέτρινο πεζούλι και τα ζώα τα άγρια που τον κοιτούσαν απορημένα πηδούσαν στη επιφάνεια αυτής της μοναδικής θάλασσας και τις ουρές τους χτυπούσαν όπως τα ψάρια όταν πηδούν έξω από το νερό και για μια στιγμή, ζώα θεόρατα που μόνο του δάσους τα μονοπάτια ήξεραν βρέθηκαν ξαφνικά σε χώρο ανεξερεύνητο, κι όμως, φαίνονταν να χαίρονται αυτή την νέα εμπειρία και, ακόμη κι όταν άρχισε να βρέχει και ο ουρανός κεραυνούς γέμισε, αυτά συνέχισαν τα παιχνίδια με τα κύματα, την ίδια ώρα που αυτός τραγουδούσε στη Ευτέρπη, γυμνός, χορεύοντας στην ακτογραμμή.
Ο Τόνυ κρατούσε το χέρι της Ευτέρπης και λόγια θερμά και ανομολόγητα της ψιθύριζε, κι εκείνης της άρεσε να βλέπει το υψόμετρο να διαλύεται και όλα να υποχωρούν και η θάλασσα να έρχεται ορμητική καταπάνω τους, όπως τότε στην Νάξο, που παραλίγο να πνιγεί αν δεν ορμούσε μέσα στο κύμα ο Τόνυ να την σώσει. Την τράβηξε μέσα στο σπίτι, ο αγέρας δυνάμωσε για τα καλά και το βουητό της θάλασσας απειλητικό, οι κορυφές των δέντρων, ολόιδιες κύμα, μια ίσα που άγγιζαν τα παράθυρα, μια έσκαγαν με θόρυβο πάνω στα τζάμια, αφήνοντας, αντί φύκια και όστρακα, κουκουνάρια και άνθη. Γέμισε ο τόπος πρασινάδα και σαν ο καιρός ησύχασε, όπως και τότε, αγκαλιά οι δυο τους, ερωτοτροπώντας πάνω στο κρεβάτι, αιφνιδιάστηκαν σαν είδαν τις σκιές τους με κολλημένα τα πρόσωπα στο παράθυρο να τους κοιτούν σιωπηλές.
Ο Τόνυ στάθηκε στην άκρη από το πεζούλι, άναψε τσιγάρο και άρχισε να γελά τρανταχτά, τόσο, που τα πουλιά στα διπλανά δέντρα πέταξαν φοβισμένα. Ξάπλωσε γυμνός, καθώς ήταν, πάνω στο πεζούλι κι ένιωσε στ΄ αλήθεια το σώμα της Ευτέρπης ακριβώς πάνω του. Γυμνή ήταν, όπως τότε που δεν πρόλαβε να την σώσει από τα κύματα, στη Νάξο το καλοκαίρι του ‘85.
*Ο Γιάννης Πάσχος είναι συγγραφέας και ομότιμος καθηγητής ιχθυολογίας.