Parallax View

Η Θεά ξαναζεί!

Δεν ήξερα τι δώρα να πάρω. Κανείς από όλους τους Ινδούς φίλους μου στο facebook δεν ήταν «πραγματικός» φίλος. Δεν είχα συναντήσει το βλέμμα τους, δε γνώριζα την περπατησιά τους, δεν είχα μπει στο σπίτι τους, δεν είχαμε φάει ψωμί κι αλάτι. Ήθελα βέβαια να τους φέρω κάτι από την Ελλάδα. Τι όμως; Κατέφυγα στο […]

Parallaxi
η-θεά-ξαναζεί-10481
Parallaxi
1.jpg

Δεν ήξερα τι δώρα να πάρω. Κανείς από όλους τους Ινδούς φίλους μου στο facebook δεν ήταν «πραγματικός» φίλος. Δεν είχα συναντήσει το βλέμμα τους, δε γνώριζα την περπατησιά τους, δεν είχα μπει στο σπίτι τους, δεν είχαμε φάει ψωμί κι αλάτι. Ήθελα βέβαια να τους φέρω κάτι από την Ελλάδα. Τι όμως;

Κατέφυγα στο κατάστημα μουσειακών ειδών στην Εγνατία. Τα μενταγιόν με προϊστορικές θεές της γονιμότητας μου τράβηξαν την προσοχή. Δυό από τις φίλες που θα συναντούσα ήταν δραστήριες φεμινίστριες – θα τους άρεσε, φαντάστηκα, κάτι τέτοιο. Το γαλάζιο για τη Ρίτα, σκέφτηκα, το κόκκινο για την Καμαγιάνι.

Και πράγματι, όταν πήγα στην Καλκούτα, έδωσα το γαλάζιο στη Ρίτα. Στη Ρίτα που γεμάτη πάθος και στατιστικά στοιχεία μού διεκτραγωδούσε τις συνθήκες υπό τις οποίες ζει η μέση Ινδή. Τρώει λιγότερο από τους άντρες του σπιτιού, πάει για πολύ λιγότερο διάστημα στο σχολείο, την παντρεύουν όσο γίνεται πιο μικρή σε κάποιον που να είναι κοινωνικώς αποδεκτός και να δέχεται την προίκα που τη συνοδεύει – τα συναισθήματα είναι πολυτέλεια – όταν μείνει έγκυος την πιέζουν να ξεφορτωθεί τα θηλυκό έμβρυο ή ακόμα και το θηλυκό παιδί της… και συχνά-πυκνά, έτσι και δε συνεχίσει η οικογένειά της να δίνει λεφτά στο συμπεθεριό – η «προίκα» αποδεικνύεται ενίοτε ατελείωτη – τη λούζουν με κηροζίνη, πετάνε ένα αναμμένο σπίρτο και λένε μετά στην αστυνομία «έπιασε φωτιά το σάρι στην κουζίνα». Και πάνε για καινούργιο θύμα.

Την Καμαγιάνι, που είχα μάθει ότι εκπαιδεύει τους αστυνομικούς της Βομβάης σε θέματα ενδοοικογενειακής βίας, δεν κατάφερα τελικά να τη συναντήσω. Δεν έμαθα πόσο τόπο πιάνουν οι προσπάθειές της και αν οι αρχές έχουν αρχίσει επιτέλους να παίρνουν σοβαρά την καθημερινή βία που υφίστανται οι γυναίκες της Ινδίας. Το κόκκινο μενταγιόν μού έμεινε. «Θα βρει το δρόμο του» , σκέφτηκα. «Κάπου θα βρεθεί να το δώσω».

Και στο Δελχί συνάντησα την Λίλα. Μια υπηρέτρια που, χωρίς να ξέρει καν γράμματα, έχει αποκτήσει θαυμαστές στο facebook. Ένας από τους εργοδότες της, ο ‘Αμαντιπ, κάθε τόσο γράφει στη σελίδα του: «Η Λίλα-τζι μού είπε σήμερα….» Και ό,τι λέει η Λίλα το λέει καυστικά, κεφάτα, ντόμπρα, με έναν τόνο που οι φτωχοί μπορεί βέβαια συχνά να χρησιμοποιούν μεταξύ τους, ποτέ όμως μπροστά στα αφεντικά.

Η Λίλα με πήρε από καλό μάτι. Της είπα πως ένας ξένος στην Ινδία δεν έχει την ευκαιρία να δει πώς ζουν οι υπηρέτες, οι σοφέρ, οι εργάτες. “Ντίντι,” (μεγάλη αδερφή), έλα να σου κάνω το τραπέζι την Κυριακή, να δεις το σπίτι μου, να γνωρίσεις την οικογένειά μου. Να δεις πώς ζούμε”.

Και πήγα. Και γνώρισα τη νύφη της, τη Ράνι, που μια φορά μόνο είχε δει τον άντρα της πριν παντρευτεί. «Τι έλπιζες από το γάμο σου;» τη ρώτησα. «Έναν άντρα που να φροντίζει τα μικρά πράγματα, όχι τα μεγάλα, και μια πεθερά που να μη με βασανίζει». Το δεύτερο τουλάχιστον το είχε πετύχει. Και αν ο άντρας της ήταν ρέμπελος – «δεν ξέρω γιατί στράβωσε αυτό το παιδί, κάπου θα φταίω κι εγώ», μονολογούσε η Λίλα – τουλάχιστον δεν την έδερνε, όπως έδερνε παλιά τη Λίλα ο δικός του πατέρας.

Όμως η αδερφή της Λίλας, η Σάντι – Ειρήνη, δηλαδή – είχε χειρότερη τύχη. Την είδα να κάθεται στην άκρη στο πάτωμα, ζαρωμένη, με μάτια φοβισμένα, σα δαρμένο ζώο. Κάτω από το σάλι που κάλυπτε τους ώμους και το στήθος της διέκρινα επιδέσμους. «Τι συνέβη στην αδερφή σου;» ρώτησα. «Από την απελπισία της αυτοπυρπολήθηκε. Την προλάβαμε, αλλά δεν μπορούσαμε να την πάμε στο νοσοκομείο. Η απόπειρα αυτοκτονίας θεωρείται έγκλημα, θα πήγαινε από το νοσοκομείο στη φυλακή. Τη φροντίσαμε στο σπίτι όσο μπορούσαμε αλλά το τραύμα κακοφόρμισε, έπαθε γάγγραινα, χρειάστηκε τελικά να την πάμε στο νοσοκομείο να το καθαρίσουν. Τη βγάλαμε όμως σε τρεις μέρες, δεν μπορούσαμε να την κρατήσουμε στο νοσοκομείο δυό βδομάδες, στοιχίζει πολύ. Τώρα έχει συνέλθει αρκετά. Το κακό είναι ότι ακόμα τρώει ξύλο. Και από τον άντρα της κι από τους γιούς της. Ούτε να τους πετάξω έξω δεν μπορώ, φοβάμαι μη βάλουν φωτιά και σε μας, μην τη σκοτώσουν στο δρόμο».

Όταν ήρθε η ώρα να φύγω, έβγαλα από την τσάντα μου το κόκκινο μενταγιόν. «Είναι μια αρχαία θεά της γονιμότητας, δικιά μας, εξήγησα, έχει «σάκτι», θηλυκή δύναμη, προστατεύει τις γυναίκες». Η Λίλα πήγε να τη βάλει στο εικονοστάσι της, μαζί με τους δικούς της θεούς, αλλά την εμπόδισα. «Φόρα το εσύ», της είπα – και το πέρασε στο λαιμό της.

Ύστερα έφυγα. Μάθαινα τα νέα από τον Άμαντιπ. Η Ράνι μια μέρα είχε πόνους, μου έγραψε. Πήγαν στο γιατρό και περίμεναν με τις ώρες, όπως περιμένουν πάντα οι φτωχοί. Η Λίλα κάποια στιγμή έβγαλε την ελληνίδα θεά από το λαιμό της και την πέρασε στο λαιμό της Ράνι. Μέχρι να έρθει η σειρά τους η Ράνι είχε πάψει να πονάει. «Η θεά αυτή κάνει δουλειά», απεφάνθη η Λίλα.

Και μετά λίγες μέρες, η Ράνι γέννησε. Έκανε κορίτσι – πρόωρο, αλλά υγιέστατο. Η Λίλα έμεινε δυό μέρες μαζί τους στο νοσοκομείο. Κι όταν της έκανε παρατήρηση για την απουσία της μια ηλικιωμένη εργοδότρια – «να’ ταν αγόρι θα το καταλάβαινα, σιγά πια, κορίτσι κάνατε» — η Λίλα θύμωσε. «Δε δουλεύω πια για σένα κυρά μου, βρες άλλη να σου πλένει».

«Ήρθε η Ντίντι και μας έδωσε τη θεά της», μού μήνυσε με τον Άμαντιπ, «και αυτή μας πέρασε απέναντι. Θα δεις, αυτό το κορίτσι θα βγει καλύτερο από όλα τα αγόρια μας».

Η Σάντι πάει καλύτερα, μαθαίνω.

*Οι φωτογραφίες είναι της Ιωάννας Νέζη

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα