Η Θεσσαλονίκη είναι το ταμπού και το τοτέμ μαζί!
του Παναγιώτη Λογγινίδη Σπουδαία αφορμή για ένα ταξίδι στο συλλογικό μας ασυνείδητο ή ακόμα καλύτερα στην έλλειψη κοινής αντίληψης για την πόλη μας, την πόλη των προγόνων τους και των παιδιών μας που θα ‘ρθουν, όποια ρίζα και εάν έχουν. Οι Primavera en Salonico, έχοντας στην κεφαλή του τραπεζιού τη Σαβίνα Γιαννάτου, πέτυχαν αυτό που […]
του Παναγιώτη Λογγινίδη
Σπουδαία αφορμή για ένα ταξίδι στο συλλογικό μας ασυνείδητο ή ακόμα καλύτερα στην έλλειψη κοινής αντίληψης για την πόλη μας, την πόλη των προγόνων τους και των παιδιών μας που θα ‘ρθουν, όποια ρίζα και εάν έχουν. Οι Primavera en Salonico, έχοντας στην κεφαλή του τραπεζιού τη Σαβίνα Γιαννάτου, πέτυχαν αυτό που ούτως ή άλλως είχαν προαποφασίσει: να μας κρατήσουν για δύο ώρες ζωντανούς έχοντας βάλει σε κώμα αυτή την πάντα ύποπτη και αθώα, όμορφη και αποκρουστική, σεμνή και πομπώδη πόλη που μας φιλοξενεί και που δε σου χαρίζεται ούτε με μία ιπποτική επίκληση μεσαιωνικού τύπου. Ο τίτλος της συναυλίας, Θεσσαλονίκη, μία πόλη θησαυρός μία πόλη καταφύγιο. Αμέσως σκέφτομαι ότι στην περίπτωσή μας η πόλη κατάπιε την πόλη. Την αποδόμησε εσωτερικά, με έναν τρόπο χυδαίο, σαν μία έφηβη που ήθελε να μεγαλώσει και δεν ήθελε να κρατήσει τίποτα από το παρελθόν της. Η συναυλία ήταν αφιερωμένη στη Θεσσαλονίκη αλλά όχι σε αυτή που μας έμαθαν, σε μία άλλη πόλη που ξεκουράζεται ογδόντα χρόνια τώρα και επιτρέπει κακοποιήσεις παντός τύπου στο σώμα της λες και δεν τη νοιάζει ή το ευχαριστιέται με τρόπο μαζοχιστικό.
Η Θεσσαλονίκη είναι το ταμπού και το τοτέμ μαζί. Ακούω τις μουσικές και σκέφτομαι ότι απόψε η συναυλία ήταν αφιερωμένη σε έναν άνθρωπο που παρεμπιπτόντως είναι και πόλη. Σε μία γυναίκα που τα μαλλιά της τα λένε Εσθέρ, τα χέρια της Παλάσσα, τα πόδια της Γιελένα και το πρόσωπό της Αϊσεγκιούλ. Όμως η καρδιά της έχει ένα μόνο όνομα: Σαλονίκη, Σελανίκ, Σολούν, Σαλόνικα, Σαλονίκ και συνολικά 13 παραλλαγές. Η γυναίκα αυτή είχε μάθει να τραγουδάει για πολλούς αιώνες και σε διάφορες γλώσσες ώσπου της κόψαν τη φωνή. Τραγουδούσε μέσα απ’τους Μπεκτασίδες στον τεκέ τους στην άνω Πόλη, μέσα από τον Τζάκο που γυρνούσε από εβραϊκό γάμο σε σεφαραδίτικες γιορτές στο κέντρο της πόλης, μέσα απ’το κλάμα της κάθε Παπαγκίκα που έφτασε με ένα σαπιοκάραβο στο Μπαξέ αλλά και μέσα από τη γλώσσα των Βούλγαρων που ζούσαν πίσω απ’το σιδηροδρομικό σταθμό, των Σλαβομακεδόνων και των Αρμενίων που για πολλά χρόνια εκμεταλλεύονται τα αόριστα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για να εξελίσσουν τον πολιτισμό τους και τις καθημερινές τους ανάγκες.
Παραλληλίζω την πόλη με τους Πριμαβέρα. Έξι και αυτοί όσες οι βασικές φιλές που φιλοξενούνταν στον κόλπο της μάνας πόλης. Η Σαβίνα τους διευθύνει με σύμμετρη μετριοπάθεια, χωρίς τυμπανοκρουσίες και αλαλαγμούς που έχουν συνηθίσει οι σύγχρονοι έποικοι της πόλης. Γιατί εάν δεν είμαστε τουρίστες που δεν αφήνουμε ούτε ένα τόσο δα μικρό αποτύπωμα στην πόλη παρά μόνο το ονειρωξικά μας σκουπίδια, τότε τι είμαστε; Η γιγαντιαία ψυχική ανάταση του Γκουβέντα θυμίζει την ιδιοφυία του Κάσσανδρου που δε δίστασε μέχρι και να σκοτώσει τη μητέρα του Μεγάλου Αλέξανδρου για να ιδρύσει την πόλη και να θεμελιώσει την κυριαρχία του ως πολιτικός ηγέτης στην περιοχή. Έτσι και ο Γκουβέντας θυσιάζει τον επιβλητικό του σωματότυπο για να επιτρέψει στο μικρό βιολί να σκαρφαλώσει στο λαιμό του. Άνισος αγώνας αλλά με σπουδαία αποτελέσματα.
Ο Θεοδώρου αποτελεί την πανσπερμία της πόλης, το βαλκανικό της χαρακτήρα που τόσο πολύ δε μοιάζει με την υπόλοιπη Ελλάδα ώστε εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι η πόλη είναι πρωτεύουσα της βαλκανικής αυτοκρατορίας. Το δικό μας αίμα μοιάζει με αυτό που κυλάει στις φλέβες της για όλοι κρύβουμε μέσα μας έναν Εβραίο που εκτοπίστηκε, μία μουσουλμάνα που της πήραν το χωράφι της και το αντάλλαξαν με μία ελπίδα φάντασμα σε ξένον τόπο, με έναν Βούλγαρο που τον σκότωσαν και γκρέμισαν το σχολείο των παιδιών του.
Η Σαββίνα είναι η έβδομη της ομάδας. Είναι το 7 του Ελύτη, ο μαγικός αριθμός που εμφανίζεται όταν και όπου αυτός επιλέξει, σε θαύματα κυρίως, ενίοτε και σε σοφούς ή σε τραγούδια που θα σου πω για να διαλέξεις το σκοπό και ούτω καθ’εξής. Είναι η πόλη με μακριά γκρίζα μαλλιά, χωρίς φτιασιδώματα και άλλα ψεύτικα στολίδια, απογυμνωμένη από ενέσεις ευκολίας, απλή, πληθωρική, θαλερή. Είναι το μακρύ της φόρεμα που ταυτίζεται με το Θερμαϊκό και τη θάλασσα που σαν τοίχος σταματάει το βλέμμα σου όπου κι αν γυρίσει αν γλιτώσει και τελικά δεν πνιγεί μπροστά στο Λευκό Πύργο.
Αυτή είναι η πόλη μας που ανταγωνίζεται τη Θεσσαλονίκη. Αυτό είναι το ωραίο της πρόσωπο όπως ένα γυναικείο πρόσωπο την ημέρα των αρραβώνων της. Το πρόσωπο που είχαμε ξεχάσει με τι μοιάζει και προτιμούμε χρόνια τώρα, ανήμποροι και μεις, να το κρατάμε στην κατάψυξη για να μην ταυτιστεί ποτέ με αυτόν το σχεδόν συκοφαντικό στίχο που ο πολύς κύριος Apollinaire εκστόμισε με μελλοντική ακολουθία, το “poisson pourri de Salonique”. Ή μήπως τελικά είναι η πόλη ένα βρώμικο ψάρι που αφού ανέθρεψε πολιτισμικά ανθρώπους και φυλές έφτασε η ώρα να πεθάνει τουλάχιστον για να εξιλεωθεί και να μη βρωμήσει παραπάνω; Η απάντηση σε 50 χρόνια. Υπομονή.