Η Θεσσαλονίκη και οι μουσικές της: Aπό τον Τσιτσάνη στον ΛΕΞ
Ο Λέων Ναρ γράφει για την πόλη που εξακολουθεί να τροφοδοτεί μέχρι και σήμερα τη μουσική σκηνή της χώρας
Oι ήχοι που συντέθηκαν στη Θεσσαλονίκη ή τους εμπνεύστηκαν θεσσαλονικείς-ιές (ακριβέστερα βορειεοελλαδίτες-δίτισσες) δημιουργοί καλύπτουν μια ευρύτατη θεματολογία, από την πίστα, το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι μέχρι το λεγόμενο έντεχνο, το ροκ και τη ραπ.
Από την εποχή της Μαρινέλλας, του Στράτου Διονυσίου, κι αργότερα του Κώστα Μακεδόνα, του Αντώνη Ρέμου, του Βασίλη Καρρά, του Ζαφείρη Μελά, της Νατάσας Θεοδωρίδου, του Πασχάλη Τερζή, της Δέσποινας Βανδή, της Μελίνας Ασλανίδου, της Πάολα και τόσων πολλών ακόμη που διακρίθηκαν στην πίστα, η Μακεδονία εξακολουθεί να τροφοδοτεί μέχρι και σήμερα τη μουσική σκηνή της χώρας.
Εμείς δε θα επικεντρωθούμε στους εκπρόσωπους της πίστας, θα περιοριστούμε σε λαϊκούς, έντεχνους, ροκ και ραπ ήχους.
Θα ξεκινήσω με τον Βασίλη Τσιτσάνη, ο οποίος, ναι μεν γεννήθηκε στα Τρίκαλα, αλλά το 1938 κατατάχτηκε στο στρατό και υπηρέτησε μεγάλο μέρος της θητείας του στο Τάγμα Τηλεγραφητών στη Θεσσαλονίκη (στο κτίριο που σώζεται πίσω από τη βίλα Αλλατίνι, την έδρα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας). Στην οδό Παύλου Μελά λειτούργησε το φημισμένο ουζερί του, ακριβώς απέναντι μάλιστα, ο Τσιτσάνης έζησε με τη θεσσαλονικιά γυναίκα του Ζωή Σαμαρά τα 4 από τα 6 χρόνια που έμεινε στην πόλη. Ο Τσιτσάνης είχε μάλιστα δηλώσει ότι τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής έβγαλε τον καλύτερο μουσικό του κόσμο. Από πολλά τραγούδια δε λείπουν μάλιστα αναφορές σε τοπόσημα της πόλης, (για παράδειγμα τα «Κούτσουρα του Δαλαμάγκα» που βρίσκονταν στην οδό Νικηφόρου Φωκά, ο «τεκές του Σιδέρη» που βρισκόταν δίπλα στα «Κούτσουρα»). Το 1950 κυκλοφόρησε το τραγούδι «Όμορφη Θεσσαλονίκη» που αποτυπώνει, σε μεγάλο βαθμό, τα αισθήματα του Τσιτσάνη για την πόλη.
Είσαι το καμάρι της καρδιάς μου
Θεσσαλονίκη όμορφη γλυκιά,
κι αν ζω στην ξελογιάστρα την Αθήνα
για σένα τραγουδώ κάθε βραδιά.
Ωωω! όμορφη Θεσσαλονίκη
Ωωω! τα μαγικά σου βράδια νοσταλγώ.
Μέσα στα στενά σου τα σοκάκια
έζησα τις πιο γλυκές στιγμές,
καντάδες χίλιες νύχτες έχω κάνει
για όλες τις μποέμικες καρδιές.
Ωωω! όμορφη Θεσσαλονίκη
Ωωω! τα μαγικά σου βράδια νοσταλγώ.
Πάντα με κρατάς στην αγκαλιά σου,
πάντα σε θυμάμαι και πονώ,
κι αν είμαι τώρα λίγο μακριά σου
με τον καιρό κοντά σου θα βρεθώ.
Πέρα από τον Τσιτσάνη, ξεχωριστή αναφορά οφείλουμε στον θεσσαλονικιό συνθέτη Σταύρο Κουγιουμτζή ο οποίος γεννήθηκε το 1932 στην Άνω Πόλη. Tο σμυρνέικο και το λαϊκό τραγούδι σημάδεψαν, εύλογα, τα πρώτα του ακούσματα. Στα 15 του ο Κουγιουμτζής γράφτηκε στο Κρατικό Ωδείο και από το 1952 εργάστηκε σε νυχτερινά μαγαζιά της Θεσσαλονίκης ως πιανίστας.
Το 1967 μετακόμισε στην Αθήνα και λίγο αργότερα ξεκίνησε τη συνεργασία του με τον ανερχόμενο τότε Γιώργο Νταλάρα, καρπός της οποίας ήταν δεκάδες πετυχημένα τραγούδια. Επέστρεψε στη γενέτειρά του και έφυγε από τη ζωή το 2005.
Της Σαλονίκης μοναχά
της πρέπει το καράβι,
να μην τολμήσεις να τη δεις
ποτέ απ’ τη στεριά.
έγραψε ο Νίκος Καββαδίας ο οποίος, αν και δεν ήταν Σαλονικιός, αγαπούσε ιδιαίτερα την πόλη, γι’ αυτό, άλλωστε, από τα λίγα σχετικά ποιήματά του, δύο από αυτά έχουν τίτλο «Θεσσαλονίκη» και «Θεσσαλονίκη ΙΙ». Υπογραμμίζω ιδιαίτερα ότι ανάμεσα στα δεκάδες τραγούδια που είναι γραμμένα για τη Θεσσαλονίκη η θάλασσα, σε αντίθεση με τα συγκεκριμένα τραγούδια του Καββαδία, παίζει περιορισμένο ρόλο.
Πέρα από τον μη Σαλονικιό Καββαδία, η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης και άλλων μη Σαλονικιών στιχουργών και συνθετών, που έγραψαν ύμνους για την πόλη. Θα ξεχώριζα τον Γιώργο Ζαμπέτα, υπογραμμίζοντας ότι ανάμεσα σε πέντε μεγάλες επιτυχίες του (σχετικές με την πόλη), σε δύο τραγούδησε ο ίδιος. Πρόκειται για τα τραγούδια
«Θεσσαλονίκη» που πρωτοτραγούδησε ο Δημήτρης Μητροπάνος το 1967, το «Ρωμιός αγάπησε Ρωμιά», με ερμηνεία του Σταμάτη Κόκοτα το 1971, «Οι Μακεδόνες», (τραγουδά ο ίδιος το 1972), «Η Μαρίνα η Σαλονικιά» (με τη φωνή του Γιάννη Πουλόπουλου το 1973) και, τέλος, το πασίγνωστο «Στο Λευκό Πύργο» (το ερμήνευσε ο ίδιος). Η Θεσσαλονίκη ενέπνευσε, επίσης, και τον έχοντα θεσσαλονικιά μητέρα Φίλιππο Γράψα να γράψει τα τραγούδια «Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη ξημερώματα» και «Τα Λαδάδικα» που μελοποίησε ιδανικά ο Κύπριος Μάριος Τόκας.
Από τη δεκαετία του 1960 έως και το τέλος του αιώνα σημειώνονται στη χώρα ετερόκλητες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές. Σ’ αυτό το εκρηκτικό πλαίσιο, ιδίως την εικοσαετία 1965-1985, εμπνεύστηκε τα περισσότερα από τα τραγούδια του ο θεσσαλονικιός τραγουδοποιός Διονύσης Σαββόπουλος. Αποτύπωσε σε μεγάλο βαθμό τις όποιες αλλαγές σημειώθηκαν όλα αυτά τα χρόνια, από το Φορτηγό (1966) έως τον Χρονοποιό (1999), μέσα σε ένα διαρκή πειραματισμό, άλλες φορές επιλέγοντας λαϊκό ήχο, άλλες κινούμενος σε παραδοσιακές νόρμες, άλλες σε νεοκυματικό ηχόχρωμα και άλλες πάλι επιλέγοντας πιο ροκ εκδοχές. Ο Σαββόπουλος αφηγήθηκε με το τραγούδι του, πολλές φορές και υπαρξιακά, την περιπέτεια της δικής του γενιάς.
Το 1948 γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη (μέχρι την ηλικία των 6 ετών κατοικούσε μάλιστα στην πόλη, στην οποία αργότερα σπούδασε) ο Παύλος Σιδηρόπουλος. Στη Θεσσαλονίκη γνώρισε το 1969 τον Παντελή Δεληγιαννίδη των «Oλύμπιανς» (άλλο σπουδαίο κεφάλαιο της μουσικής ιστορίας της πόλης οι «Ολύμπιανς» και τα δεκάδες συγκροτήματα των δεκαετιών ’60 και ’70) και δημιούργησαν το συγκρότημα «Δάμων και Φιντίας». Από το 1974 και εξής ο Σιδηρόπουλος συνεργάστηκε με τον Γιάννη Μαρκόπουλο και στη συνέχεια με τους «Σπυριδούλα» και τους «Απροσάρμοστους». Σε σχέση με τη Θεσσαλονίκη υπάρχει σχετική αναφορά του Σιδηρόπουλου σε ποίημα του με τίτλο «Στη Σαλονίκη», το οποίο γράφτηκε το 1973, μελοποιήθηκε το 2019 από τον Δημήτρη Καρρά και ερμηνεύθηκε από Δημήτρη Ζερβουδάκη.
Τομή στη μουσική ιστορία της πόλης θεωρώ τη λειτουργία του στούντιο «Αγροτικόν» του Νίκου Παπάζογλου του σπουδαιότερου ίσως τοπόσημου της μεταπολιτευτικής μουσικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης. Στο στούντιο αυτό ο Παπάζογλου, άλλες φορές ως παραγωγός, άλλες ως ηχολήπτης, άλλες ως μουσικός («Η πόλη από εκεί μακριά δεν είναι τόσο γκρίζα και ο Χορτιάτης φαίνεται να είναι γαλανός» σιγοτραγουδήσαμε όλοι κάποια στιγμή στα ανεπανάληπτα live του) και ενορχηστρωτής, μα πάντα ως εμπνευσμένος δημιουργός, σημάδεψε τη δισκογραφική παραγωγή της χώρας ολόκληρης.
Θα ξεδιπλωνόταν το πληθωρικό ταλέντο του Σωκράτη Μάλαμα, αν ο Νικόλας δεν τον παρότρυνε να ηχογραφήσει τα πρώτα του τραγούδια, τις Ασπρόμαυρες Ιστορίες, με τη σύμπραξη βέβαια, της Ντόρας Ρίζου, παραγωγού της Lyra; Το ίδιο έκανε και με ένα σωρό άλλους. Κόσμος και κοσμάκης ηχογράφησε στο στούντιο, από τις «Τρύπες» και τον εμπνευσμένο Μανώλη Ρασούλη μέχρι τον μέγιστο Θανάση Παπακωνσταντίνου, τη Μελίνα Κανά και τη Λιζέτα Καλημέρη αλλά και την Ελένη Τσαλιγοπούλου. Στο «Αγροτικόν» ηχογραφήθηκαν τραγούδια που έθεσαν τη Θεσσαλονίκη στο επίκεντρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας της χώρας στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ζυμώθηκαν σχέσεις που σημάδεψαν τα μουσικά δρώμενα της χώρας, προέκυψαν ένα σωρό σπουδαίες συνεργασίες.
Υπήρχαν καταπληκτικές στιγμές δημιουργίας, πρώτα από όλα γιατί το στούντιο αποτέλεσε έναν πυρήνα όπου μαζεύονταν διάφοροι και προσέφεραν καινοτόμες ιδέες και εναλλακτικά παιξίματα. Πώς αλλιώς μπορούσαν να προκύψουν τέτοιες πρωτότυπες μουσικές, τέτοιες εμπνευσμένες ενορχηστρώσεις, τέτοια σπάνια ηχοχρώματα; Δεν υπήρχε αντίστοιχος χώρος στη Θεσσαλονίκη με τέτοια δημιουργική αυτονομία. Εκεί γίνονταν τα πάντα: εκεί κλείνονταν οι συναυλίες, εκεί κουβεντιάζονταν θέματα που απασχολούσαν πολλούς δημιουργούς σε οικεία ατμόσφαιρα. Εκεί το πνεύμα της όποιας παραγωγής ακολουθούσε πάντοτε τη γραμμή του ποιοτικού οράματος.
Αναφέρομαι κυρίως στα τέλη της δεκαετίας του ’80, αρχές της δεκαετίας του ’90, τότε που η πόλη πρωταγωνιστούσε στα μουσικά δρώμενα της χώρας. Την περίοδο εκείνη οι Άγαμοι Θύται έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση (τον Οκτώβριο του 1990), εγκαινιάζοντας τη μουσική σκηνή «Βολτάζ», στην οποία έπαιξε και η Μαριώ με τον Χονδρονάκο που είχαν ξεκινήσει να παίζουν μαζί τη δεκαετία του ‘60 πιο δυτικά, στη θρυλική «Καλύβα». Την ίδια, πάνω κάτω, εποχή, στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα, ο Δημήτρης Ζερβουδάκης, ο Γιώργος Καζαντζής, ο Αργύρης Μπακιρτζής και οι «Χειμερινοί Κολυμβητές», ο Γιώργος Ζήκας αποτύπωναν το γερό στίγμα τους στο ελληνικό τραγούδι.
Πέρα, από αυτούς-ες που ήδη αναφέρθηκαν υπάρχει μια πλειάδα έντεχνων συνθετών και ερμηνευτών που εμπλουτίζουν διαρκώς τόσο τη δισκογραφία όσο και τις ζωντανές τους εμφανίσεις, επιμένοντας να εμπνέονται και να δημιουργούν στη Θεσσαλονίκη, όπως ο Κώστας Βόμβολος και οι Primanera en Salonico, ο Γιώργος Χριστιανάκης και τόσοι άλλοι. Στην πόλη συνέχιζαν συνειδητά να «ιερουργούν» οι εξαιρετικοί Παναγιώτης Καραδημήτρης, Ανδρέας Καρακότας, Δημήτρης Νικολούδης, η Μαρία Φωτίου, ο Θωμάς Κοροβίνης, ο Παντελής Θεοχαρίδης, οι δεξιοτέχνες του μπουζουκιού Χρήστος Μητρέντζης, Παντελης Χατζηκυριάκος (πόσες βραδιές ξημερωθήκαμε στην «Τομπουρλίκα»), οι «μυθικοί» πια Σωκράτης και Καμπουρέλος, που συνόδευαν στο υπόγειο «Μινουί» την εμβληματική Λιλή, ο αξέχαστος Αγάθωνας. Αλλά και ο κιθαρίστας Δημήτρης Σφίγγος που μαζί με τον Δημήτρη Μυστακίδη εμπνεύστηκαν την «Πριγκιπέσσα» (ο Μυστακίδης παράλληλα έχει «γράψει εκατοντάδες χιλιόμετρα» ως κιθαρίστας αρχικά του Παπάζογλου αργότερα του Θανάση Παπακωνσταντίνου και έχει παίξει πλέον και σόλο σε κάθε γωνιά της χώρας), ο σπουδαίος βιολονίστας και τραγουδιστής πλέον Φώτης Σιώτας, ο επίσης βιολονίστας Κυριάκος Γκουβέντας και άλλοι εξαίρετοι μουσικοί, ο Αλέξης Αποστολάκης, ο Μπαντουκ, ο Μπασλάμ και τόσοι ακόμη. Επίσης το συγκρότημα Blues Wire, η Γεωργία Συλλαίου, ο πιανίστας Σάκης Παπαδημητρίου αλλά και οι πιο κλασικοί, ο πιανίστας Γιάννης Βακαρέλης, ο βιολιστής και μαέστρος Άλκης Μπαλτάς, o πιανίστας και συνθέτης Γιώργος Λαζαρίδης, η πιανίστα Δόμνα Ευνουχίδου, ο σπουδαίος Χρίστος Γαλιλαίας και πολλοί-ές ακόμη.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η Θεσσαλονίκη πρόσφερε παλιότερα, σε έναν βαθμό, επαρκείς συνθήκες καλλιτεχνικής έκφρασης αλλά και εργασίας, τροφοδοτούσε με ερεθίσματα τους νέους καλλιτέχνες, άνοιγε νέους δρόμους. Η εποχή ευνοούσε τόσο την τραγουδοποιεία όσο και τα ροκ συγκροτήματα, η φρεσκάδα της μουσικής και ο πολύ καλός στίχος τους άλλαξε τη λογική της συνηθέστερης επιλογής του αγγλόφωνου στίχου που κυριαρχούσε ως τότε.
Νέες μπάντες ξεφύτρωναν η μία μετά από την άλλη, νέοι χώροι, όπως ο εμβληματικός «Μύλος» του Νίκου Στεφανίδη, εμπνευσμένες δημιουργικές κινήσεις, όπως η «Ano Kato Records» του Γιώργου Τσακαλίδη, ραδιοφωνικοί σταθμοί με πολύ ενδιαφέρον ρεπερτόριο, η λειτουργία της LYRA στη Θεσσαλονίκη, με την εμβληματική παρουσία της Ντόρας Ρίζου, αλλά και ένα σωρό άλλες παράμετροι έδωσαν στην πόλη, για μια δεκαπενταετία περίπου, έναν δημιουργικό αέρα που έχει χάσει προ πολλού. Την περίοδο αυτή επίσης πρωτοστατήσαν στις ροκ μουσικές σκηνές της χώρας δύο εξαιρετικές ροκ μπάντες που η κάθε μια χάραξε τη δική της πορεία, οι «Τρύπες» και τα «Ξύλινα Σπαθιά».
Οι «Τρύπες» ξεκίνησαν το 1983 επηρεασμένοι κυρίως από την εναλλακτική ροκ μουσική σκηνή. Κυκλοφόρησαν συνολικά έξι δίσκους, ξεκινώντας με το ομώνυμο Τρύπες το 1985 που ηχογραφήθηκε στο στούντιο του Παπάζογλου από το οποίο ξεχώρισε αμέσως το τραγούδι «Ταξιδιάρα Ψυχή». Από δίσκο σε δίσκο υπήρχε εξακολουθητική εξέλιξη στον ήχο, τα ακούσματα ήταν ιδιότυπα και σταδιακά κατακτήθηκε προσωπικό ύφος, με την αποφασιστική συνδρομή του σπουδαίου κιθαρίστα Μπάμπη Παπαδόπουλου. Το 1993 η κυκλοφορία των Εννιά Πληρωμένων Τραγουδιών πιστοποίησε την ωρίμανση, το τραγούδι «Δεν Χωράς Πουθενά» ακούγεται ακόμη και σήμερα παντού.
Είναι η ίδια χρονιά που «Τα Ξύλινα Σπαθιά» εμφανίστηκαν στο προσκήνιο. Η πεντάδα (που αργότερα έγινε τελικά τετράδα), κυκλοφόρησε το cd Ξεσσαλονίκη, το τραγούδι «Ο Βασιλιάς της Σκόνης» ξεχώρισε. Το 1995 κυκλοφόρησε το σπουδαίο Πέρα από τις πόλεις της Ασφάλτου. Τα τραγούδια «Λιωμένο Παγωτό» και «Φωτιά στο λιμάνι» συγκαταλέγονται ακόμη και σήμερα ως τραγούδια κορύφωσης σε κάθε live.
Χρονιά σταθμός για τα μουσικά δρώμενα της πόλης είναι το 2014, μια και τότε κυκλοφορεί το πρώτο σόλο άλμπουμ του ΛΕΞ, με τίτλο Ταπεινοί και Πεινασμένοι. Ο ραπ ήχος επενδύεται στα τραγούδια του με στίχους εμπνευσμένους από τα κυρίαρχα προβλήματα της εποχής, επικεντρώνονται θεματικά στη διαφθορά και στον φασισμό. Η δεύτερη ολοκληρωμένη δισκογραφική του δουλειά, το «2XXX» που κυκλοφορεί το 2018 είναι αυτή που καθιερώνει πλέον τον ΛΕΞ ως ποιητή του περιθωρίου. Οι στίχοι του για τον κοινωνικό παραλογισμό και την κρίση ηθικών αξιών επικεντρώνονται εδώ, με μια πιο στοχευμένη οπτική, στην παραβατικότητα, στο ποδόσφαιρο, στη μετανάστευση, και στον παραλογισμό του κράτους. Αποτυπώνονται όψεις μιας άλλης Σαλονίκης, όχι της πολυπολιτισμικής, της Πρωτεύουσας των Βαλκανίων, της ερωτικής πόλης, αλλά του θολού αστικού της ιστού, των φωνών που δεν τους δίνεται χώρος για να εκφραστούν. Ο λόγος του ΛΕΞ είναι σαφέστατα επικριτικός και συχνά καταγγελτικός, στιγματίζει την αδυναμία μας να συνυπάρξουμε, μιλάει, θαρρείς, οικουμενικά αφορμώμενος όμως από τη γειτονιά.
Κλείνοντας, όπως ελπίζω φάνηκε, επιβεβαιώνεται ότι η Θεσσαλονίκη και οι μουσικές της δεν έχουν απασχολήσει αναίτια τόσους και τόσους ερευνητές σε διδακτορικές διατριβές, μονογραφίες και βιβλία, τόσες και τόσους δημοσιογράφους σε άρθρα, επιφυλλίδες και συνεντεύξεις που αποπειρώνται να ερμηνεύουν τη μουσική ιδιαιτερότητά της. Φαίνεται πως το γεγονός ότι η Θεσσαλονίκη υπήρξε για αιώνες ένα πολυπολιτισμικό χωνευτήρι των τεχνών και μια κομβική πόλη-σταθμός εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την ποικιλία. Ίσως πάλι εξηγείται από το γεγονός της κοινωνικής ανθρωπογεωγραφίας της, ίσως και από το ότι η Θεσσαλονίκη, ακόμη και σήμερα, αρνείται να αυτοπροσδιοριστεί: τι είναι, άραγε, περισσότερο βαλκανική ή μεσογειακή, πολυεθνοτική ή αυστηρά εθνική, ανατολική ή δυτική;
*Ο Λέων Νάρ είναι συγγραφέας και διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας του ΑΠΘ
**Το παραπάνω άρθρο δημοσιεύτηκε στο επετειακό τεύχος των 35 χρόνων της parallaxi