Η Θεσσαλονίκη μέσα από το ασφαλές βλέμμα της απόστασης
Πώς βλέπει την πόλη ένας άνθρωπος που την έζησε με το «κουτάλι», αλλά τώρα είναι επιστήμονας - μετανάστης στην Αγγλία
Λέξεις: Γιάννης Νισύριος
Είμαι ένας από τους πολλούς επιστήμονες μετανάστες της τελευταίας δεκαετίας και ζω με την οικογένειά μου σε μια μικρή πόλη της βορειοδυτικής Αγγλίας, ανάμεσα στο Μάντσεστερ και το Λίβερπουλ. Πριν την μετανάστευση, και για τα περισσότερα χρόνια της ενήλικης ζωής μου, ζούσα και εργαζόμουν στην Θεσσαλονίκη, μέχρι που έφυγα για να αναζητήσω επαγγελματική εξέλιξη και μια ζωή μακριά από τους περιορισμούς και τις εμμονές της Ελλάδας.
Έχω λοιπόν καταρχήν να πω το εξής, φίλε Θεσσαλονικιέ αναγνώστη: Δεν φαντάζεσαι πόσο τυχερός είσαι που ζεις σε μια ζωντανή παραθαλάσσια μεσογειακή μεγαλούπολη μιας χώρας όπου έχει 7 μήνες τον χρόνο καλοκαίρι – και μην το θεωρείς καθόλου αυτονόητο!
Σκέψου πόσος κόσμος ζει στις σκοτεινές βιομηχανικές πόλεις του αγγλικού βορρά, με τα κόκκινα τούβλα και την βικτωριανή ρυμοτομία, όπου ο κόσμος βγαίνει από το σπίτι του μόνο για να ψωνίσει στα εμπορικά κέντρα ή για να πιει μέχρι λιποθυμίας στις παμπ…
Από την άλλη, πώς να μην παρατηρήσει κανείς το πόσο πιο προσεγμένος είναι ο δημόσιος χώρος εδώ, στην άλλη άκρη της Ευρώπης; Τα πάντα (καλά, τα περισσότερα) μοιάζουν να είναι μονίμως στην θέση τους, φροντισμένα και τακτοποιημένα από ένα μαγικό αόρατο χέρι. Άδειοι κάδοι, ομαλά πεζοδρόμια, κουρεμένα πάρκα και ξεχορταριασμένα μονοπάτια. Δεν είναι τα πάντα τέλεια, αλλά γενικότερα το επίπεδο ευταξίας του δημόσιου χώρου απέχει παρασάγγας από αυτό που συναντώ ως τουρίστας στην Θεσσαλονίκη – και, να πω την αλήθεια, περισσότερο στεναχωριέμαι όταν βλέπω την πατρίδα να μην είναι όπως θα μπορούσε, παρά νιώθω υπερηφάνεια για τον τόπο που ζω πλέον.
Η διαφορά είναι ακόμη εντυπωσιακότερη κατά την διάρκεια της οδήγησης γιατί παρατηρείς την προσπάθεια που γίνεται για να μην εκτίθεται ο οδηγός σε αναίτιους κινδύνους και μικρές ανούσιες συγχύσεις: τα έργα θα γίνουν όταν θα ενοχλήσουν λιγότερο, αφού οι οδηγοί ενημερωθούν με πινακίδες εβδομάδες πριν, τα αυτοκίνητα δεν θα παρκάρουν παράνομα, πόσο μάλλον να διπλοπαρκάρουν (μακριά από διασταυρώσεις, στάσεις και ράμπες), οι διαγραμμίσεις δεν ξεθωριάζουν, οι πινακίδες δεν είναι γραμμένες, ούτε κρύβονται πίσω από δέντρα.
Δεν νομίζω ότι τα παραπάνω είναι αδύνατο να γίνουν στην Θεσσαλονίκη, αλλά χρειάζεται συνεχής προσπάθεια από την Διοίκηση για να είναι το αστικό περιβάλλον προσεγμένο και ασφαλές, η οποία δημιουργεί καταρχήν τις προϋποθέσεις για μια ήρεμη καθημερινότητα: Κάθε μία επιπλέον φροντίδα είναι ένα ατύχημα που αποφεύγεται, ένα δευτερόλεπτο στον δρόμο που κερδίζεται, μια μικρή σύγχυση που δεν ενόχλησε. Αυτό, όσο ανεπαίσθητο και αν είναι από μόνο του, όταν (δεν) επαναλαμβάνεται 30-40 φορές κάθε μέρα, η καθημερινότητα γίνεται απλή και χωρίς δυσάρεστες εκπλήξεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει το εκάστοτε δίποδο ζώο που θα παρατήσει το αυτοκίνητό του πάνω σε ένα πεζοδρόμιο μετά από μια τρελή σαββατιάτικη νύχτα – αυτό θα είναι όμως μια θλιβερή εξαίρεση παρά ο κανόνας. Σε κάθε περίπτωση όμως, το προσεγμένο αστικό περιβάλλον το σέβονται οι πολίτες – πόσο πιο δύσκολο είναι να πετάξει κάποιος ένα σακουλάκι σε ένα πεντακάθαρο πάρκο ή να είναι ο μόνος που θα διπλοπαρκάρει σε έναν δρόμο; Και, φυσικά, για όσους δεν συγκινούνται, υπάρχει η βεβαιότητα του προστίμου η οποία επαναφέρει στην τάξη και τον πιο αντικοινωνικό. Χωρίς μα και μου.
Δύο βασικά πράγματα λοιπόν κάνει η Διοίκηση: φροντίδα του δημόσιου χώρου και τιμωρία σε όποιον παρανομεί. Χωρίς περιστροφές, δικαιολογίες για έλλειψη υποδομών, επικλήσεις στην ατίθαση βαλκάνια ψυχή και άλλα φαιδρά. Διότι ούτε οι Άγγλοι είναι καλύτεροι από τους Έλληνες (τους βλέπετε πώς κάνουν στα νησιά τα καλοκαίρια, εκεί που τους παίρνει), ούτε εδώ στον αγγλικό βορρά έχουμε τίποτε φοβερές υποδομές (εδώ να δείτε πώς μιλάνε για το “κράτος της Νότιας Αγγλίας”). Μην νομίζετε δηλαδή ότι εδώ έχουμε μετρό-σφαίρα κάτω από το σπίτι μας ή τεράστια δωρεάν δημοτικά πάρκινγκ όπως πιστεύουν μερικοί. Χρησιμοποιούμε το αυτοκίνητο όσο κι εσείς – ίσως και περισσότερο γιατί οι αποστάσεις είναι μεγαλύτερες, και παρκάρουμε σε πάρκινγκ σε εύρος τιμών ίδιο με της Θεσσαλονίκης. Μόνες εναλλακτικές είναι ο προαστιακός-τραμ και το αστικό.
Γιατί όμως να γίνονται αυτά στο Λίβερπουλ ή το Μάντσεστερ και όχι στην Θεσσαλονίκη; Δεν είναι πιο σημαντικός ο δημόσιος χώρος σε μια πόλη όπου ο κόσμος ζει την ζωή του έξω, σε ένα σχεδόν μόνιμο καλοκαίρι; Δεν θα έπρεπε λοιπόν η καθημερινή, αόρατη αυτή φροντίδα του να είναι κομμάτι της ζωής της Θεσσαλονίκης πολύ περισσότερο από ότι σε μια γκρίζα χώρα όπου οι άνθρωποι κλείνονται σπίτι μόλις επιστρέψουν από την εργασία τους;
Διαβάζω με ενδιαφέρον τα πλάνα για την Θεσσαλονίκη του μέλλοντος: Μετρό, νέος Άξονας Αριστοτέλους, επέκταση στην Παλιά Παραλία, μελέτες επί μελετών για απίθανα πρότζεκτ στο ΣΒΑΚ… Τι νόημα έχουν όλα αυτά αν δεν μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι οι οδικοί άξονες είναι άδειοι από παράνομα σταθμευμένα οχήματα, τα πεζοδρόμια προσεγμένα και χωρίς μηχανάκια, τα πάρκα καθαρά, οι παιδικές χαρές συντηρημένες, τα πάρκα χωρίς σκουπίδια; Πώς γίνεται να προγραμματίζουμε νέες εντυπωσιακές αναπλάσεις που θα κοστίσουν απίστευτα χρήματα όταν το μεγαλύτερο και δημοφιλέστερο έργο της πόλης, η Νέα Παραλία, είναι ασυντήρητη από τότε που ξαναφτιάχτηκε – πόσο δύσκολο είναι πια να αλλαχτούν χίλιες καμένες λάμπες, να επισκευαστεί το ξύλινο ντεκ και να φροντιστούν οχτώ πάρκα;
Δεν ξέρω τι φταίει ακριβώς, αλλά πίσω από δικαιολογίες για μπερδεμένες αρμοδιότητες μεταξύ Δήμου-Περιφέρειας-Κυβέρνησης, δυσκολία στην δημοπράτηση εργολαβιών, έλλειψης προσωπικού και δεν-ξέρω-τι-άλλο φαίνεται μια διαχρονική ανικανότητα να λυθούν τα απλά, μικρά, μπανάλ προβλήματα της πόλης. Δεν πιστεύω ότι είναι μη επιλύσιμα (αλλού πώς τα λύνουν;), ούτε δα ότι δεν υπάρχουν χρήματα και προσωπικό που για άλλα κι άλλα υπάρχουν.
Έχω όμως μια υποψία, διότι και άλλα πράγματα στην Ελλάδα γίνονται κάπως έτσι, ότι μάς προτείνεται μια πονηρή συμφωνία: Όπως σας κλείνω εγώ το μάτι και σας αφήνω να κάνετε τα δικά σας, κλείστε κι εσείς το μάτι σε εμένα, την Διοίκηση, και μην νοιάζεστε που δεν κάνω αυτά που πρέπει. Ο καθένας κάνει την δουλίτσα του κουτσά-στραβά, και όλοι ευχαριστημένοι. Ίσως και η πλειοψηφία να θέλει αυτήν την μπαχαλοειδή κατάσταση, ή τουλάχιστον να μην κάνει κάτι για να την ανατρέψει, και ψηφίζει ανάλογα.
Αν όμως, φίλε σκεπτόμενε Θεσσαλονικιέ αναγνώστη, αν δεν θέλεις να μιλάμε και το 2027 για τα ίδια και τα ίδια, να πρέπει να επιβραβεύσεις (γιατί εγώ δεν θα είμαι εκεί για να ψηφίσω) αυτούς που θα υποσχεθούν ότι θα κάνουν καταρχήν τα απλά και βασικά: να φροντίζουν τον δημόσιο χώρο και να τιμωρούν τους παραβάτες. Ίσως έτσι ξεκινήσει η πόλη να παίρνει μπροστά και να σταματήσει να κάνει reset κάθε καλοκαιρινό απόγευμα στην περατζάδα της Νέας Παραλίας.
*Ο Γιάννης Νισύριος ζει στο Λίβερπουλ και εργάζεται σε πολυεθνική βιομηχανία χημικών.