Η υπόθεση του αστυνομικού της Βουλής. Βοηθάμε ή επιδεινώνουμε;
Στο τέλος σημασία έχει η προφύλαξη της ανθρώπινης ζωής και δη της ανήλικης.
Λέξεις: Αϊδόνα Κυριακή Τσεπελάκη
Έχει ανοίξει ένας τεράστιος διάλογος για τον φερόμενο ως δράστη αστυνομικό της βουλής που κατηγορείται για 11 αδικήματα όπως βιασμούς κατά εξακολούθηση των ανηλίκων παιδιών του και της γυναίκας του, οπλοκατοχή, ξυλοδαρμούς, πορνογραφία ανήλικων και πολλά άλλα.
Υπάρχουν κάποια βασικά ζητήματα. Πρώτον η ερώτηση που “καεί” το πανελλήνιο πως μπορεί κάποιος πατέρας να διαπράττει τέτοια αδικήματα εις βάρος των ανηλίκων παιδιών του με το μικρότερο να είναι 9 ετών. Πως μπορεί και η μητέρα να συμμετέχει σε αυτά τα αδικήματα; Και τελικά ποιος προστάτευε αυτόν τον άνθρωπό και φαίνεται να ήταν υπεράνω νόμου;
Στην προσπάθεια να απαντήσουν σε αυτά οι δημοσιογράφοι και οι ειδικοί Ψυχικής υγείας όπως ψυχολόγοι και ψυχίατροι φαίνεται να έχουν χάσει τα όρια της δεοντολογίας. Οι μεν δημοσιογράφοι οφείλουν να προστατέψουν τα προσωπικά στοιχεία των κατηγορούμενων και δη των ανηλίκων παιδιών. Οφείλουν να ενημερώσουν το κοινό για την υπόθεση στο βαθμό που εξυπηρετεί την διάδοση της είδησης και της ενημέρωσης και όχι την δημιουργία ενός λαϊκού δικαστηρίου και την διαπόμπευση των προσώπων και την διάδοση ευαίσθητων προσωπικών πληροφοριών .
Έχουν έρθει στην δημοσιότητα κατ’ αρχήν φωτογραφίες του ζεύγους με μη θολωμένα πρόσωπα και μετά με θολωμένα. Έχει γίνει γνωστή η περιοχή που διέμενε η οικογένεια, οι απόπειρες αυτοκτονίας των παιδιών, η γενέτειρα της συζύγου ενώ μάλιστα κάμερες πήγαν στην πόλη που κατάγεται για να εκμαιεύσουν κι άλλες πληροφορίες που έφεραν στην δημοσιότητα.
Έχουν δοθεί μέχρι και λεπτομερείς μαρτυρίες των παιδιών στην τηλεόραση οι οποίες περιγράφουν πράξεις με γλαφυρές περιγραφές που μόνο σε δικαστικές αίθουσες οφείλουν να κατατίθενται καθαρά για λόγους απόδοσης δικαιοσύνης.
Αναρωτιέμαι, έχει σκεφτεί κανείς τα παιδιά; Μιλάμε για παιδιά δημοτικού και γυμνασίου . Όλοι στο σχολείο τους γνωρίζουν πλέον τι έγινε μέσα στο σπίτι τους, όλοι οι γονείς των παιδιών, όλοι οι δάσκαλοι, όλη η γειτονιά, όλοι οι συνάδελφοι, οι οικογενειακό φίλοι, οι συγγενείς, ο ευρύτερος περίγυρος και συνάμα όλη η Ελλάδα. Γιατί δεν πρέπει να γνωρίζουμε πολύ ευαίσθητες πληροφορίες;
Γιατί στιγματίζουν ανεπανόρθωτα. Έχουμε επανατραυματισμό, δηλαδή τα παιδιά δεν φτάνει που έζησαν όπως λέγεται όσα έζησαν, αλλά η ιστορία τους παίζει καθημερινά στα κανάλια και θα υπάρχει για πάντα στο διαδίκτυο να τα συντροφεύει για μια ζωή. Έχουν έπειτα να περάσουν από συγκεκριμένες διαδικασίες καταθέσεων, που δεν γνωρίζουμε πόσες φορές χρειάστηκε να καταθέσουν και αν τα περιβάλλοντα ήταν κατάλληλα. Εμείς δεν πρέπει να τους το κάνουμε ακόμη πιο δύσκολο. Όλη αυτή η διαπόμπευση δεν ωφελεί την υπόθεση, αλλά βάζει κι άλλα εμπόδια στην ζωή αυτών των παιδιών.
Αναρωτιέμαι πως θα προχωρήσουν έπειτα; αν θα μπορούν να βγουν από το σπίτι; αν θα μετακομίσουν; αν θα αλλάξουν χώρα γιατί εμείς γνωρίζουμε απόρρητα στοιχεία που τα ταυτοποιούν και τους στερούν το δικαίωμα να συνεχίσουν τις ζωές τους.
Αυτά τα ζητήματα πρέπει και οφείλουν να τα αντιμετωπίζονται αυστηρά και μόνο από ειδικούς επαγγελματίες του χώρου σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, μακριά από κανάλια και σχολιασμούς . Χρειάζεται σαφώς η είδηση όμως πρέπει να μένει εκεί που οφείλει, στην ενημέρωση και όχι στην διαπόμπευση. Είναι σημαντικό η είδηση να κινητοποιεί, να αφυπνίζει και να προβληματίζει μια κοινωνία. Να αλλάζουν οι νόμοι, να εφαρμόζονται τρόποι αντιμετώπισης και διαχείρισης τέτοιων υποθέσεων.
Όσον αφορά τους ειδικούς Ψυχικής υγείας γνωρίζουμε από τον σύλλογο των ψυχολόγων πως το να τοποθετούμαστε για πρόσωπα στα ΜΜΕ, που δεν έχουμε μελετήσει στο γραφείο μας και δεν γνωρίζουμε σε βάθος την περίπτωση τους είναι αντιδεοντολογικό και περιέχει πολλούς κινδύνους. Δεν μπορούμε να κολλάμε ταμπέλες και τίτλους πόσο μάλλον να κάνουμε διαγνώσεις που φυσικά δεν στέκουν από τις πληροφορίες που μας δίνουν τα κανάλια . Πρέπει να προσέχουμε την γλώσσα που χρησιμοποιούμε γιατί αντίθετα με τον σκοπό μας, να βοηθήσουμε, καταλήγουμε να στιγματίζουμε την ψυχική υγεία ακόμη περισσότερο. Υποθέτω πως ο κάθε ειδικός έχει καλή βούληση όμως τα ζητήματα αυτά είναι λεπτά και φέρουν αντίστροφα αποτελέσματα.
Γνωρίζουμε και να τονιστεί, από την έρευνα, πως η ψυχική ασθένεια δεν σημαίνει παραβατική συμπεριφορά και η παραβατική συμπεριφορά δεν σημαίνει ψυχική ασθένεια. Δεν υπάρχει έρευνα που να συνδέει τους ανθρώπους που πάσχουν από ψυχικές νόσους με εγκληματικές πράξεις. Οι άνθρωποι που παλεύουν με ψυχικές δυσκολίες δεν χρειάζονται έξτρα στίγμα. Ο λόγος που κάποιος οδηγείται στο έγκλημα είναι ένα πολύπαραγοντικό φαινόμενο και μελετάται από πληθώρα εξειδικευμένων επιστημόνων. Ακόμη και ο καλύτερα καταρτισμένος επαγγελματίας ψυχολόγος με μακριά πείρα και διακρίσεις δεν μπορεί να κάνει διάγνωση από την τηλεόραση.
Αν κάπου μπορούμε να τοποθετηθούμε είναι στα ήδη γνωστά ερευνητικά δεδομένα και στο γενικότερο πλαίσιο που ευνοεί την άνθιση και την συντήρηση της κακοποίησης . Μπορούμε να πληροφορηθούμε για τις συνέπειες που έχει στην ψυχική υγεία ενός ανηλίκου η κακοποίηση. Μπορούμε να μάθουμε τις συνέπειες που θα έχει στην ζωή ενός ανηλίκου το στίγμα του “βιασμένου παιδιού” . Μπορούμε να αριθμήσουμε τους παράγοντες που ευνοούν την διαιώνιση της κακοποίησης , όπως η σιωπή του ευρύτερου κοινωνικού δικτύου , η διάχυση ευθύνης. Η λειτουργία της αστυνομίας και η παρέμβαση της, οι “δυνατοί φίλοι σε θέσεις εξουσίας ” που εμπλέκονται. Η συγκάλυψη , το ατιμώρητο του φερόμενου ως δράστη.
Μπορούμε να εξετάσουμε τι μπορεί να οδηγήσει κάποιον άνθρωπο να μπει και να παραμείνει σε μια κακοποιητική σχέση . Ποιοι πιθανοί λόγοι εμποδίζουν να φύγει. Μπορούμε να κατανοήσουμε τους λόγους προσωπικής ασφαλείας για τους οποίους τα παιδιά φοβούνται να μιλήσουν. Να δούμε τι συγκρούσεις υπάρχουν στον παιδικό ψυχισμό όταν οι άνθρωποι που οφείλουν να τα προστατεύουν, τα κακοποιούν. Μπορούμε λοιπόν να μελετήσουμε το πλαίσιο μιας υπόθεσης που φαίνεται να διαπράχθηκε και προπάντων να μείνουμε στο τι μέτρα πρέπει να λάβουμε και κυρίως πως θα προφυλάξουμε τα παιδιά και τα επόμενα παιδιά από τέτοια εγκλήματα και από την επανατραυματοποίηση τους μετά την αποκάλυψη.
Η διάρρευση ευαίσθητων πληροφοριών και ένα σύστημα ανίκανο να επέμβει γρήγορα και αποτελεσματικά με συγκεκριμένους εξειδικευμένους επαγγελματίες τελικά στέλνει τα ανήλικα θύματα το μήνυμα “μην μιλάτε” “αν μιλήσετε κινδυνεύετε παραπάνω” “όλοι θα μάθουν ποιοι είστε”.
Στο τέλος σημασία έχει η προφύλαξη της ανθρώπινης ζωής και δη της ανήλικης.
Η Αϊδόνα Κυριακή Τσεπελάκη, είναι ψυχολόγος με άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, απόφοιτη του πανεπιστημίου Κρήτης (fb: Τορίνα Τσεπελάκη).