Η ζωή επιστρέφει στο κέντρο
Η Parallaxi ψηλαφίζει τους δύο αντιθετικούς κόσμους που διαγράφουν μια παράλληλη πορεία από την πλατεία Αντιγονιδών μέχρι την πλατεία Δικαστηρίων στη Θεσσαλονίκη και διαμορφώνουν την ιδιαίτερη ταυτότητα της περιοχής. «…Για να γνωρίσεις μια πολιτεία, χρειάζεται να ζήσεις το ρυθμό της, να μιλήσεις με τους ανθρώπους της, να ενωθείς με τα πλήθη, με ό,τι συλλαμβάνουν οι […]
Η Parallaxi ψηλαφίζει τους δύο αντιθετικούς κόσμους που διαγράφουν μια παράλληλη πορεία από την πλατεία Αντιγονιδών μέχρι την πλατεία Δικαστηρίων στη Θεσσαλονίκη και διαμορφώνουν την ιδιαίτερη ταυτότητα της περιοχής.
«…Για να γνωρίσεις μια πολιτεία, χρειάζεται να ζήσεις το ρυθμό της, να μιλήσεις με τους ανθρώπους της, να ενωθείς με τα πλήθη, με ό,τι συλλαμβάνουν οι αισθήσεις. Να σταματήσεις μπροστά στους τόπους της από εξωτερική ανάγκη και όχι από περιέργεια, ν’ ακούσεις τη γλώσσα της, να προεκτείνεσαι σ’ ό,τι αντικρίζεις…» Στέλιος Ξεφλούδας
Σ’ ένα πέτρινο παγκάκι κάτω από την Ρωμαϊκή Αγορά στην πλατεία Δικαστηρίων ένα ζευγάρι εξομολογείται τον έρωτα του. Λίγο πιο πέρα, στα παρτέρια πίσω από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, δύο άστεγοι γυρολόγοι κοιμούνται πάνω σε χαρτόκουτα. Σ’ ένα δέντρο έχουν αλυσοδέσει τη μοναδική τους περιουσία, ένα καρότσι που θα κουβαλήσει την επόμενη μέρα κομμάτια σιδήρου και χαλκού που θα εξασφαλίσουν την επιβίωση τους. Στη Διοικητηρίου, μια ανάσα από την πλατεία, η Χρύσα φροντίζει το μικρό κήπο στην πίσω αυλή του νεοκλασικού που αγόρασε μαζί με το Βασίλη.
Ένα μωσαϊκό διαφορετικών ανθρώπων και κοινωνικών καταβολών χαρακτηρίζει το «άλλο» κέντρο της πόλης που ξεκινά μόλις διασχίσεις το δρόμο της Εγνατίας. Την προηγούμενη δεκαετία ο ιστορικός δρόμος είχε ταυτιστεί με ένα αόρατο σύνορο που διαχώριζε την ακριβή και κλασάτη Θεσσαλονίκη από τις φτωχογειτονιές που έδωσαν στέγη σε μειονότητες και μετανάστες από χώρες των Βαλκανίων, της Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και παλινοστούντες από τη Ρωσία, οι οποίοι δημιούργησαν τις δικές τους κοινότητες, τις επιχειρήσεις ακόμη και τις εφημερίδες τους. Αν και σε μεγάλο βαθμό αυτό δεν έχει αλλάξει, παρατηρείται μια δειλή αλλά δυναμική τάση «επανακατοίκησης» του παραμελημένου κέντρου της πόλης από singles στα 30 τους, οικογένειες και νέα ζευγάρια που επέλεξαν να αφήσουν τα ανατολικά προάστια και να ζήσουν εκεί που χτυπά η καρδιά της πόλης. Ωστόσο στην πλατεία Δικαστηρίων, εκεί που κάθε τόσο υψώνονται πανό και πλακάτ με συνθήματα για τη συρρίκνωση εργασιακών δικαιωμάτων και κεκτημένων, μαυροφορεμένες 70χρονες από τη γειτονική Βουλγαρία και τη Ρουμανία πουλάνε λαθραία τσιγάρα, ενώ γυρολόγοι ψάχνουν θησαυρούς στα σκουπίδια. Το ίδιο βράδυ, στον τόπο των διεκδικήσεων, άστεγοι θα απλώσουν χαρτόκουτα για να κοιμηθούν, τοξικομανείς θα πάρουν τη δόση τους και η πλατεία θα έχει γεμίσει με άδεια πλαστικά PET μπουκάλια της πασίγνωστης βουλγάρικης μπίρας Kamenitza.
Οι «νεοαστοί» επιστρέφουν στο κέντρο
Τα νεοκλασικά της Διοικητηρίου, της Τάσκου Παπαγεωργίου, της Φιλίππου, κατασκευασμένα κυρίως τις δεκαετίες του ’30 και του ’40 ξεχωρίζουν από τις «ομογενοποιημένες» οικοδομές της αντιπαροχής. Το χαμηλό κόστος αγοράς καλύπτει πολλές φορές το κόστος συντήρησης, αν και χάνουν «πόντους» από την ελλιπή συντήρηση των ιδιοκτητών.
«Για μένα είναι οι “νεοαστοί”», λέει ο Τέλλος Φίλης κάτοικος της Αγίου Δημητρίου και από μηχανής Θεός στη Seven Film Gallery και εξηγεί ότι βλέπει νέους που έχουν ζήσει στα προάστια, έχουν εικόνες και εμπειρίες από τη ζωή στο εξωτερικό να επιλέγουν να ζήσουν στο κέντρο της πόλης τους. «Είναι αυτό που λέμε, ενεργοί πολίτες. Είναι η γενιά που κινείται με ποδήλατο και δεν ντρέπεται να μπει στο λεωφορείο με το σακάκι και τη γραβάτα για να πάει στη δουλειά τα πρωινά. Το ίδιο κάνουν στο Λονδίνο και το Βερολίνο», τονίζει. Στην περιοχή ζει εδώ και 12 χρόνια ο art director των Designers United, Δημήτρης Παπάζογλου, και υπογραμμίζει ότι η έννοια της γειτονιάς δεν έχει χαθεί από την περιοχή: «Πολλοί μετανάστες που ζούσαν στην γειτονιά μας έχουν φύγει λόγω της οικονομικής κρίσης και της αλλαγής των συνθηκών εργασίας. Πάντοτε υπήρχε η έννοια της γειτονιάς. Τα παιδιά του κάτω ορόφου σε χαιρετούν, οι διπλανοί σου μιλάνε, τα μικρομάγαζα εξυπηρετούν τις ανάγκες σου. Φυσικά, όμως, και υπάρχουν αρκετά προβλήματα». Η Δήμητρα Δημητρίου από την Καρδίτσα ήρθε στη Θεσσαλονίκη για σπουδές όπως και τα μεγαλύτερα αδέλφια της. Αγάπησαν το νεοκλασικό που έμειναν και τώρα το έχουν αγοράσει. «Ξέρω ότι το κτίριο που μένω ήταν παλιά τράπεζα. Ο διάκοσμος στο ταβάνι είναι αυθεντικός. Μπορεί να είναι μικρό, αλλά νιώθω ότι μια ιστορία συνεχίζεται σ’ αυτά τα σπίτια του κέντρου», σημειώνει. Ενδεικτικό ότι η περιοχή ζωντάνεψε πρόπερσι ξανά, στην έκθεση που διοργανώθηκε στο ξενοδοχείο Άριστον, στο πλαίσιο της 15ης Biennale Νέων Μεσογείου. Περισσότεροι από 70 καλλιτέχνες, workshops, performances, συναυλίες έδωσαν πνοή στα άδεια δωμάτια, τον ημιόροφο και το ισόγειο του εγκαταλελειμμένου ξενοδοχείου.
Μια διαδήλωση ήταν αρκετή
Όταν το 1927 ο Ευάγγελος Αδαμόπουλος, άρτι αφιχθείς από τη Χιλή όπου δούλευε, και προίκισε τις κόρες του μ’ ένα περίοπτο τριώροφο νεοκλασικό, δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι η γειτονιά που επέλεγε τότε, η σημερινή Διοικητηρίου, θα γνώριζε μεγάλες πληθυσμιακές μεταβολές και θα αποτελούσε τόπο πολιτικών ζυμώσεων και συνδικαλιστικών δράσεων της Θεσσαλονίκης. Το 2007 μια διαδήλωση έφερε τον Βασίλη έξω από το νεοκλασικό του Αδαμόπουλου και το πωλητήριο που είδε στην πόρτα ήταν αρκετό για να πάρει την απόφαση με τη Χρύσα να ζήσουν ξανά στο κέντρο της Διοικητηρίου. «Μια διαδήλωση μας έφερε πίσω στη γειτονιά. Είμαστε πολύ τυχεροί γιατί στην πίσω αυλή έχουμε έναν μικρό καταπράσινο κήπο με δέντρα, γλάστρες και χώμα. Όταν βγαίνω έξω, ξεχνάω ότι μένουμε στο κέντρο», λέει η Χρύσα Ζαφειράκη και προσθέτει ότι η ταυτότητα της περιοχής έχει πλέον αλλάξει. Από τότε που μετακόμισαν στο κέντρο έχουν παρατήσει το αυτοκίνητο και το μποτιλιάρισμα είναι μια δυσάρεστη ανάμνηση. Στις δουλειές τους πηγαίνουν με τα πόδια ή το λεωφορείο και επιστρέφουν με τον ίδιο τρόπο, χωρίς φόβο. Βγαίνουν στη γειτονιά τους για φαγητό ή ποτό και βρίσκουν όλο και πιο συχνά φίλους που έκαναν την ίδια επιλογή μ’ εκείνους. «Δεν θα μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου να μένει οπουδήποτε αλλού. Ένα μεσημέρι είδα μια νεαρή κοπέλα στη Ρακτιβάν να κάθεται στα σκαλιά, στην είσοδο της πολυκατοικίας της, και να ‘χει ανοιχτό στα πόδια της ένα laptop. Αυτό για μένα είναι η σύνδεση του παλιού με το καινούργιο», τονίζει. «Δεν πρέπει να μπαίνει η ταμπέλα της ακραίας εγκληματικότητας στην περιοχή. Δεν είμαστε Άγιος Παντελεήμονας ή κάτι παρόμοιο. Ό,τι μπορεί να συμβεί σ’ ένα οποιοδήποτε σημείο της πόλης, μπορεί να συμβεί και εδώ», μου λέει κατηγορηματικά.
Η τάση επιστροφής στο κέντρο πάνω από την Εγνατία δεν είναι μόνο χαρακτηριστικό νέων κατοίκων αλλά και νέων επιχειρηματιών. Δεκάδες καφέ και εστιατόρια έχουν κατακλύσει την Ολύμπου, τη Φιλίππου και τις παρόδους. Ευτυχώς χωρίς την ισοπεδωτική ορμή της Βαλαωρίτου, επειδή η περιοχή είναι οικιστική.
Η ομάδα του Pasta Flora ανηφόρισε την Ολύμπου, λίγο μετά το εργατικό κέντρο, στη Ρωμαϊκή Αγορά. Με μια αισθητική παλιού καιρού, στοιχεία που αγαπάμε από τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 και σκηνικό την ίδια τη γειτονιά όπου δεσπόζουν τα νεοκλασικά και η παλιά αστική μυρωδιά του ιστορικού κέντρου της πόλης, στήνει με μεράκι τον “Φρειδερίκο”.
Στη στοά Κολόμβου η Cantina Tropicana και δημιούργησε έναν δροσερό κήπο μέσα στην καρδιά του αστικού τσιμέντου. «Θελήσαμε να ξεφύγουμε από τη βαβούρα του κέντρου και το ίδιο θέλουν και οι πελάτες μας. Οι περισσότεροι είναι στην ηλικία των 30 και ψάχνουν κάτι διαφορετικό», σημειώνουν. Στην ίδια στοά το καφέ μπαρ από τον Θεσσαλονικιό ηθοποιό Ιεροκλή Μιχαηλίδη. Εναρμονισμένο με την αρχιτεκτονική της οικοδομής που είναι κατασκευασμένη το ’39, το Foxtrot φιλοξενεί μουσικές και θεατρικές βραδιές.
Η Εμπορική Στοά στο νούμερο 45 της Εγνατίας μετατράπηκε σε δημιουργική στοά μετά την εγκατάσταση εκεί του «μπορ – ντε – λό». Μην πάει ο νους σου στο πονηρό αφού το μπορ – ντε – λό (Bord de l’eau) σημαίνει στα γαλλικά «άκρη του νερού». Παλιές αποθήκες μετατράπηκαν σε εκθεσιακό χώρο – εργαστήριο χειροποίητων κοσμημάτων και διακοσμητικών αντικειμένων του Γιάννη Γουναρίδη και των συνεργατών του και στο «μπορ – ντε – λό ντρινκ ρουμ» που σερβίρει καφέδες και ποτά με τη συνοδεία υπέροχης μουσικής.
Αλλιώτικο σημείο συνάντησης το βιβλιοπωλείο των Εκδόσεων Μεταίχμιο (Ολύμπου 88), σχεδιάστηκε από τον εκδοτικό οίκο και φιλοξενεί ένα μικρό βιβλιοπωλείο με επιλεγμένους τίτλους των εκδόσεων καιπλούσιο πρόγραμμα δραστηριοτήτων σχετικών με το βιβλίο, την εκπαίδευση αλλά άλλους πολιτιστικούς τομείς.
Ανάμεσα στις αφίξεις της χρονιάς η γκαλερί Nitra της Αλίκης Τσιρλιάγκου στη Φιλίππου 51, σε ένα υπέροχο νεοκλασικό άλλαξε την όψη της γειτονιάς με τις εικαστικές επιλογές και τα hapening που οργανώνει!
Η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού
Με ένα καρότσι της λαϊκής αγοράς, ενισχυμένο με χερούλια, μεγαλύτερους τροχούς, ακόμη και καθρεφτάκι αυτοκινήτου αλωνίζουν τους δρόμους και μ’ ένα ραβδί αναμοχλεύουν τα σκουπίδια στους κάδους της περιοχής. Γυναίκες και άντρες, μαζί με τα παιδιά τους ή σε ζευγάρια των δύο, ψάχνουν οτιδήποτε μπορεί να έχει μεταπωλητική αξία. Σε μια από τις «κρυψώνες» τους, στα σκαλιά του Γενί Χαμάμ στην παλιά Αίγλη, συγκεντρώνουν κάθε βράδυ έναν σωρό με μεταλλικούς σκελετούς από τα στρώματα που ξεφορτώνονται οι νοικοκυρές, παλιά πλυντήρια και ό,τι απέμεινε από τις ηλεκτρικές οικοσκευές των φοιτητών που αδειάζουν τα σπίτια της περιοχής. Άλλοι, μαζεύουν παλιά ρούχα και παπούτσια, τα καθαρίζουν και τα μεταπωλούν σε υπαίθρια παζάρια μακριά από το κέντρο της πόλης. Φορτιστές κινητών, παλιά ραδιόφωνα, παιχνίδια, διακοσμητικά από το καθάρισμα μιας αποθήκης θα βρουν τη θέση τους στην υπαίθρια αγορά της Τοσίτσα και της Γκαρμπολά, δίπλα στα παλαιοπωλεία του Μπιτ Παζάρ.
Οι «γυρολόγοι» που έρχονται κυρίως από τη Βουλγαρία, τα βράδια κοιμούνται πίσω από τους θάμνους στην πλατεία Δικαστηρίων, γύρω από τα Λουτρά Παράδεισος (Μπέι Χαμάμ) ή στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου. Τα πρωινά μπροστά στο άγαλμα του Ελ. Βενιζέλου παίρνουν θέση ηλικιωμένες και με σπαστά ελληνικά πουλάνε λαθραία τσιγάρα μέσα σε μαύρες σακούλες. Η καθεμία έχει και τη δική της «κρυψώνα» στις σχάρες για το πότισμα των παρτεριών. Μαρτυρίες των περιοίκων περιγράφουν μια τραγική εικόνα εγκατάλειψης και αποσύνθεσης της πλατείας και κάνουν λόγο μέχρι και για ψωνιστήρια στις δημοτικές τουαλέτες. Την περασμένη χρονιά έγιναν βήμματα προόδου για την αστυνόμευση της περιοχής, όμως η έλλειψη δημοτικής αστυνομίας αρχίζει και πάλι να δείχνει τα σημάδια της επιστροφής στην παρακμή.
.
Κτίριο φάντασμα
Μόνο η ταμπέλα του, «ΚΕΣ Σχολή Ραπτικής», έμεινε να θυμίζει λίγο από το παρελθόν του, όταν από τις αίθουσες του έβγαιναν μοδίστρες και ραφτάδες που έντυναν τους Θεσσαλονικείς. Σήμερα το κτίριο στο νούμερο 7 της οδού Τάσκου Παπαγεωργίου, η οποία συνδέει διαγώνια τη Γενική Γραμματεία Μακεδονίας Θράκης με την Αρχαία Αγορά, έχει εγκαταλειφθεί στην τύχη του και μέσα στα δωμάτια του, όπως λένε μαρτυρίες των κατοίκων, κυκλοφορούν σαν φαντάσματα άστεγοι και τοξικομανείς, ενώ βρίσκουν προσωρινό καταφύγιο και οι γνωστοί άγνωστοι γυρολόγοι της περιοχής. Αφόρητη δυσωδία τους καλοκαιρινούς μήνες από τις ακαθαρσίες των «ενοίκων», σωροί σκουπιδιών στα δωμάτια, αρουραίοι να κάνουν βόλτες και άγνωστοι να μπαινοβγαίνουν στους ορόφους, καταγγέλλουν οι περίοικοι και οι επαγγελματίες της περιοχής και προσυπογράφουν σε έκθεση αυτοψίας οι επόπτες δημόσιας υγείας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας με έγγραφο τους το Μάρτιο του 2011. Από το 2007 όλη η γειτονιά έχει μπει σε μια ψυχοφθόρα διαδικασία διεκδίκησης του αυτονόητου. Αλληλογραφία με κάθε πιθανό αρμόδιο στην τοπική αυτοδιοίκηση, την περιφέρεια, την αστυνομία, υπογραφές και κόντρα υπογραφές, τεράστια γραφειοκρατία για να γίνει απολυμανθεί και να σφραγιστεί το κτίριο. Μετά την πυρκαγιά του 2009 το πέτυχαν αλλά το κτίριο γρήγορα πέρασε στα χέρια των ίδιων επιτήδειων. Από τότε ξανάρχισε ένας νέος αγώνας που κατέληξε στην υποβολή μήνυσης τον Ιούλιο του 2010 κατά παντός υπευθύνου και των ιδιοκτητών του κτιρίου, καθώς για την επέμβαση του δήμου ή της αστυνομίας απαιτείται εισαγγελική παραγγελία από τη στιγμή που το κτίριο είναι ιδιωτικό. Μάλιστα, ο υπουργός Πολιτισμού Παύλος Γερουλάνος με υπουργική απόφαση το Μάιο του 2011 για τη μη έγκριση κατεδάφισης του κτιρίου, ζητά μεταξύ άλλων την απομάκρυνση των «παρανόμως διαβιούντων εντός αυτού», όπως και την εκπόνηση μελέτης αποκατάστασής του.
* Φωτογραφίες: Μαρίνα Τούλα, Νεκτάριος Μπασδέκης