Η ζωή είναι όπως την πάρεις
Βγαίνοντας από ένα βαρβάτο χειρουργείο κάμποσων ωρών και έχοντας υποστεί ιδανικές ποσότητες αναισθησίας που θα κοίμιζαν και ελέφαντα, άνοιξα την επομένη μέρα και άγνωστη ώρα δειλά το ένα στην αρχή μάτι, να βεβαιωθώ πρώτα από όλα ότι επέστρεψα, μετά το άλλο μάτι και μετά και τα δύο διάπλατα. Οι Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, αυτές οι μεταμοντέρνες […]
Βγαίνοντας από ένα βαρβάτο χειρουργείο κάμποσων ωρών και έχοντας υποστεί ιδανικές ποσότητες αναισθησίας που θα κοίμιζαν και ελέφαντα, άνοιξα την επομένη μέρα και άγνωστη ώρα δειλά το ένα στην αρχή μάτι, να βεβαιωθώ πρώτα από όλα ότι επέστρεψα, μετά το άλλο μάτι και μετά και τα δύο διάπλατα. Οι Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, αυτές οι μεταμοντέρνες Αχερουσίες είναι ένα αληθινό μάθημα ζωής. Το ξύπνημα σε αυτό το high-techπεριβάλλον με άλλους έντεκα καλωδιωμένους ανθρώπους-ρομπότ πλάι σου είναι αποκάλυψη. Γεωμετρικά μοιρασμένοι στη μεγάλη αίθουσα, ομοιόμορφα γυμνοί καθώς κάθε στολίδι είναι περιττό εκεί, το ίδιο ανήμποροι στη δημοκρατία του πόνου.
Στη μέση της αίθουσας ένας μεγάλος πάγκος εργασίας και καμιά δεκαριά εργαζόμενοι, γιατροί, νοσοκόμες, τεχνικοί. Σε αντίθεση με τους άλλους, τους ανανήψαντες, αυτό το γκρουπ ανθρώπων δεν σταμάτησε λεπτό την καθημερινότητα του. Η ζωή για αυτούς ήταν ίδια και χτες το βράδυ και θα συνεχίσει να είναι και μετά το τέλος της βάρδιας. Εσύ, ο λιγότερο προνομιούχος της παρέας, ο επιστρέψας, είσαι σε μια φάση μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Αντιλαμβάνεσαι ότι γυρίζεις, οι πόνοι δεν σε αφήνουν να ουρλιάξεις από χαρά, θέλεις να τους πεις ξύπνησα, κάθε σου ελεύθερο σημείο όμως είναι καλωδιωμένο, δεν κουνιέσαι, δεν μιλάς, κοιτάζεις. Αν τύχει και περάσει κάποιος από μπροστά σου τότε θα βρεις τρόπο να τραβήξεις την προσοχή του. Θα σε καλωσορίσει και θα σου πει πως αν πονάς θα κουνάς το χέρι σου και ένα ανακουφιστικό κύμα μορφίνης θα δροσίζει τις φλέβες σου, ο πόνος για λίγο θα πηγαίνει περίπατο.
Για 48 ώρες λοιπόν, ζώντας σε μια υπερβατική φάση, ελέω και της μορφίνης, αντιλαμβάνεσαι τη ζωή στο όλον της. Σάββατο βράδυ για παράδειγμα, τα παιδιά της βάρδιας παρήγγειλαν πίτσα, πώς να βγει το ξενύχτι (;) και έλεγαν και μερικά χαριτωμένα, δυο νοσοκόμες παραπέρα κάτι σοβαρό συζητούσαν και ένας γκέι νοσηλευτής τους έλεγε χωρατά και γελούσαν. Δίπλα μου μια κυρία 88 ετών αργούσε πεισματικά να επιστρέψει. Την ώρα που της έκαναν τη νοσηλεία της, άκουσα να της λένε χαριτωμένα: Κυρία Πηνελόπη, ανοίξτε πια τα μάτια σας, αν δεν τα ανοίξετε και τώρα δεν θα τα ανοίξετε ποτέ. Έμοιαζε στην αρχή μακάβριο όσο το σκεφτόμουν όμως ήταν μια πρόκληση. Όλοι οι άλλοι είχαμε ξυπνήσει, το σύντομο ταξίδι απέναντι είχε τελειώσει, για την κυρία Πηνελόπη όμως ο βαρκάρης της Αχερουσίας επέμενε να ξεμακραίνει. Τι να έκαναν, της φώναζαν να έρθει πίσω. Εκεί μέσα έκανα τις πιο παράξενες σκέψεις όλης της ζωής μου. Και θυμήθηκα τα πιο απίθανα πράγματα. Και κάθε φορά που ένας δυνατός πόνος, μια αναπάντεχη μεταβολή των σφυγμών, ένας μικρός συναγερμός στην αίθουσα άλλαζαν κάτι σε μένα η στους γύρω, παρατηρούσα τη στωικότητα των απέναντι, αυτών που μας φρόντιζαν. Για κείνους το δικό μας 48ωρο στο πουθενά ήταν ένα τμήμα μόνο μιας επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας, που δικαιολογημένα δεν μπορούσε να τη διακόψει τίποτε. Ένα μήνα μετά κοιτάζω την τρελή ανθοφορία στο μπαλκόνι. Τη θέση του αιθέρα έχει πάρει μια γαρδένια που μου χει σπάσει τη μύτη και κάθε φορά που την ησυχία της νύχτας σκίζει κανένα ασθενοφόρο, που και που μου έρχεται στο μυαλό η κυρία Πηνελόπη. Τη μέρα που έφυγα από το νοσοκομείο την είδα να περπατά υποβασταζόμενη στο διάδρομο. Είχε αποφασίσει πως ακόμα ανήκει εδώ.