Η ζωή σας πολύτιμη, η δική μας ανύπαρκτη
Δεν μπορείτε πια να ακούσετε τίποτε άλλο εκτός από τον ήχο της εκκένωσης, 112.
Λέξεις: Αθανασία Θεοδωρίδου
Οι φύτρες μου κοιτούν τον ουρανό, οι ρίζες μου αφηγούνται τα ίχνη των ανθρώπων που πέρασαν. Στέκομαι όρθια ακόμα, είμαι η δρυς, είμαι η μνήμη σας. Πέρασε κι αυτή η φωτιά, έδιωξε τα πουλιά. Δεν νοιάζεστε. Δεν έχω 112. Δεν μπορώ να φύγω. Άλλωστε πώς να φύγω, τα πόδια μου βαριά, σας ξέρω όλους όσοι περπατήσατε ανήμποροι στο χώμα μου, όσοι αναζητήσατε σκιά και δροσιά εκατό χρόνια τώρα.
Δεν νοιάζεστε, ούτε για μένα ούτε για τη ζωή που φιλοξενώ. Δεν είμαστε ζωή για σας. Είμαστε απλά η βόλτα σας. Στα χρόνια που στέκομαι μεγάλωσα παιδιά κι εγγόνια, περήφανη ήμουν που θα έβλεπα τα μικρά μου δισέγγονα να γυρίζουν γύρω μου. Όμως χαμηλά ακόμα ήταν, τρυφερό χορτάρι που δέντρο δεν πρόλαβε να γίνει.
Οι φύτρες μου κοιτούσαν τον ουρανό, οι ρίζες μου βάθαιναν την κοινή μας πορεία. Αυτή που σας έδινε ίσκιο και καταφύγιο όταν ο κόσμος σας καίγονταν. Ο κόσμος σας δεν είμαι εγώ, τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου, τα δισέγγονά μου, δεν είναι ο αετός, μήτε τα παιδιά του, ο κόσμος σας είστε μόνον εσείς. Η ζωή σας πολύτιμη, η δική μας ανύπαρκτη.
Τα σπίτια σας πολύτιμα, τα δικά μας όχι. Κάθε σας στέγη που πυρπολείται αποτελεί γεγονός για εσάς, οι δικές μας στέγες μικρές, αμελητέες στον κόσμο σας. Τα παιδιά σας πολύτιμα, τα δικά μας αναλώσιμα. Άλλωστε ακόμη και τα δικά σας αν δεν σας μοιάζουν στο χρώμα ή σε αυτό που κάθε φορά πιστεύεται, πάλι αναλώσιμα είναι. Η Ζωή είναι μόνον η ζωή σας. Φτηνή, μετρημένη στο νόμισμα που έχετε, φτηνή, μετρημένη στην ιδέα που έχετε για τον εαυτό σας. Έωλη. Ούτε αιώνα δεν έχει, έωλοι, δεν βλέπετε τους αιώνες μου.
Κάηκα, οι φύτρες μου έγιναν μάρτυρες που ποτέ κανείς από σας δε θα γράψει. Τα παιδιά μου κάηκαν, τα εγγόνια μου φώναζαν να τα σώσω, τα δισέγγονά μου δεν πρόλαβαν να με φωνάξουν. Οι ρίζες μου βαθιές, η σκιά μου ευλογία, στη σκιά μου κάηκαν όλοι. Τρεις γενιές, τρυφερές, αδοκίμαστες, έτοιμες να προσφέρουν.
Κι έμεινα μόνη, χωρίς παιδιά, χωρίς εγγόνια, χωρίς δισέγγονα. Τα είχα όλα. Κι έμεινα μόνη, χωρίς πουλιά, χωρίς χαρά, χωρίς πια τίποτα. Αν ήμουν εσείς θα με είχατε δυο μέρες παντού να με βλέπουν όλοι. Κι ύστερα δεν θα υπήρχα. Όμως δεν είμαι εσείς, δεν είμαι περαστική όπως εσείς, θα είμαι εδώ αφού φύγετε για όπου νομίζετε πως θα δικαιωθείτε για τις ανομίες που πράξατε απέναντι στη ζωή. Γιατί η ζωή δεν είναι μόνο τα πολύτιμα κύτταρά σας. Η ζωή είναι και οι δικές μου φύτρες που καίγονται στον δικό σας αέρα, είναι τα πουλιά που δεν θα έχουν σπίτι να φωλιάσουν γιατί το κάψατε, είναι το χαμηλό χορτάρι που κλαίει τη μάνα του. Όμως δεν μπορείτε πια να ακούσετε τίποτε άλλο εκτός από τον ήχο της εκκένωσης, 112. Ας γίνουν στάχτη όλα, αρκεί να μείνουμε εμείς.
Ποιοι είστε αλήθεια εσείς; Τι είστε χωρίς εμάς; Που θα πάτε χωρίς εμάς; Και για πόσο χρόνο; Ποια τεχνολογία θα σας φέρει αέρα να αναπνέετε, χρώμα να ζωγραφίζετε, ουρανό να ονειρεύεστε;
Έμεινα μόνη, το σώμα μου μια πληγή, τα κλαδιά μου κάρβουνα που πέφτουν, τα φύλλα μου τα ψηλά δε μιλούν, κλαίνε τ’ αδέρφια τους.
Έμεινα μόνη, να συνομιλώ με τον καιρό, να τον ρωτώ γιατί. Έμεινα μόνη, με τις ρίζες μου ακόμη βαθιές, με την μνήμη μου ακόμη νωπή παρά τους αιώνες μου. Έμεινα μόνη να αναρωτιέμαι που έφταιξα, γιατί καίνε τα παιδιά μου; Έμεινα μόνη να αναρωτιέμαι, γιατί δεν χωράω σε κανένα αφήγημά σας, γιατί ενώ σας είδα να μεγαλώνετε με τα παιδιά μου ποτέ δεν τα νιώσατε αδέρφια σας. Κι ας παίξατε στη σκιά τους, κι ας χαρήκατε τη δροσιά τους, κι ας σκαρφαλώσατε στα κλαδιά τους, κι ας ζωγραφίσατε τα χρώματά τους, κι ας μιλήσατε για τη ζωή που έχουν τα φυλλώματά τους.
Γιατί; Γιατί εσείς φεύγετε να σώσετε ένα σαρκίο που δεν θα έχει θέση πουθενά, γιατί 112, γιατί η ζωή σας χωράει πέρα από τη ζωή μας;