Οι ζωντανοί και η πόλη
του Άκη Δήμου Ένα Σάββατο του περασμένου Αυγούστου, εκεί στο Νότο, στην αρχαία Μεσσήνη, ύστερα από 17 αιώνες, εγκαινιάστηκε ένα θέατρο. Ήταν κατεστραμμένο όπως πολλά, κατεστραμμένο από τους ανθρώπους, που είναι πάντα και ο μεγαλύτερος εχθρός. Μεταλλοκυνηγοί κυρίως, που, σε περιόδους σκοτεινές, μεγάλης φτώχειας, ξήλωναν τις πέτρες του, τις κάνανε ασβέστη και παίρνανε τα μέταλλα […]
του Άκη Δήμου
Ένα Σάββατο του περασμένου Αυγούστου, εκεί στο Νότο, στην αρχαία Μεσσήνη, ύστερα από 17 αιώνες, εγκαινιάστηκε ένα θέατρο. Ήταν κατεστραμμένο όπως πολλά, κατεστραμμένο από τους ανθρώπους, που είναι πάντα και ο μεγαλύτερος εχθρός. Μεταλλοκυνηγοί κυρίως, που, σε περιόδους σκοτεινές, μεγάλης φτώχειας, ξήλωναν τις πέτρες του, τις κάνανε ασβέστη και παίρνανε τα μέταλλα και το μολύβι. Όταν ξεκίνησαν οι ανασκαφικές εργασίες το θέατρο ήταν ανύπαρκτο, η ορχήστρα και το κοίλο βυθισμένα στη γη, μερικά πεζούλια μόνο και γύρω γύρω ελιές, οι κύκλοι του φεγγαριού, βροχές και αγριολούλουδα – όλα πιασμένα στο δίχτυ μιας αρχαίας αράχνης. Μέχρι που τινάχτηκαν τα χώματά του και βγήκε στο φως για να υποδεχτεί δύο χιλιάδες θεατές (η προοπτική είναι να χωρέσει μέχρι 5.000 στο μέλλον, η ιστορία λέει ότι χωρούσε μέχρι 12.000 στο παρελθόν). Το συγκεκριμένο θέατρο είναι ένας από τους δημόσιους χώρους μιας ολόκληρης πόλης που ανασκάπτεται συστηματικά εδώ και χρόνια. Η πόλη αυτή – που εκτείνεται σε έναν αρχαιολογικό χώρο 350-400 στρεμμάτων- ζωντανεύει σιγά σιγά. Μια Αγορά 40 στρεμμάτων. Ιερά. Μια στοά 200 μέτρων. Οχυρωματικές κατασκευές. Ταφικά μνημεία. Σπαράγματα κατοικιών. Τείχη 9,5 χιλιομέτρων. 650 επιγραφές και ψηφίσματα. 18.000 αντικείμενα (που περιμένουν το Μουσείο τους). Δεν ξέρω πόσοι αντιλήφθηκαν το δώρο ούτε πόσοι εκτίμησαν την αξία του. Δεν ξέρω καν πόσοι το έμαθαν. Ένας κόκκος Ιστορίας που αστράφτει ξανά. Θαμμένα κοιτάσματα που ζωντανεύουν. Ο αιφνιδιασμός μιας υγρασίας στο ξερό χώμα. – δεν είναι λίγο. Είναι αμύθητο. Η λήθη, κάποιες φορές, είναι απλώς μια αρρώστια, μακροχρόνια ίσως αλλά, εν τέλει, ιάσιμη. Και οι ωραίες κοιμωμένες ξυπνάνε πάντα όταν τις φιλήσει ο κατάλληλος Πρίγκιπας. Τον Πρίγκιπα της αρχαίας Μεσσήνης τον λένε Πέτρο Θέμελη. Είναι αρχαιολόγος, γεννημένος πριν από 77 χρόνια στη Θεσσαλονίκη, γιος του ποιητή Γιώργου Θέμελη. Επί 27 χρόνια, δουλεύει στις ανασκαφές της αρχαίας Μεσσήνης. Αμισθί. Αγωνιώντας να πείσει τους χορηγούς. Αντιπαλεύοντας τις οικονομικές δυσχέρειες, τις καθυστερήσεις των χρημάτων του ΕΣΠΑ, τις κακόβουλες διαδόσεις των σοφιστών που τον ήθελαν να πλουτίζει αγοράζοντας αγροτεμάχια στην περιοχή, την αδιαφορία των Υπουργείων και τις σχιζοφρένειες της κρατικής μηχανής. Χαϊδεύοντας τις φλέβες της πέτρας. Διψώντας για το παρακάτω. Ιδρώνοντας. Κοπιάζοντας. Επιμένοντας. Έχοντας αποφασίσει ότι θέλει ν’ ανήκει στους «άλλους» αυτής εδώ της εποχής κι αυτής της χώρας. Τους δημιουργικούς ανθρώπους. Τους ζωντανούς. Τους αποφασισμένους. Που είναι προσηλωμένοι σ’ έναν στόχο. Που δεν υστεριάζουν με την κρίση ούτε τη μοστράρουν με κάθε ευκαιρία σαν άλλοθι που τους αθωώνει για όλα. Που δεν πιτσιλάνε το σύμπαν με τα λόγια και τα σάλια τους ποστάροντας εμμονικά, προχειρογραμμένα κείμενα στο διαδίκτυο ούτε μουρμουρίζουν πένθιμα εμβατήρια στα καφενεία. Που δεν τους παίρνει από κάτω η σύγχυση, ο πανικός, ο θυμός, τα σενάρια καταστροφολογίας. Που δεν στηθοκοπιούνται σαν την Εκάβη στα τείχη της Τροίας στην ανάμνηση των περασμένων μεγαλείων ούτε ξιφουλκούν εναντίον πάντων, παριστάνοντας τις νεόκοπες Πασιονάριες στα βαλτοχώραφα του facebook. Που έχουν μια πίστη κι αυτό τους κάνει ταπεινούς δηλαδή μεγαλειώδεις, μακριά απ’ το κοπάδι εκείνων που δεν πιστεύουν παρά στο φόβο τους. Που δεν κυκλοφορούν σφιχταγκαλιασμένοι με τον αρνητισμό τους ούτε ανακυκλώνουν τη μιζέρια τους. Που κάνουν πράξη τα λόγια του Μπέκετ: όταν είσαι χωμένος στα σκατά δε σου μένει παρά να τραγουδήσεις. Που λυπούνται αλλά έχουν μάθει να εμπιστεύονται τη χαρά μετά το πένθος (νιώθοντας, βέβαια, το σπαρτάρισμα του πένθους μέσα σε κάθε χαρά). Που σκέφτονται κι αισθάνονται. Κι ύστερα, με το μυαλό και το αίσθημά τους ανοιχτό, πέφτουν με τα μούτρα στη δουλειά, τιμώντας τον κόπο τους και το όνειρό τους, ξέροντας καλά ότι σε κάτι τέτοιες φάσεις τα όνειρα είναι που επικηρύσσονται πρώτα. Πρώτα τα όνειρα και μετά τα μεροκάματα. Και που δεν βλέπουν τη ζωή σαν αρένα αλλά σαν λιβάδι σπαρμένο και με νάρκες και με χαμομήλια γι’ αυτό πρέπει να πηγαίνουν προσεκτικά. Αλλά να πηγαίνουν. Γιατί ο δρόμος δεν αναβάλλεται και δικαίωμά σου άμα εσύ θες να κάτσεις στην άκρη και να τρως τα νύχια σου, μυξοκλαίγοντας ή ορυόμενος, αλλά μη ζητάς κι απ’ τους άλλους να κάτσουν να σε περιμένουν. Σ’ αυτούς τους ανθρώπους ανήκει ο Πέτρος Θέμελης. Μέρος μιας Ελλάδας που ξέρει ότι δεν μπορεί εσαεί να τρέφεται με τις σάρκες της, πρέπει να ψάξει αλλού το στάρι και το ψωμί της. Σ’ εκείνους που, χωρίς να σε ξέρουν, τη στιγμή που αγωνίζεσαι να κρατήσεις το κεφάλι σου έξω απ’ το νερό, σου δείχνουν χαμογελώντας το τοπίο. Σου δείχνουν μια πόλη. Και το θέατρό της. Θαμμένα αιώνες, τώρα πάμφωτα. Κι αν θες να τα δεις, τα βλέπεις.-