Iεροσυλία.
του Γιώργου Τελτζίδη Αρκετά χιλιόμετρα μακριά από “εκείνη”. Σε ένα διαμέρισμα κάπου στα Εξάρχεια. Ένιωθε θλίψη ; Όχι. Ένιωθε όμορφα ; Όχι. Θα μπορούσε όμως κάποια στιγμή να νιώσει. Στο πάτωμα υπήρχαν πεταμένα βιβλία για τις θεωρίες του Μπακούνιν και του Προυντόν. Που και που τα άνοιγε και τα ξεφύλλιζε. Δεν καταλάβαινε και πολλά. Είχε […]
του Γιώργου Τελτζίδη
Αρκετά χιλιόμετρα μακριά από “εκείνη”. Σε ένα διαμέρισμα κάπου στα Εξάρχεια. Ένιωθε θλίψη ; Όχι. Ένιωθε όμορφα ; Όχι. Θα μπορούσε όμως κάποια στιγμή να νιώσει.
Στο πάτωμα υπήρχαν πεταμένα βιβλία για τις θεωρίες του Μπακούνιν και του Προυντόν. Που και που τα άνοιγε και τα ξεφύλλιζε. Δεν καταλάβαινε και πολλά. Είχε φυλάξει όμως δυο τρεις προτάσεις και όλο περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία να τις πετάξει σε καμιά συνέλευση. Φανταζόταν πως εκείνη την στιγμή όλοι θα σταματούσαν και θα γυρνούσαν προς το μέρος του γνέφοντάς του με αγωνιστική συντροφικότητα. Ποτέ δεν το έκανε. Ήταν μάλλον αυτό που λέμε άνθρωπος των πράξεων και όχι του λόγου.
Δεν είχε περάσει καν ένας Αύγουστος από την τελευταία τους συνάντηση που πήγαινε κάπως έτσι: Έκλαιγε με λυγμούς στην αγκαλιά του, τα δάκρυα της είχαν μουσκέψει την μπλούζα των Joy Division που φορούσε και συγκεκριμένα όλα τα πυρά φαινόταν να τα δέχεται ο Bernard Sumner. Ήταν εντυπωσιασμένος με τον εαυτό του. Δεν ένιωθε απολύτως τίποτα, ούτε οίκτο ούτε λύπηση ούτε καν συμπόνια. Σήκωσε το βλέμμα της, τον κοίταξε στα μάτια, ρούφηξε με δύναμη την μύτη της και ρώτησε «τι έκανα τόσο λάθος;». Ερώτηση ηλίθια. Ο αυτοσεβασμός δεν έβλαψε ποτέ κανέναν. Απέφυγε να την κοιτάξει και μόνο όταν οι λυγμοί της έγιναν εκνευριστικοί, σούφρωσε τα χείλη και αναγκάστηκε να ξεστόμισει την πιο τετριμμένη ατάκα όλων των εποχών. «Δεν φταις εσύ, απλά θέλω το χρόνο μου» Εκείνη ρούφηξε για άλλη μια φορά δυνατά την μύτη της. Ένιωσε σχεδόν αηδιασμένος, τα υγρά κόντευαν να ακουμπήσουν τον Ian Curtis. Αυτό παραήταν ιεροσυλία. Άναψε τσιγάρο, έκλεισε τα μάτια, πήρε μια γερή τζούρα. «άλλη μια ιστορία, χαμένη …», σκέφτηκε.
Έβαζε μέσα στην τσάντα μόνο τα απαραίτητα, γάντια, σκούφο, μερικά Maalox τυλιγμένα σε χαρτοπετσέτα, αντιασφυξιογόνο μάσκα των 5 ευρώ, από αυτές που χρησιμοποιούν οι μπογιατζήδες. Υπήρχε πορεία, δεν θυμόταν γιατί αλλά έτσι και αλλιώς τι σημασία είχε. Δεν είχε και τίποτα καλύτερο να κάνει.
Λίγη ώρα αργότερα ένα μεγάλο κομμάτι από το πλακόστρωτο του πεζοδρομίου έφευγε με δύναμη από τα χέρια του. Το κοίταζε. Έμοιαζε με κομήτης που αιωρείται αιώνια στο διάστημα. Έκλεισε τα μάτια, πήρε μια γερή αναπνοή. Ένιωσε ένα χέρι να του αρπάζει το μπράτσο και να τον τραβάει.
Μόλις είχε “κατεβάσει” την τρίτη του τράπεζα.
*Η φωτογραφία είναι του Γιάννη Κούρτογλου της Stereosis