ινδικά-στρατιωτικά-κοιμητήρια-θεσσα-1311505

Parallax View

Ινδικά Στρατιωτικά Κοιμητήρια Θεσσαλονίκης: Βραδινό προσκλητήριο

Ένα διήγημα που διαδραματίζεται σε ένα ιδιαίτερο μέρος της πόλης

Η γη όπου κείνται τα κοιμητήρια ταύτα, φόρος ευγνωμοσύνης του ελληνικού λαού, εδόθη προς αιωνίαν ανάπαυσιν των κατά τον πόλεμον 1914-1918 ενδόξως πεσόντων μαχητών των συμμαχικών στρατών. Τιμή και δόξα εις αυτούς.

Ινδικά Στρατιωτικά Κοιμητήρια Θεσσαλονίκης.

Ημερομηνία: 31 Οκτωβρίου 2017. Τόπος: Δενδροπόταμος Θεσσαλονίκης, Ινδικά Στρατιωτικά Κοιμητήρια. Θέμα: Βραδινό προσκλητήριο νεκρών. Χρόνος ακριβής: Τριάντα δύο λεπτά μετά την δύση του ηλίου.

* * * «Νούμερο ένα… Muhammand Abdullach». «Παρών». «Νούμερο δύο… Daya Ram». «Παρών». «Νούμερο τρία … ….. «Νούμερο εκατόν πέντε… Ganesh Singh». «Παρών». «Κύριε διοικητά, ευπειθώς αναφέρω άπαντες παρόντες. Διατάξτε!» «Very well. Στείλ’ τους αμέσως για κατάκλιση. Right now! Έγινα σαφής;» «Yes, ser!». «Και βάλε, επιλοχία, το σιωπητήριο με τη σάλπιγγα. Πρόσεξε, να δουλεύει το μεγάφωνο, μην την πάθουμε όπως προχθές και δεν μπορούμε μετά να τους ησυχάσουμε». «Yes, ser!… Άνδρες, σε δέκα λεπτά σιωπητήριο. Σε φάλαγγα κατ’ άντρα κατ’ ευθείαν στα λαγούμια σας. Τα νούμερα ένα και δύο παραμένουν στις θέσεις τους για το αποψινό βραδινό περίπολο. Σύνθημα και παρασύνθημα θα τους δοθούν από τον λοχία υπηρεσίας εντός ολίγου. Τους ζυγούουους

λύ-σα-τε!»

* * *

7 55′ μμ. «Πρώτη φορά, Muhammand, κάνουμε μαζί περίπολο». «Εγώ σ’ έβλεπα τόσα χρόνια, Daya, στα προσκλητήρια αλλά να που δεν έτυχε». «Από πού κρατάει η σκούφια σου, Muhammand;» «Από ένα χωριό κοντά στο Καράτσι. Εσένα;» «Επαρχία Πραντές, κοντά στον Γάγγη το χωριό μου, αν τον έχεις ακουστά. Δηλαδή… εσύ είσαι…» «Μουσουλμάνος. Μπιρ Αλλάχ… Εσύ, Daya, χίντου. Σωστά;». «Πράγματι, ένας ο Θεός εδώ που είμαστε πια, αδελφέ».

8 13′ μμ. «Και τι δουλειά έκανες στην πατρίδα σου, Muhammand;» «Πρόβατα, τι άλλο; Έβοσκα πρόβατα με τον αδελφό μου». «Μεγάλο κοπάδι;» «Όχι δικό μου, αδελφέ, τσομπάνος ήμουνα. Αλλουνού ήταν το βιος. Εσύ;» «Φρόντιζα πέντε ελέφαντες… Του μαχαραγιά μας».

8 19′ μμ. «Γαμώτο, αμέτρητες ακρίδες με το έτσι θέλω να χώνονται παντού. Μου τη δίνουν!» «Γρύλοι είναι. Έχουν πλάκα όμως. Χοροπηδάνε κεφάτα». «Αυτά τα πούστικα δεν μ’ αφήνουν να ησυχάσω. Πότε θα πάνε επιτέλους για ύπνο! Χτες το βράδυ δεν μ’ άφησαν σε ησυχία ούτε οι γείτονες». «Ποιοι γείτονες, οι ζωντανοί;» «Ναι, οι ζωντανοί γλεντούσαν. Γάμος νομίζω. Τσιφτετέλια το ένα πάνω στο άλλο. Και κείνο το δικό μας, το γνωστό “Μπούμπα, μπούμπα, παραράμ…” Το θυμάσαι, ε; Αλλά όχι στα ινδικά. “Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα”, τους άκουγα να τραγουδάνε όλη νύχτα».

10 17′ μμ. «Επιτέλους λίγη ηρεμία. Εξαφανίστηκαν οι ακρίδες». «Πλακώσαν όμως τα κουνούπια, είναι η ώρα τους». «Ευτυχώς δεν έχουμε σώμα για να μας τυραννάνε… Ξέρεις, σήμερα έχω γενέθλια, κλείνω εκατό χρόνια σ’ αυτή τη σκουληκότρυπα, που μου ‘φαγε το κορμί». «Δεν τα λες και λίγα. Πώς έγινε;». «Με καθάρισε το μυδράλιο κάποιου Βούλγαρου… Πππππππ!… Στην επιτάφια πλάκα το όνομά μου και η ημερομηνία μισοσβήστηκαν πια από τον ήλιο». «Παλιοσειρά είσαι, Daya. Εμένα με κουβάλησαν εδώ έξη μήνες μετά από σένα. Λίγο πριν από τη μάχη του Σκρα». «Πώς δηλαδή;» «Πέσαμε σ’ έναν γκρεμό με το αυτοκίνητο στη βορεινή πλευρά του Πάικου. Είχε λάσπη, ένας λάθος ελιγμός, μια κουτρουβάλα κι έμεινα επί τόπου». «Έτσι, ε… Και τι δουλειά είχες εσύ με αυτοκίνητο πάνω στο βουνό;» «Πού να ξέρω; Ποιος ενημερώνει τον υποκόμο του Εγγλέζου επιτελάρχη;» «Σωστό κι αυτό».

10 31′ μμ. «Γενέθλια, λοιπόν. Τι θα ‘λεγες να το γιορτάσουμε». «Να το γιορτάσουμε, ε! Τι να γιορτάσουμε, την εξορία από τον τόπο μας;» «Τα εκατό σου χρόνια, ρε ντερβίση». «Χα!… Τα εκατό χρόνια φυλακή!»

10 49′ μμ. «Άκουσα πως ξέρεις να παίζεις το σιτάρ». «Ε, κάτι λίγο. Γρατζουνάω χορδές». «Να, λοιπόν. Γουστάρεις να ρίξεις καμιά πενιά; Να γλυκάνει κομματάκι τ’ αυτάκι μας, αδελφέ, να θυμηθούμε πατρίδα». «Άλλη φορά, Muhammand. Δεν έχω όρεξη για απόψε». «Θα μου χαλάσεις το κέφι;» «Είναι και ξεκούρντιστο το όργανο». «Θα το κουρντίσεις εσύ στο πι και φι». «Άσε που φοβάμαι… Θα ανησυχήσουμε τους ανώτερους… Θα πέσει καμιά καμπάνα. Δεν το ‘χουν σε τίποτα να μας στείλουν για δυο βδομάδες στην απομόνωση του πειθαρχείου». «Χα! Και ποια η διαφορά; Χέστους, τους μαλάκες. Θα μας κάνουν τα τρία δύο». «Σσσς, μπορεί να μας ακούσουν». «Ε, και! Να παν’ να γαμηθούν! Εμείς ό,τι ήταν να το πάθουμε εξ αιτίας τους το πάθαμε».

11 45′ μμ. «Παίρνεις καθόλου γράμματα;» «Τι να τα κάνω, δεν ξέρω να διαβάζω». «Σάματις εγώ ξέρω!» «Χώρια που τα κρατάει όλα ο διοικητής. “Τα γράμματα από την πατρίδα τουςείναι επικίνδυνα, μπορεί να τους ξεσηκώσουν”, λέει. Αυτό το εγγλέζικο αρχίδι είναι σκληρότερο κι απ’ τον μαχαραγιά μας!» «Κωλόπαιδο με περικεφαλαία. Άκουσα πως ο μπαμπάκας του ήτανε σερ». «Θυμάμαι τον μαχαραγιά να συμβουλεύει τους γονείς μας: “Το σχολείο είναι χάσιμο χρόνου. Τα παιδιά σας πρέπει να μάθουν να δουλεύουν από μικρά. Να την αγαπάνε τη δουλειά!”. Τον εκτιμούσε πολύ ο Εγγλέζος έπαρχος τον μαχαραγιά μας, τον μετρούσε για σοφό άνθρωπο… Όμοιος στον όμοιο και η κοπριά στα λάχανα! Δουλειά και μόνο δουλειά.» «Και μεις το ίδιο. Κανένας από το χωριό μας δεν πήγε στο σχολείο. Από τα πέντε μου βοσκούσα πρόβατα».

12 34′ πμ. «Έχει ξαστεριά και πανσέληνο απόψε. Είναι τόσο όμορφα». «Δεν θέλω να ακούω για φεγγάρια, Daya. Τώρα πια μου τη σβουρίζουν». «Γιατί; Εσείς οι μουσουλμάνοι το αγαπάτε πολύ το φεγγάρι. Όλοι οι ποιητές σας γράψανε ποιήματα και τραγούδια για την ομορφιά του φεγγαριού, για έρωτες κάτω από το φεγγαρόφωτο…». «Λόγια, λόγια, λόγια… Εγώ πέθανα είκοσι χρονώ… Δεν πρόλαβα τίποτα να ζήσω από αυτά που λένε τα τραγούδια…» «Τουλάχιστον οι ιμάμηδές σας κράτησαν τις υποσχέσεις τους;» «Αν εννοείς παραδεισένιους κήπους και πιλάφια και σιροπιαστά και απολαύσεις θαυμαστές, τζίφος! Θεονήστικος τη βγάζω. Και να πεις πως δεν τηρούσα κατά γράμμα τα ραμαζάνια… Μας είχαν φλομώσει στις μπούρδες εκείνα τα παπάρια!»

12 41′ πμ. «Δούλεψες καθόλου “κηπουρός”*, Daya;» «Μόνοοο!… Τρία μηνάκια έσκαβα χαρακώματα μαζί με κάτι δύστυχους Σενεγαλέζους. Τους κουβάλησαν οι Γάλλοι σύμμαχοι. Εσύ;» «Ευτυχώς όχι. Είχα βίσμα. Ορντινάντσα του επιτελάρχη, για».

12 53′ πμ. «Δεν περνάει η ώρα, παίζουμε καμιά παρτίδα κανάστρα;» «Προτιμάω να βλέπω τ’ άστρα και το φεγγάρι. Θα τα ξαναδώ μετά από πενήντα τρία βράδια, σαν ξανάρθει η σειρά μου για περίπολο. Αν δεν έχει εκείνο το βράδυ τίποτα σύννεφα…»

1 41′ πμ. «Έχεις κανένα νέο από την πατρίδα;» «Τη δικιά μου ή το Πακιστάν;» «Ναι, ξέχασα. Τώρα γίναμε δυο χωριών χωριάτες». «Ο λοχίας με τη σφύριξε πως τα τρισέγγονα του αδελφού μου στείλανε χαρτιά για να με πάρουν κοντά τους και να με κάψουνε κατά το έθιμο. Τι να κάψουν, δηλαδή; Ε, ό,τι απόμεινε». «Λες να ‘χεις τέτοιο τυχερό;» «Σκατά! Κάνεις σα να μην ξέρεις τι μπαγλαμάδες είναι οι Εγγλέζοι». «Δεν τους πέφτει λόγος. Οι Εγγλέζοι έφυγαν πια από τα μέρη μας». «Από τα μέρη μας, ναι, στην πατρίδα γλύτωσαν απ’ αυτά τα τομάρια. Αλλά εδώ κάνουν ακόμα κουμάντο, δεν την πηδάμε από δαύτους τον κώλο μας να χτυπάμε κάτω».

3 19′ πμ. «Τι θα ‘λεγες να βγούμε αύριο στην αναφορά και να ζητήσουμε άδεια διανυχτέρευσης παρέα; Είσαι;» «Καλό ακούγεται… Αλλά το αποκλείω να μας δώσουν».

3 58′ πμ. «Φοβάμαι πως θα μας κρατήσουν για πάντα εδώ». «Στο αυριανό προσκλητήριο να βγεις στην αναφορά και να ζητήσεις από το διοικητή να μάθεις τι έγινε με τα χαρτιά των δικών σου». «Και νομίζεις θα απαντήσει;» «Πιθανόν». «Κι αν απαντήσει νομίζεις θα μου πει την αλήθεια;»

4 15′ πμ. «Θα δούμε ανατολή;» «Απαγορεύεται!»

5 22′ πμ. «Στριφογυρίζω μέσα στο ξύλινο μακρόστενο κασόνι. Το λένε φέρετρο οι ντόπιοι ή κάπως έτσι». «Καλά άκουσες, φέρετρο το λένε». «Περιμένω υπομονετικά εδώ κι έναν αιώνα μπας και με ξεθάψουν. Να ξεθάψουν ό,τι απόμεινε από τον πάλαι ποτέ λεβέντη Ινδό…» «Μάγκα μου, μην έχεις παράπονο. Μια χαρά κρατιέσαι». «… να με καθαρίσουν από τα κωλοχώματα του Δενδροπόταμου. Στο στόμα μου έχει μόνιμα βολευτεί η υγρή σκατένια γεύση τους». «Κι εγώ… μη νομίζεις… μια από τα ίδια». «Μπάσταρδοι, πουτάνας γιοι Εγγλέζοι, μας πετάξατε σ’ αυτόν τον βόθρο με την υγρασία… Τους δικούς σας τους βολέψατε μια χαρά στην Εξοχή…» «Πού είναι η Εξοχή;» «Κάπου… πιο πάνω από το Ασβεστοχώρι. Όπως το λέει η λέξη, ε-  ξο-χή, καθαρός αέρας!» «Μας κουβάλησαν εδώ για να πεθάνουμε… Με το έτσι θέλω, το δικό τους έτσι θέλω… Χωρίς να γνωρίζουμε γιατί…» «… χωρίς να ξέρουμε καλά καλά τι σκατά είναι “μακεδονικό μέτωπο”, Ελλάδα, ποιοι είναι οι Γερμανοί και ποιοι οι Βούλγαροι…» «Κωλοφάρα Εγγλέζοι! “Επιθυμία του βασιλιά μας” είπαν, και μας φόρτωσαν τον ένα πάνω στον άλλο για τον πόλεμο. God save the King». «Στα αρχίδια μου, κι αυτοί και ο κωλοking τους!» «Άκουσα πως τώρα τους κάνει κουμάντο βασίλισσα». «Ναι, μια σκατόγρια». … «Περιμένω χρόνια, αδελφέ, να με ξεθάψουν, να με στείλουν στην πατρίδα, να με βάλουν οι δικοί μου επιτέλους στην πυρά και να με κάψουν με τις τιμές που αρμόζουν σ’ έναν Ινδό πολεμιστή. Και ύστερα να ρίξουν την τέφρα μου στο Γάγγη. Με αυτά τα όνειρα βασανίζομαι στο λαγούμι μου». «Κι αν βασανίζεσαι τι; Γι’ αυτούς μετράμε μόνο για παρακατιανοί παρίες. Τίποτα δηλαδή. Θα παραμείνουμε για πάντα οι ορντινάντσες τους». «Και πάλι… Πάλι με το έτσι θέλω μας παράχωσαν όλους μαζί, χιντού και μουσουλμάνους!» «Πού ακούστηκε! Υπάρχει αλλού στον κόσμο νεκροταφείο να ‘χει θαμμένους πλάι πλάι από διαφορετικές θρησκείες; Εσύ τι λες;» «Παρ’ το αλλιώς, εδώ αναπαυόμαστε πια εν ειρήνη». «Ναι, επιτέλους εν ειρήνη. Και όσο σκέφτομαι, Daya, πόσο μας καβούρντιζαν οι ιμάμηδες το κεφάλι… η φάρα σας, τάχατις, είσατε κακοί ανθρώποι και ο Αλλάχ θα σας τιμωρήσει». «Ανθρώποι που λατρεύουν αγελάδες γίνεται να ‘ναι κακοί;»

6 21′ πμ. «Muhammand, χαράζει, πρέπει να την κάνουμε γρήγορα, να χωθούμε στις τρύπες μας, μη μας βρει ο ήλιος!» «Daya, μακάρι να ξανατύχω περίπολο μαζί σου». «Μακάρι. Βγάλαμε τη νύχτα μια χαρά».

* * * Χρόνος ακριβής: Τρία λεπτά προτού ανατείλει ο ήλιος. Κατάσταση κοιμητηρίου: Κάτω από την πρωινή πάχνη Ινδοί και Πακιστανοί κοιμούνται το νήδυμο ζυγιασμένοι και στοιχημένοι εις τον αιώνα τον άπαντα. Το γκαζόν μεγάλωσε, χρειάζεται κούρεμα.

*«Κηπουρούς» περιπαιχτικά αποκαλούσαν τους στρατιώτες στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο που έσκαβαν χαρακώματα.

**Το διήγημα είναι από την υπό έκδοση συλλογή: Παρακούω στα σύννεφα Διηγήματα ζώντων και τεθνεότων

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα