Ιντερσίτι 52, Αθήνα-Θεσσαλονίκη

01.08.2012, 10.18 στον Τέλλο Φίλη, για τη φιλία μας Ο Σταθμός Λαρίσης στη συνηθισμένη του εγκατάλειψη. Υπάλληλος του ΟΣΕ (πλην αυτών στα εκδοτήρια και στο γκισέ των πληροφοριών) ούτε για δείγμα. Το ίδιο και στην πλατφόρμα. Επίσης, κανείς που να πληροφορεί για τη σειρά των βαγονιών (ή την αρίθμηση των καθισμάτων, ώστε να μπει κάθε […]

Γιώργος Κορδομενίδης
ιντερσίτι-52-αθήνα-θεσσαλονίκη-8275
Γιώργος Κορδομενίδης
1.jpg

01.08.2012, 10.18 στον Τέλλο Φίλη, για τη φιλία μας

Ο Σταθμός Λαρίσης στη συνηθισμένη του εγκατάλειψη. Υπάλληλος του ΟΣΕ (πλην αυτών στα εκδοτήρια και στο γκισέ των πληροφοριών) ούτε για δείγμα. Το ίδιο και στην πλατφόρμα. Επίσης, κανείς που να πληροφορεί για τη σειρά των βαγονιών (ή την αρίθμηση των καθισμάτων, ώστε να μπει κάθε επιβάτης από τη σωστή πόρτα), ή για να διευκολύνει όσους ταξιδεύουν για πρώτη φορά και δεν είναι εξοικειωμένοι με τα… “ήθη” του ιντερσίτι.

Το τρένο ξεκινάει με 1 λεπτό καθυστέρηση. Γιατί; Γιατί έτσι. Κανείς δεν νοιάζεται, ούτε ξέρει να απαντήσει. Ο ηλικιωμένος άντρας που κάθεται στο παραδιπλανό μου κάθισμα, στο κουπέ 10 του δεύτερου βαγονιού, β΄ θέση, φαίνεται σοβαρός. Αλλά η φράση που εκστομίζει ακριβώς στις 10.18, ώρα προγραμματισμένης αναχώρησης του τραίνου, ακούγεται σαν σφύριγμα φιδιού. «Ξεκίνα, μαλακισμένο»! Σε λίγο, γίνεται φανερό ότι πάσχει από κάποια εμμονική διαταραχή. Πρώτα, μιλώντας στο κινητό με τη γυναίκα του (προφανώς), της λέει ότι έδωσε «στη μικρή» (ίσως σε κάποια εγγονή τους) 10 ευρώ, «για πάρει κάρτα». Της επαναλαμβάνει όμως πάνω από 15 φορές: «μην πεις τίποτα, σε παρακαλώ, μην πεις τίποτα». Μετά, γυρίζει προς το μέρος μου. Οι ερωτήσεις αλλεπάλληλες και καταιγιστικές. Από πού είμαι; Σε ποια περιοχή της Θεσσαλονίκης ζω; Είμαι συνταξιούχος ή εργάζομαι; Τι δουλειά κάνω; Σε ποια τράπεζα; (αποφεύγω να απαντήσω, και μου εξηγεί: «Η κόρη μου δουλεύει στη Μιλένιουμ. Ρωτάω μήπως είστε συνάδελφοι»). Ύστερα αρχίζουν οι απίστευτες λεπτομέρειες για τη σιδηροδρομική γραμμή. Σε ποια σημεία της διαδρομής το τραίνο είναι ηλεκτροκίνητο και σε ποια όχι

• σε ποια σημεία υπάρχουν διασταυρώσεις

• πόσα χιλιόμετρα απέχει ο ένας σταθμός από τον άλλο.

• πότε, πού και γιατί το τραίνο κόβει ταχύτητα…

Σε λίγο νέα ερώτηση: Τι διαβάζω; (όταν προσπάθησα να “χαθώ” στις σελίδες του βιβλίου που είχα μαζί μου…) Και μια επισήμανση: Κάθεστε πάνω στο κινητό σας, μήπως το χαλάσετε…

Από την Οινόη μπήκαν στο κουπέ τρία άτομα. Ένας 30-35άρης ρομ με ένα αγοράκι, λευκόδερμο, γύρω στα 4. Και μια κοπέλα, γύρω στα 20, που παρότι διάβαζε Βασίλη Ραφαηλίδη (Ιστορία του νέου ελληνικού κινηματογράφου ή κάτι τέτοιο…), δέχτηκε νέο καταιγισμό ερωτήσεων από τον ηλικιωμένο, που τελικά κατέβηκε στη Λειβαδειά.

Ο ρομ άντρας με το αγοράκι κάθισαν απέναντί μου. Εκείνος, με καρό βερμούδα και γαλάζιο πουκάμισο ― μόνο ένα κουμπί από τα 8 κουμπωμένο, κι αυτό απειλούσε να το κόψει ένα σώμα που ξεχείλιζε από παντού (αργότερα κούμπωσε ένα-δυο ακόμα κουμπιά). Άφησε στο πάτωμα μια μεγάλη διαφανή τσάντα (μάλλον από συσκευασία κουβέρτας), με ρούχα μέσα φύρδην-μίγδην• και μπροστά στα πόδια του δύο σακούλες, η μία από σουπερμάρκετ και η άλλη διαφανής, με μισοφαγωμένα σάντουιτς και άλλα τρόφιμα, χύμα κομμάτια από γύρο κτλ.

Το αγοράκι, με πιπίλα στο στόμα, μιλούσε πότε πότε αλλά τα λόγια του έβγαιναν από το φράγμα της πιπίλας ακατάληπτα. Δυσφορούσε που βρισκόταν εκεί, προφανώς ήθελε να έχει φτάσει ήδη κάπου αλλού, γκρίνιαζε, και μετά από λίγο άρχισε ένα κλάμα επίμονο και παρατεταμένο, για τουλάχιστον 20 λεπτά, παρά τα κανακέματα και το τρυφερό “ταχτάρισμα” που του έκανε με συγκινητική τρυφερότητα ο άντρας• μέχρι που κάποια στιγμή το αγοράκι κουράστηκε και αποκοιμήθηκε στο κάθισμά του. Απρόκλητος, ο άντρας μού αφηγήθηκε την ιστορία του. Είναι άνεργοι, η γυναίκα του κι αυτός, εδώ και πάνω από έναν χρόνο. Έψαχνε επί τέσσερις μέρες για δουλειά στην περιοχή του Σχηματαρίου, κουβαλώντας και το παιδί μαζί του (κάτι είπε κάποια στιγμή για τον πατέρα του παιδιού και τα αδέλφια του, αφήνοντάς με να καταλάβω ότι ο μικρός δεν είναι γιος του). «Αλλά εκεί δουλεύουν παντού μόνο ξένοι. Πακιστάνοι-πώς-τους-λένε, Αιγύπτιοι, Αλβανοί… Κι εμείς Έλληνοι είμαστε, ρε παιδιά… Μια θέση δεν θα έπρεπε να υπάρχει και για μας; Εσείς, κύριε, έχετε υπόψη σας καμιά δουλειά;» Όταν άκουσε πως δουλεύω σε τράπεζα, άρχισε τις ερωτήσεις για το πώς μπορούν να πάρουν κάνα δάνειο, απαριθμώντας μου και τα … περιουσιακά (κινητά) στοιχεία της γυναίκας του ― παρά τη διαβεβαίωσή μου ότι δεν ξέρω τίποτε από δάνεια κι ότι δεν έχω σχέση με αυτά. Κατέβηκαν στη Λάρισα• ο άντρας με αποχαιρέτησε ευγενικά και μου ευχήθηκε «καλή ευκολία» σε ό,τι κάνω.

Από τη Λάρισα ανέβηκαν δύο 45άρες τρανσέξουαλ. Κάτι φαντάροι, με στολές παραλλαγής, που ταξίδευαν, μόλις τις “μυρίστηκαν”, άρχισαν να τις γυροφέρνουν με διάφορα προσχήματα. Ο ελεγκτής πάντως (που μέχρι το τέλος του ταξιδιού δεν ζήτησε τα εισιτήρια των δύο συνταξιδιωτών μου που ανέβηκαν από την Οινόη), τις μάλωσε γιατί ανέβηκαν σε λάθος τραίνο. Κατέβηκαν στην Κατερίνη, για να πάρουν το “κανονικό” ― προφανώς τα εισιτήριά τους ήταν για τον προαστιακό.

Πρώτη φορά το ταξίδι με το ιντερσίτι ήταν τόσο “δυσάρεστο” αλλά και διδακτικό• οι δυσκολίες της ζωής αυτών των συνελλήνων, ψυχικές και οικονομικές (και όχι μόνο), με γέμισαν ενοχές για τις “ευκολίες” και τις ανέσεις της δικής μου ζωής.

Ευτυχώς αυτή τη φορά το τραίνο έφτασε στον προορισμό του με μόλις ένα τέταρτο καθυστέρηση. Λίγα λεπτά αργότερα, στο αστικό λεωφορείο από το σταθμό για το σπίτι μου, δύο αγόρια και μια κοπέλα, όχι πάνω από 25 χρονών, που ήταν στο ίδιο τρένο, με τρέντι ντύσιμο και με τα iphone στο χέρι, συζητούσαν φωναχτά για το πού θα βρουν να νοικιάσουν αυτοκίνητο για να αρχίσουν τις διακοπές τους στη Χαλκιδική, που όπως τους είχαν πει «είναι όλα τα λεφτά». Η ζωή αποκτούσε πάλι το ανέμελό της πρόσωπο.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα