Υπεροψία και μέθη
Ποτέ δεν το φαντάστηκε. Ούτε καν του είχε περάσει από το νου. Ότι θα ερχόταν μια μέρα που θα καθόταν στο εδώλιο του κατηγορουμένου για να απολογηθεί δημοσίως για κατηγορίες που τον κατέτασσαν στην χορεία των κοινών μεγάλων απατεώνων. Και μάλιστα των καταχραστών δημοσίου χρήματος. Αυτός, αποδέκτης, ιθύνων νους, συμπράττων και συνένοχος μιας καραμπινάτης υπεξαίρεσης! […]
Ποτέ δεν το φαντάστηκε. Ούτε καν του είχε περάσει από το νου. Ότι θα ερχόταν μια μέρα που θα καθόταν στο εδώλιο του κατηγορουμένου για να απολογηθεί δημοσίως για κατηγορίες που τον κατέτασσαν στην χορεία των κοινών μεγάλων απατεώνων. Και μάλιστα των καταχραστών δημοσίου χρήματος. Αυτός, αποδέκτης, ιθύνων νους, συμπράττων και συνένοχος μιας καραμπινάτης υπεξαίρεσης! Υπήρχε πάντα μια τέτοια ασυδοσία σ’ αυτή τη χώρα, μια τέτοια επίσημα αποδεκτή ανομία, μια τέτοια αυτονόητη ατιμωρησία των διοικούντων, που δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα έφτανε η ώρα να λογοδοτήσει. Άλλωστε, δεν ένοιωθε πως είχε κάνει κάτι παράνομο. Αυτός στο μόνο που είχε συναινέσει ήταν να βρίσκει τα πρωινά επάνω στο γραφείο του τη σακούλα με τα παχυλά και καθόλου ευκαταφρόνητα χρηματικά πακέτα, τα οποία, όπως είπαν οι άνθρωποι του στις καταθέσεις τους, τσέπωνε αυθωρεί και παραχρήμα, χωρίς να αναρωτιέται από πού προέρχονται. Χωρίς να ρωτάει. Είχε άλλωστε τόσες ανάγκες. Τόσα έξοδα προβολής. Τόσες αναγκαίες για την ανάδειξη της πλαστής δημόσιας εικόνας του δαπάνες. Τόσες εξαγορές συνειδήσεων. Τόσες απαιτήσεις για το σχεδόν λουδοβίκειο αυτοκρατορικό μεγαλείο με το οποίο περιέβαλε τον εαυτό του. Ήταν πάντα ο ατσαλάκωτος! Ο φτερωτός! Ο κορδωμένος! Ο άψογος με τις μεταξωτές γραβάτες και το μόνιμο επαγγελματικό χαμόγελο στα χείλη. Με τις πανάκριβες χρυσοτυπίες σε κάθε πρόσκληση εκδήλωσης, που στέλνονταν στο μισό πληθυσμό της πόλης. Με τις αναρίθμητες κιτς εκδηλώσεις και τις αντίστοιχες δεξιώσεις – πολλαπλάσια κοστολογημένες -, για να τρώνε οι παρατρεχάμενοι. Πώς να τα βγάλει πέρα; Όλα αυτά θέλουν λεφτά! Πολλά λεφτά. Οι διάφορες μίζες και τα «δωράκια» από τους ευνοούμενους εργολάβους, που αναλάμβαναν τα όποια έργα και από τους μόνιμους προμηθευτές των υπηρεσιών, τα αντίδωρα για τις ποικίλες εκδουλεύσεις προς την κομματική πελατεία, δεν ήταν αρκετά. Γι αυτό και αύξαινε συνεχώς τα δημοτικά τέλη, που πλήρωναν οι ταλαίπωροι δημότες της επικράτειάς του. Γιατί τα λεφτά ποτέ δεν επαρκούσαν για το ανύπαρκτο έργο του. Δεν είχε καμιά τύψη, δεν ένοιωθε την παραμικρή ενοχή. Αυτοί οι ανόητοι, συντηρητικοί και θρησκόληπτοι στην πλειοψηφία τους, όχι μόνο τον επανεξέλεξαν επανειλημμένως, με τη συνδρομή του κομματικού μηχανισμού, βεβαίως – βεβαίως, αλλά και τον χειροκροτούσαν σε κάθε ευκαιρία και ζητωκραύγαζαν άμα τη εμφανίσει του. Αυτός φταίει;
Θα διατηρεί, λοιπόν, το αγέρωχο ύφος του μέχρι την τελευταία στιγμή. Δεν ξέρεις, πολλά λέγονται και για την «ευθυκρισία» των δικαστών. Όλο και κάποιοι παλιοί σύντροφοι θα βρεθούν να πιέσουν υπέρ του. Μπορεί αύριο να επανέλθει στο δημόσιο βίο καθαρός και όλα να ξεχαστούν. Ακόμη κι όταν απειλήσει πομπωδώς ότι θα πέσει από το Λευκό Πύργο, αν του βρουν καταθέσεις σε τράπεζες του εξωτερικού θα συνεχίσει – ως εικόνα τουλάχιστον -, να κατέχεται από «υπεροψία και μέθη». [Θαρρείς και δεν υπάρχουν τρόποι να έχει κανείς λεφτά, και κυρίως παρανόμως αποκτηθέντα, χωρίς να μπορεί να τα βρει κανένας μηχανισμός]. Κι όπως μέχρι τώρα δεν είχε φανταστεί αυτό το εξευτελιστικό τέλος στην πολιτική του καριέρα και την προσωπική του αξιοπρέπεια, έτσι και τώρα δεν θα σκεφθεί ότι το ύψος του Λευκού Πύργου είναι πολύ μικρό για να ξεπλύνει τα ανομήματά του.