Ιπτάμενες σκέψεις σε ένα βαρετό αεροπλάνο
του Παναγιώτη Λογγινίδη Η δυσκολία της συγγραφής έγκειται στο συνδυασμό του χρόνου, του χώρου και του αέρα που φυσάει και που πρέπει να είναι τόσο κατάλληλος ώστε να ενώνει τις σκέψεις με τις λέξεις, σαν σε παζλ ή λέγκο, έτσι που τίποτα να μην περισσεύει ή να μη φαίνεται ψηλότερο από το άλλο. Τώρα που […]
του Παναγιώτη Λογγινίδη
Η δυσκολία της συγγραφής έγκειται στο συνδυασμό του χρόνου, του χώρου και του αέρα που φυσάει και που πρέπει να είναι τόσο κατάλληλος ώστε να ενώνει τις σκέψεις με τις λέξεις, σαν σε παζλ ή λέγκο, έτσι που τίποτα να μην περισσεύει ή να μη φαίνεται ψηλότερο από το άλλο. Τώρα που πατάω το όμικρον του πληκτρολογίου, σκέφτομαι πόσο θα θελα να γράψω κάτι που ταιριάζει με το εσωτερικό του αεροπλάνου, με το στενό τραπεζάκι που μετά βίας ανέχεται το βάρος των λέξεων όταν πατάω τα πλήκτρα αλλά είναι τόσο σημαντικό το γεγονός ότι βρίσκομαι σε ένα σωληνοειδές εσωτερικό αεροπλάνου που σίγουρα πρέπει να γράψω κάτι για το εσωτερικό των εικόνων που είδα τελευταία.
Και λέω των εικόνων γιατί το δικό μου φέισμπουκ είναι οι ζωντανές εικόνες που απoθανατίζουν τα μάτια μου και ας νομίζω ότι εγώ αιχμαλωτίζω τις εικόνες. Όχι, οι εικόνες δε δέχονται λεηλασίες τέτοιου τύπου. Δεν καταδέχονται να τις κλείσεις σε κλισέ γαλάζιες οθόνες, μαζί με άλλες υποτιθέμενες συγγενείς τους ψευτοεικόνες, που κατακλύζουν το διαδικτυακό φέισμπουκ. Οι δικές μου εικόνες είναι απαράμιλλα αυτάρεσκες, σχεδόν χαριεντίζονται με το βλέμμα μου, παίζουν παιχνίδια ερωτικά σαν κομψές κυρίες της Τουλόν, λίγο πριν σηκώσουν το φλιτζάνι τους να πιουν το μεσημεριανό τους τσάι.
Η αλήθεια είναι ότι πολύ εύκολα μου’ρθαν στο μυαλό δύο εικόνες μεγάλες, όπως και να το δει κανείς, δύο ανθρώπων που διαδέχθηκαν στα μάτια μου ο ένας τον άλλο και που ο συνδυασμός τους σαν παζλ 1.000 κομματιών, θυμίζει έναν αγώνα ελληνορωμαϊκής πάλης.
Χθες το βράδυ, έβλεπα για 3 ώρες, σε απόσταση λιγότερο απ’ότι εκπέμπει η καρδιά και περισσότερο απ’ότι χωρίζει το φεγγάρι από τη γη, το Φοίβο Δεληβοριά. Παρουσία, απ’αυτές που δεν ξεχνάς ότι κάποτε σου χάρισε την παιδική του αθωότητα επί πίνακι και που δεν ήταν τίποτε άλλο από τη δική σου παιδική αφέλεια να αγαπάς και να θαυμάζεις το συναίσθημα, απ’αυτές που κρύβονται πίσω από το δάχτυλό μας για να ξεπροβάλλουν στιγμιαία όταν χρειάζεται ώστε να θυμηθείς το όνειρό σου και χάνεται λίγο πριν φτάσει το τρένο στην κορυφογραμμή, απ’αυτές που δεν ξέρω με ποιον μαγικό τρόπο καταφέρνουν να κάνουν τη φωνή τους κιθάρα και την κιθάρα φωνή. Καμιά φορά μπερδεύεται και τραγουδάει από το στόμα αλλά τον συγχωρούμε γιατί οι κινήσεις των χεριών του επιτυγχάνουν να ανανεώνουν τον αέρα του μαγαζιού και να μη μας πνίγουν οι καημοί καπνοί. Ο Φοίβος θα λεγα ότι είναι κάτι σαν τον βασιλικό για τη γιαγιά μου, που τον χάιδευε κάθε πρωί στην κυρτή από ρομαντική χωριατιά βεράντα, σαν το μίξερ που είχε γίνει το τρίτο χέρι της μάνας μου λίγο πριν παρασκευάσει τα αυθεντικά γυναικεία της καπρίτσια, σαν το αεροπλάνο που πάντα έχεις την εντύπωση ότι θα σαι στα ατυχή στατιστικά αλλά όταν προσγειώνεσαι στις νότες του, βγαίνεις πάντα λίγο περισσότερο νικητής.
Με διαφορά τριών ωρών επιβιβάζομαι στο αεροπλάνο. Μεταφορικά, αφού μόνο μεταφορές κάνει ένα τέτοιο μέσο. Το πρόσωπο μου σχεδόν εξαντλείται στη θέα του Πέτρου Κωστόπουλου. Του αυθεντικού εκφραστή της εποχής που έλιωσε από το ίδιο της το κενό, που δεν κατάφερε να εξισορροπήσει την απουσία του πλεξίματος ενός σεμέν με την πολλά υποσχόμενη άπειρο τίποτα Ρούλα Κορομηλά, που δεν κατάφερε το esquire να γίνει το νέο λουλάκι που κάποτε λεύκαινε τις ζωές μας με τη βοήθεια ενός γυναικείου χεριού. Η όψη του μου προκαλεί θλίψη γιατί κατάφερε να είναι η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος που έχει και από την άλλη το πρόσωπό του. Η μονοτονία του τηλεοπτικού του λόγου εκτός από βαρηκοΐα στους παππούδες προκάλεσε και τύφλωση στις γειτονιές που έβλεπαν μέσα από τα μάτια των παιδιών που έπαιζαν τζαμί και αμπάριζα. Ναι, ο κάθε π. κ. κατάφερε να αυτοαπορροφηθεί από την ηλεκτρική σκούπα που ο ίδιος ήταν. Δεν άφησε τίποτα για τον εαυτό του. Ούτε καν δύο χέρια να αγκαλιάζουν αυτούς που γιορτάζουν, να κόβουν ένα λουλούδι την εποχή που η γύρη των πεύκων κατακλύζει τα γυναικεία φουστάνια, να το βάζει κάθετα στα χείλη του και να δείχνει πώς να κάνουν ησυχία όταν λέξεις διακόπτουν την προσοχή των σινεφίλ σε ένα κινηματοθέατρο, όπως όταν ένα τσεκούρι πέφτει σε ένα κουνούπι και υπάρχουν βάσιμες πιθανότητες να το πετύχει.
Αναρωτιέμαι ακόμα πώς γίνεται να συνυπάρχουν αυτά τα δύο πρόσωπα, να τα βλέπω το ένα μετά το άλλο, να μου προκαλούν ευχάριστο φτέρνισμα στις άκρες των δαχτύλων μου και όλα αυτά μέσα σε ένα στενόμακρο αεροπλάνο.
Μπείτε και κάντε like εδώ για να ενημερώνεστε για όλα τα γραμμένα αποκλειστικά για το parallaximag.gr άρθρα.