Ηρωικά και πένθιμα
Μην πεις ότι δεν το περίμενες, θα πεις ψέματα. Ακριβώς τη στιγμή που χειροκροτούσες (μέσα σου) όσους «αγανακτισμένους» τριγυρνούσαν μ’ ένα γιαούρτι στο χέρι και παραφύλαγαν πού θα το ρίξουν, ηλίθιος δεν είσαι, κάτι σου ‘λεγε ότι τα πράγματα θα φτάνανε στο πρωί της χτεσινής Πέμπτης, όταν ένας νεοναζί υποψήφιος βουλευτής θα χτυπούσε μια υποψήφια […]
Μην πεις ότι δεν το περίμενες, θα πεις ψέματα. Ακριβώς τη στιγμή που χειροκροτούσες (μέσα σου) όσους «αγανακτισμένους» τριγυρνούσαν μ’ ένα γιαούρτι στο χέρι και παραφύλαγαν πού θα το ρίξουν, ηλίθιος δεν είσαι, κάτι σου ‘λεγε ότι τα πράγματα θα φτάνανε στο πρωί της χτεσινής Πέμπτης, όταν ένας νεοναζί υποψήφιος βουλευτής θα χτυπούσε μια υποψήφια βουλευτή αντίπαλου κόμματος αφού προηγουμένως μπουγέλωνε μια άλλη (από άλλο κόμμα).
Όλ’ αυτά, υπό το βλέμμα έτερου υποψήφιου βουλευτή –του πρώτου σε ψήφους και ποσοστά κόμματος στις προηγούμενες εκλογές – που παρακολουθούσε ασυγκίνητος, ατάραχος, αφασικός (και που μόνο αν υπάρχει κάπου σεσουάρ να στεγνώσει την κάτασπρη κόμη του δε ρώτησε, αφού τον πήρε και κείνον ξώφαλτσα το μπουγέλο). Όλ’ αυτά, πρωί πρωί σε εκπομπή μεγάλου ιδιωτικού καναλιού. Όλ’ αυτά μετά στα καφενεία, στα σπίτια, στα ραδιόφωνα και στις τηλεοράσεις, εν Ελλάδι και ολ όβερ δε γουόρλντ, με το μακρύ και το κοντό του καθένα σε αντιστρόφως ανάλογη θέση με το ηθικό του: εξαιρετικά ανεβασμένα. Όλ’ αυτά, επίσης, μια βδομάδα πριν τις Εθνικές Εκλογές που στο σχολείο, στην Αγωγή του Πολίτη συγκεκριμένα, τις μαθαίναμε σαν «γιορτή της Δημοκρατίας». Στην οποία Δημοκρατία, μαθαίναμε επίσης, δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Πολύ πριν μάθουμε ότι κάποιοι (ξέρεις ποιοι) δεν μας πολυθεωρούν και πολίτες, οπότε προς τι η αγωγή μας; Και πολύ πριν έρθουμε φάτσα φόρα με το αδιέξοδο και του συστηθούμε ως κράτος και ως μεμονωμένοι ταλαίπωροι. Όλ’ αυτά, τέλος, σε μια χώρα που πάει με τα γόνατα εδώ και πολύ καιρό και που ένας Θεός ξέρει για πόσο ακόμα θα πηγαίνει – αλλά ποιος Θεός; Και τι να του τάξεις; Τι άλλο έχεις να του τάξεις εκτός από της μιας δραχμής τα γιασεμιά; Τίποτα να μην τάξεις. Πουθενά.
Αλλά και να μη φοβηθείς. Κι αν φοβηθείς για μια στιγμή, ξέχνα το γρήγορα. «Όσο λιγότερο φοβάσαι, τόσο περισσότερη ησυχία γίνεται», λέει ο Κάφκα. Το χειρότερο δεν είναι ο φόβος για το γκρεμό, το χειρότερο είναι ότι αυτός ο φόβος (κάθε φόβος) μπορεί να γίνει συνήθεια. Να μάθεις να περπατάς φοβισμένος, να κάθεσαι φοβισμένος, να σηκώνεσαι φοβισμένος, να ξυπνάς και να κοιμάσαι φοβισμένος και να βλέπεις στον ύπνο σου πάλι ότι φοβάσαι. Φοβάσαι, ούτε λόγος! Όλοι φοβόμαστε: την κατάρρευση, την κατάλυση αυτού που ξέραμε σαν (στοιχειωδώς) ευνομούμενη κοινωνία, την αφραγκία, τη δυστυχία του διπλανού που αναγγέλλει τη δικιά μας δυστυχία (και τη στρεβλή μας άποψη για την ευτυχία επίσης), τα φασισταριά, τους τσαμπουκάδες, τους καρεκλοκένταυρους και τους σπεκουλαδόρους.
Αλλά μήπως είναι καλύτερα ν’ αρχίσεις να ξεμαθαίνεις το φόβο; Να δεις ποιοι σε φοβίζουν; Είναι λιγότεροι από σένα και σε αριθμό και σε όλα. Επίσης είναι απείρως χυδαιότεροι, μικρονοϊκοί και λαμόγια του κερατά. Εσύ δεν είσαι. Κι επειδή δεν είσαι, δεν ευδοκιμείς παντού όπως όλοι αυτοί. Μόνος σου πρέπει (και με όσους σου μοιάζουν) να βρεις το χώμα, το παρτέρι, τον κήπο σου. Και να φυτρώσεις. Ακριβώς εκεί που δε σε σπέρνουν: ανάμεσά τους.
Μπας κι ανθίσει κάποτε το μέλλον.