Υστερόγραφο

Του Γιάννη Τσολακίδη Μια και ήδη τόσα γράφτηκαν και ειπώθηκαν για την τέχνη που, μέσω μόνο του ανθρώπου, ως υποκείμενου δράσης, έδωσε αριστουργήματα έκφρασης, λόγου και κίνησης, αυτή του θεάτρου, ως υστερόγραφο, στο ξεκίνημα της επόμενης μέρας, θα ήθελα να σου πω, φίλε μου,  γιατί με συγκινεί, όσο μεγαλώνω, όλο και πιο πολύ. Γιατί εμείς […]

Γιάννης Τσολακίδης
υστερόγραφο-20662
Γιάννης Τσολακίδης
karagkiozis.jpg

Του Γιάννη Τσολακίδη

Μια και ήδη τόσα γράφτηκαν και ειπώθηκαν για την τέχνη που, μέσω μόνο του ανθρώπου, ως υποκείμενου δράσης, έδωσε αριστουργήματα έκφρασης, λόγου και κίνησης, αυτή του θεάτρου, ως υστερόγραφο, στο ξεκίνημα της επόμενης μέρας, θα ήθελα να σου πω, φίλε μου,  γιατί με συγκινεί, όσο μεγαλώνω, όλο και πιο πολύ.

Γιατί εμείς δεν το ξέραμε τι θα πει «Θέατρο»,  θεατρική παράσταση, πρόζα, επιθεώρηση, μπουλεβάρ, τραγωδία ή κωμωδία.

Στη συνοικία που γεννήθηκα, την Τούμπα, δεν υπήρχε ούτε ένα θέατρο, ούτε ως ομάδα ανθρώπων, ούτε ως χώρος. Νομίζω- φοβάμαι-  ούτε ακόμη υπάρχει.

Ίσως επειδή έπαιζαν καθημερινά, πολύ θέατρο, όλοι οι άνθρωποι της γενιάς των γονιών μου, κρύβοντάς μας πόνο, στενοχώριες, αλήθειες… Να κρύψουν αδικίες, εξορίες, χαμένες ευκαιρίες…

Παίζαμε παιδάκια, μεταξύ μας θέατρο, χωρίς να το ξέρουμε. Παίζαμε «σπιτάκια», «στρατιωτάκια»,  «γιατρούς και νοσοκόμες», παλιά παιδικά παιχνίδια του δρόμου, σαν το κρυφτό, το κυνηγητό, το μπίκο, το τζαμί. Χωριζόμασταν σε ομάδες, συμμορίες, είχαμε τις «αγαπημένες» μας, τους συντρόφους, τους εχθρούς…

Με δυο καρεκλάκια, ένα καλάθι κι ένα- δυο παλιά πανιά, στήναμε παλάτια, πλατείες ως και πεδιάδες ολόκληρες για τις συναντήσεις ή τις αναμετρήσεις μας. Με αυτοσχέδια ξύλινα σπαθιά, τόξα και σφεντόνες γινόμασταν άλλοτε πρίγκιπες κι άλλοτε Σπάρτακοι.

Είχαμε μεγάλες αλάνες, που ήταν τα … «θέατρα»  των μεγάλων κυνηγητών και εξερευνήσεων. Εκεί, στα σύνορα Άνω και Κάτω Τούμπας, είχαμε πολλούς τέτοιους χώρους. Από την αλάνα ανάμεσα στους φούρνους του Στράτου και του Κουκουμέρια, ως το ρέμα, πλάι στο «Τενεκεδένιο».

Είχαμε και τα στενά μας, πραγματικά υπέροχα μικρά στενά, όπου παίζονταν οι μικρές σκηνές, καμωνόμασταν πως κάποιοι μας κυνηγούν, μύριζε αληθινά, έρωτα από πάνω ως κάτω η γειτονοπούλα μου, όταν κρυβόμασταν  κι ακουμπούσαμε τόσο κολλητά και ζεστά τα κορμιά μας που μετά τόσα χρόνια, ακόμη είναι αδύνατο να το ξεχάσω…

Ήταν θέατρο, όλα αυτά και δεν το ξέραμε.

Θέατρο παίζαμε, ρόλους σκαρφιζόμασταν με το ποιος είναι «ο άντρας που θα γυρνούσε από τη δουλειά ή το… κυνήγι» και ποια η «γυναίκα που τον περίμενε, μαγειρεύοντας και ταΐζοντας  τα μωρά!» Συχνά, ο άντρας αργούσε, ή και δεν ερχόταν, δεν ξέραμε ότι ήταν στη Γιάρο ή τη Μακρόνησο… Αναπαράγαμε την οικογένεια και τη γειτονιά που ζούσαμε, δίχως να ξέρουμε πως αυτά τα παιχνίδια μας ήταν θέατρο.

Στήναμε φτηνά, θλιβερά στρατιωτάκια στις χωμάτινες αυλές μας κι αναπαραστούσαμε το άλλο μεγάλο παγκόσμιο παιχνίδι, εκείνο του πολέμου… Θέατρο στήναμε όταν μαζευόμασταν στα μικρά μας πάρκα και τα τρίστρατα, κομψευόμενοι όσο γινόταν, να κλέψουμε τη ματιά της εκλεκτής μας, θέατρο πολεμικό και οι ξυλοδαρμοί τύπου «Εσύ δε θα ξαναρθείς στη γειτονιά μου» ή «αυτή είναι δική μου»!!!

Θέατρο, πέρα από αυτό που παίζαμε ασυνείδητα, κατάλαβα όταν ήρθε κάποιος κολλητός και μου είπε να βάλουμε ένα πανί, -γωνία Δορυλαίου με Βιζύης, νομίζω;;;- και να παίξουμε θέατρο Σκιών, Καραγκιόζη, βάζοντας…. εισιτήριο! 

Ύστερα, κάπου στα 12- 13 χρονών,  με πήγαν κάποια φορά οι γονείς στο θέατρο «Χατζώκου». 

Τα άλλα τα ξέρετε…

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα