Iστορίες που είχαν ειπωθεί στα παγκάκια που καθόμαστε

Όταν περνάς από αυτά θυμάσαι την δική σου ιστορία.

Μυρτώ Τούλα
iστορίες-που-είχαν-ειπωθεί-στα-παγκάκι-352958
Μυρτώ Τούλα
Εικόνα αρχείου.

Παγκάκια. Όλοι έχουμε ζήσει εκεί στιγμές, στιγμές με ανεκπλήρωτους έρωτες, στιγμές μοναχικές. Εκεί έχουμε κάνει τα καλύτερα μεθύσια. Εκεί έχουμε χαράξει τα πιο ευάλωτα κομμάτια του εαυτού μας, εκεί μοιραστήκαμε σκέψεις και μυστικά που κρατούσαμε βαθιά μέσα μας. Στα παγκάκια όλοι κάτι έχουμε ξεχάσει και αφήσει επίτηδες πίσω. Εδώ μάζεψα κάποιες ανώνυμες ιστορίες που έχουν ειπωθεί στα παγκάκια από τα οποία πολλοί περάσαμε και άλλοι απλά ξαποστάσαμε.

#1 Μία φοβισμένη εξομολόγηση 

Αθήνα 2012, μόλις είχαμε χαράξει την αρχή των 20 και η Ελλάδα ήταν σε κρίση. Τότε τα πράγματα ξεκίνησαν να γίνονται περίεργα. Μπήκε η Χρυσή Αυγή στην Βουλή, αλλάξαμε κυβέρνηση και αρχίσαμε να κρύβουμε συναισθήματα, να κλεινόμαστε στους εαυτούς μας. Αλλά αν δεν μιλούσαμε για τον πόνο του έρωτα θα είχαμε σκάσει. Εκείνες τις μέρες λοιπόν, βρίσκω τον κολλητό μου Μ. στο Μετρό για να κατεβούμε στο κέντρο, και του λέω ”είδα στον ύπνο μου ότι τα είχες με τον Γ.”. Γελάει ο Μ. αμήχανα και μετά από λίγο φτάνουμε στο κέντρο. Καθόμαστε στα παγκάκια στην Καλλιδρομίου και αρχίζει να μου κάνει έναν τεράστιο πρόλογο που άμα τον άκουγες θα νόμιζες ότι του μένουν λίγες μέρες ζωής. ”Θέλω κάτι να σου πω και φοβάμαι τόσο πολύ, το έχω πει μόνο σε μία φίλη που έχει περάσει κάτι αντίστοιχο. Είναι δύσκολο αυτό για μένα…”. Εγώ φρικαρισμένη το μυαλό μου να έχει πάει στα χειρότερα. Μετά από λίγο βουρκώνει, σπάει η φωνή του, και μου λέει ”Είμαι πολύ ερωτευμένος με ένα αγόρι, εδώ και αρκετό καιρό. Αυτός όμως δεν ανταποκρίνεται αλλά εγώ όταν τον κοιτάω νιώθω σαν να σταματάνε όλα γύρω μου, σαν να μην υπάρχει κανείς άλλος στον κόσμο”. Εγώ μένω άναυδη. Για 5 λεπτά, με ανοιχτό το στόμα, προσπαθώ να ξεπεράσω αυτό που μόλις άκουσα και ότι δεν πεθαίνει.  Του λέω ”Είσαι ανόητος; Αυτό που νιώθεις είναι το πιο όμορφο συναίσθημα σε όλο τον κόσμο, μην κρύβεσαι δείξτο! Απλά πες μου ότι δεν είναι ο Γ.” Και τελικά ήταν όντως ο Γ.

#2 Έρωτας αλλά σε βλέπω φιλικά 

Θεσσαλονίκη 2018, νέα παραλία. Ήμουν πολύ ερωτευμένος με μια κοπέλα. Μιλούσαμε και καταλήξαμε σε ένα… παγκάκι. Τα ραντεβού μας κράτησαν περίπου έναν μήνα, μέχρι που εκείνη συνειδητοποιήσε ότι με βλέπει φιλικά. Την τελευταία φορά λοιπόν που βρεθήκαμε ήταν σε αυτό το αναθεματισμένο παγκάκι στην νέα παραλία, εκεί που μου είπε πως το μεταξύ μας δεν τραβάει άλλο. Ράκος εγώ. Αυτή μετά την κουβέντα πήγε στην στάση χωρίς να έχω προλάβει να της πω τι νιώθω. Έτρεξα λοιπόν πίσω της καθίσαμε ξανά στο παγκάκι και της φώναξα πόσο ερωτευμένος είμαι και πόσο πολύ θέλω να είμαστε μαζί. Αυτή μου έσκασε ένα λαμπερό χαμόγελο, μου χάρισε απλόχερα μια ζεστή αγκαλιά από αυτές που ειλικρινά σου κόβουν την ανάσα και εύχεσαι να μην τελειώσουν ποτέ και μου εξήγησε πως με βλέπει φιλικά, την κοίταξα και σιωπηλά έφυγε. Κάθισα μόνος στο παγκάκι, χωρίς να έχω πλέον επιλογές.

#3 Θυμάσαι;
Φρανκφούρτη 2018. Ένας χρόνος πέρασε από τότε. Θέλαμε ταξιδάκι και πήγαμε. Δεν το κανονίζαμε καιρό ήταν αυθόρμητο όπως ακριβώς κι εμείς. Σε αυτού του είδους τα ταξίδια σαν αναμνήσεις μένουν οι πιο απλές στιγμές. Είπαμε να γυρίσουμε την Φρανκφούρτη λοιπόν. Την πιο ηλιόλουστη μέρα αφού κάναμε την γύρα μας καθίσαμε σε εκείνο το παγκάκι. Απέναντι μας ο Μόιν και ακόμα πιο πέρα, μεγαλοπρεπείς ουρανοξύστες. Όλο αυτό το τοπίο συμπλήρωναν τα αγαπημένα μας παπιά. Μόνο αυτά μας κρυφάκουγαν, όλοι εκείνο το μεσημέρι στην Φρανκφούρτη κοιτούσαν την δουλειά τους. Εκεί κάναμε τα επόμενα όνειρα μας. Εγώ θα έλειπα τον επόμενο χρόνο από την ρουτίνα σου. Εσύ μου είπες πως θα σου έλειπα, πως θα ‘σουν δίπλα μου κάθε φορά που έπεφτα. Θυμάσαι; Εκείνη την στιγμή μου είπες πως είμαι ο άνθρωπός σου. Θυμάσαι που μου έλεγες ότι τα ταξίδια μαζί μου είναι αυτά που θα θυμάσαι για πάντα; Τώρα τα θυμάσαι άραγε; Μετά από λίγο έφυγες, ήθελες να πας να μου πάρεις μία μπίρα. Άναψα ένα τσιγάρο, και ένιωθα πραγματικά γεμάτος… Σήμερα κάθισα σε ένα παγκάκι στα δικά μας κάστρα ήπια μία μπίρα, άναψα το τσιγάρο μου και θυμήθηκα, τα τότε όνειρα μας. Που είσαι τώρα; Μου ‘πες θα ‘σουν εδώ…Τώρα που σε έχω περισσότερο ανάγκη από ποτέ, λείπεις…

#4 Το τελευταίο αντίο

Χαλκιδική 2013. Στα 14 μου είχα μόλις αρχίσει να περνάω αυτό που λέμε εφηβεία. Τότε θυμάμαι ήμουν μικρή και τα καλοκαίρια με έπαιρνε η γιαγιά μου από το χέρι και πηγαίναμε βόλτα τρώγοντας παγωτό. Καθόμασταν μπροστά στην θάλασσα και μιλούσαμε ώρες ατελείωτες. Πάντα η κουβέντα ξεκινούσε με το πως φαντάζομαι τον εαυτό μου μόλις τελειώσω το σχολείο, και κατέληγε στο πως με πήρε αγκαλιά την πρώτη φορά που με είδε στο μαιευτήριο. Ο παππούς δεν μας άντεχε, έψηνε τα ψάρια και μας έλεγε ”πάτε να περπατήσετε να μην μπλέκεστε στα πόδια μου.” Όσο περνούσαν τα χρόνια μεγάλωνε.. και μεγάλωνα κι εγώ μαζί της.. Άρχισε να ξεχνά, από τις μέρες που εκείνη μου θύμιζε στιγμές από την (ας πούμε) παιδική μου ηλικία, αλλάξανε οι ρόλοι και πλέον της θύμιζα εγώ την ιστορία με την αγκαλιά, στο ίδιο παγκάκι κρατώντας της το χέρι, με τα παγωτά μας, εκείνη την Παρασκευή μπροστά στη θάλασσα. Τότε στο τέλος της ιστορίας μου είπε, θυμάμαι και σ’αγαπώ πολύ! Λίγες μέρες μετά έφυγα στην κατασκήνωση, και όταν γύρισα όλα είχαν αλλάξει. Έφυγε ψηλά και δεν ήξερα ότι εκείνη η Παρασκευή ήταν το τελευταίο μας αντίο.

#5 Ένα πρώτο ραντεβού 

Χειμώνας 2014 στα παγκάκια της νέας παραλίας. Θυμάμαι να βρέχει και να έχω βγει πρώτο ραντεβού. Πασχίζαμε να βρούμε κάπου να προφυλαχτούμε από τη βροχή ενώ ταυτόχρονα είχαμε ή μάλλον είχα απίστευτη αγωνία και προσμονή να μείνω μόνος μου με την κοπέλα που ήταν δίπλα μου και τότε την άκουσα να μου λέει “αντί να την αποφύγουμε δεν καθόμαστε εδώ με θέα τη θάλασσα;”  Ήταν ότι πιο τρελό είχα ακούσει δεδομένης της εποχής, (χειμώνας με -2) αλλά κάτι μέσα μου δε με άφηνε να αρνηθώ την πρόταση της. Έτσι λοιπόν καθίσαμε και συζητούσαμε σαν να μην συμβαίνει απολύτως τίποτα, σαν να μην έβρεχε, σαν να μην είχε κρύο. Ήμασταν εμείς και η παραλία. Που και που κάποιος τρελός  έτρεχε ή  έκανε ποδήλατο μέσα στον κατακλυσμό. Τα πράγματα έγιναν κωμικά όταν προσπαθήσαμε να ανάψουμε ένα τσιγάρο, δύο 18χρονά παιδιά να προσπαθούν να ανάψουν φωτιά με βρεγμένα ρούχα και μαλλιά πάνω σε ένα παγκάκι, συζητώντας για τη ζωή τους και προσπαθώντας να φλερτάρουν χωρίς να τρέμουν από το κρύο. Αν και με την κοπέλα ποτέ δεν έγινε τίποτα αυτή θα παραμένει η αγαπημένη μου ανάμνηση, σαν πρώτο ραντεβού.
#6 Η παρέα της φεγγαρόπετρας δεν υπάρχει πια

Νέα Παραλία 2017. Βράδυ Αυγούστου, στην Θεσσαλονίκη δεν κινούνταν τίποτα. Εγώ και τα υπόλοιπα μέλη αυτής της παρέας αποφασίζουμε να βγούμε βόλτα κάτω από τα φώτα της πόλης, στην άπνοια της παραλίας. Παίρνουμε τις ρετσίνες μας, τα τσιγάρα μας και καθόμαστε σ’ ένα παγκάκι. Εκεί ξεκινάμε να αφηγούμαστε ο ένας στον άλλον πως φανταζόμαστε τους εαυτούς μας σε λίγα χρόνια. Βλέπεις είχαμε φτάσει τα 18, μόλις είχαμε δώσει πανελλήνιες περιμέναμε τις βάσεις και κάναμε εικασίες για το ότι όποιος περάσει σε άλλη πόλη θα μένουμε σε αυτόν τουλάχιστον μία φορά τον μήνα. Φαινόμασταν τόσο δεμένοι, ονειροπόλοι και χαρούμενοι, αλλάζαμε κεφάλαιο στη ζωή μας, όλα φαινομενικά έδεναν τέλεια. Ήμασταν φίλοι από το Δημοτικό και όταν μας έλεγαν πως αυτή η παρέα της φεγγαρόπετρας θα τελειώσει μόλις μπούμε στο πανεπιστήμιο δεν τους πιστεύαμε. 3 χρόνια μετά, δεν συναντιόμαστε, όλο λέμε να κανονίσουμε και πάντα κάτι μας τραβάει πίσω. Κάθε φορά όμως που περνάω από αυτό το παγκάκι, θυμάμαι τα γέλια μας, τα όνειρα που κάναμε για το πως θα είμαστε στα 20 και μπορώ να πω ότι μου λείπει που δεν είμαστε ο ένας στη ζωή του άλλου.

#7 Τρεις το βράδυ στα Κάστρα με ρεμπέτικα

Η αγαπημένη μου διαδρομή, όσες φορές κι αν την κάνω παραμένει μοναδική. Είναι η διαδρομή πάνω από τα κάστρα της πόλης πίσω από τον πύργο του Τριγωνίου ή Πυροβολείο, όπως το ξέρουν οι περισσότεροι, που οδηγεί τελικά στα παλιά αρμένικα νεκροταφεία πάνω από το ΑΠΘ. Ακριβώς ενδιάμεσα απ τα κάστρα και τα νεκροταφεία είναι ένα απ’ τα διασημότερα, λαμβάνοντας υπ όψην το Instagram, παγκάκια, το οποίο φυσικά έχει το φανταστικό προνόμιο να είναι μόνο του και ψηλά με θέα όλη την Θεσσαλονίκη και αν η ατμόσφαιρα είναι καθαρή, μέχρι και την Κατερίνη ή τον Όλυμπο απέναντι. Γυρνώντας λοιπόν ένα βράδυ σ’ αυτό ακριβώς το παγκάκι γύρω στις 3 τα ξημερώματα συνάντησα την πιο απίστευτη κομπανία μουσικών. Τρία παιδιά, δύο αγόρια και μια κοπέλα με 3 μπίρες, ένα μπουζούκι και μια κιθάρα, παίζοντας όσο πιο ήσυχα γινόταν κομμάτια ρεμπέτικα τα οποία δεν είχα ξανακούσει ποτέ μου. Δεν ξέρω αν ήταν δικά τους ή ήταν τόσο παλιά που δεν τα γνώριζα κι ακόμα δεν έχω μάθει, αν τους έκαναν παρατηρήσεις ή ήταν επιλογή τους να παίζουν τόσο ήσυχα και να τραγουδούν σχεδόν ψυθιριστά. Κοντοστάθηκα να τους ακούσω αλλά ντράπηκα να τους ρωτήσω ποιοι είναι. Δεν τους ξαναείδα ούτε έμαθα κάτι γι αυτούς.

#8 Τέσσερις μήνες χώρια Στάση ΟΑΣΘ 2020. Το δικό μας παγκάκι!  Ήμουν στη στάση του λεωφορείου μαζί με την κοπέλα μου και περιμέναμε να έρθει το αστικό. Κλασικός ΟΑΣΘ (20 λεπτά μετά, ένα δρομολόγιο) αλλά εκείνο το βράδυ δεν με ένοιαζε, ήθελα να αργήσει όσο περισσότερο γίνεται. Ήταν το βράδυ πριν φύγω Erasmus και ήταν αυτή η στιγμή που έπρεπε να αποχαιρετηθούμε. Ξέρω μπορεί να φαίνεται μελό γιατί “σιγά, για 4 μήνες θα φύγεις”, όμως δεν ήταν και τόσο “σιγά” τελικά. Καθόμασταν στην στάση και λέγαμε για το πόσο θα λείψει ο ένας στον άλλον, το πόσο συνήθεια έχουμε γίνει στις καθημερινότητές μας και το ότι τα δικά μας μικροπράγματα είναι που θα λείψουν παραπάνω. Το να βρεθούμε έστω για 10 λεπτά μια μέρα, να κάνουμε μια έκπληξη στον άλλον όταν είναι στις μαύρες του, να δώσουμε ένα φιλί. Βγάλαμε κάποιες χαζές φωτογραφίες, είπαμε όλα τα τυπικά μέλια που λέει κάθε ερωτευμένο ζευγάρι και στο τέλος κάναμε μια μεγάλη αγκαλιά. Για να είμαι ειλικρινής η αγκαλιά είπε πολλά παραπάνω από όλη την συζήτηση που είχαμε. Ήταν τόσο έντονη και γεμάτη από έναν συνδυασμό συναισθημάτων. Λύπη, χαρά, έρωτα, ενθουσιασμό. Ανυπομονώ για την ίδια αγκαλιά γεμάτη λέξεις και αισθήματα όταν έρθει να με επισκεφθεί, σε ένα άλλο παγκάκι στην Γερμανία.

#9 Κάπου μεταξύ Αθηνών και Λουτρακίου (Χρήστος)

Αθήνα 2018

-Θέλεις να έρθω αύριο για κάνα μπάνιο; Είμαι Αθήνα

-Ναι, ναι. Έλα. Θέλω.

Είχαν χωρίσει ή τουλάχιστον έτσι έλεγαν, για την ακρίβεια αυτό προσπαθούσαν κοντά στο μήνα τώρα. Επιτυχώς, μάταια, ούτε αυτοί βγάλανε ποτέ άκρη. Εκείνος είχε κατέβει στην Αθήνα, αυγουστιάτικα να δει μερικούς φίλους που είχαν, επίσης, ξεμείνει. Τελικά παράκουσε τους πάντες και τα πάντα και την πήρε τηλέφωνο. Πήρε το πράσινο φως και έφυγε την επομένη από την Αθήνα με το πρώτο πρωινό για Λουτράκι. Στη διαδρομή ακροβατούσε μεταξύ ‘’επανάληψης τραγουδιού’’ στο youtube , λόγω της καλοκαιρινής προσφοράς των 15GB και σε μικρές προσπάθειες στρωσίματος από τα χθεσινοβραδινά τζιν. Κυρίως, όμως σε αυτή τη μια ώρα επιχειρούσε να διαχειριστεί εκείνον τον καλπασμό, το φούντωμα της αναμονής που ρίχνει το μέσα σου στους μείον πέντε, ενώ έξω έχει κουφόβραση. Αμ η σκέψη που τον ταλάνιζε πάντα: Τι απολαμβάνει κανείς περισσότερο να ζει κάτι όμορφο ή τις στιγμές λίγο πριν το ζήσει;

-Πάρε με τηλέφωνο, όταν μπεις στο Λουτράκι να ξυπνήσω, του έστειλε το προηγούμενο βράδυ.

Δεν την πήρε αμέσως. Κατέβηκε χωρίς να έχει να περιμένει βαλίτσα. Κουβαλούσε τόσα στο μυαλό του, που όλα τα άλλα χωρούσαν σε μια απλή τσαντούλα. Άναψε τσιγάρο και άρχισε να περπατάει. Κυψέλη με θάλασσα, έτσι είχε χαρακτηρίσει ο πατέρας της το Λουτράκι, ένα μεσημέρι που τρώγανε όλοι μαζί.

Αφού έκανε δυο φορές την παραλία, πήγε και κάθισε στο τελευταίο και πιο απομακρυσμένο παγκάκι. Εκείνη ξέροντας τα χούγια του δεν περίμενε μήνυμα και βγήκε να τον ψάξει μόνη της. Εν τέλει τον βρήκε και κάθισε πλάι του και η σειρά πάει ως εξής.

Αγκαλιά/μυρωδιά/γάλα καρύδας, μέλι, μπισκότο και εκείνο το αντηλιακό-ενυδατική/φιλί σταυρωτό/χαχανίσματα/γέλια/χαμόγελα/σοβάρεμα. Παράπονα/ερωτήσεις διαπιστώσεις/χαχανίσματα/γέλια/χαμόγελα/Αμηχανία/σ’ αγαπάω/σ’ αγαπώ με ανταπόκριση/Κλάμα διπλό και παρατεταμένο/σ’ αγαπάω, αλλά/δεν κάνω χωρίς εσένα/δεν σκέφτομαι, γιατί δεν έχω πού να τα πω/έλα να φάμε το μεσημέρι μαζί/ Δεν μπορώ να φύγω, αλλά δεν γίνεται και να μείνω/εδώ γιατί διαλέγουμε το δύσκολο για λύση;/θέλεις να προσπαθήσουμε πάλι/Όχι.

Σηκώθηκαν από το παγκάκι δυο ώρες μετά. Έστρωσαν μια πετσέτα λίγο πιο κάτω και βούτηξαν μαζί στη θάλασσα. Όταν βγήκαν δεν άφησαν λεπτό ο ένας τη βρεγμένη γύμνια του άλλου, που τουρτούριζε ρυθμικά μέχρι να στεγνώσουν. Φάγανε μαζί και έφυγε, πάλι χωρίς κανένα αποτέλεσμα.

Την άλλη μέρα το Λουτράκι πήρε φωτιά και εκείνη του έστειλε διάφορα μηνύματα σιχτιρίζοντάς τον, αποκαλώντας τον γκαντέμη και διάφορα τέτοια. Έπειτα από μέρες, διάβασε σε ένα τοπικό σάιτ ότι εκείνο το βράδυ που ξέσπασε η φωτιά μια νεαρή γυναίκα, γύρω στα 25 ράντιζε το τελευταίο και πιο απομονωμένο παγκάκι με ένα υγρό, όμως δεν μπόρεσε κανείς να διακρίνει αν ήταν νερό ή οινόπνευμα. Αν ήθελε κάτι να σώσει ή κάτι να κατακάψει.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα