Οι ηθοποιοί και οι “άλλοι”
Πώς αισθάνεται εν μέσω κρίσης ένας νεαρός ηθοποιός; Η Έλλη Πράντζου διηγείται...
Ίσως όλα αυτά που θέλω να μοιραστώ μαζί σας σήμερα μέσα από αυτές τις γραμμές, να μην αφορούν κανέναν εκεί έξω πέρα από λίγους αιθεροβάμονες που ακόμη τολμούν να ελπίζουν για όσα πραγματικά αγαπούν. Ίσως πολλοί θα βρεθούν να μου προσάψουν ότι σε εποχές που ο κόσμος χάνεται εγώ αρμενίζω στα δικά μου νερά. Στο σημείο που έχουμε φτάσει, όμως, θεωρώ πως ο καθένας από εμάς έχει να αντιμετωπίσει τον δικό του Γολγοθά. Όμως λίγοι μιλούν, λίγοι αντιδρούν κι ακόμη λιγότεροι πράττουν προς οποιουδήποτε είδους αλλαγή. Πνιγόμαστε. Πνιγόμαστε πρακτικά, πνιγόμαστε ψυχικά, πνιγόμαστε πνευματικά κι απλώς περιμένουμε πότε θα χτυπήσουμε άβυσσο.
Δεν ξέρω αν θέλω να καταγγείλω το οτιδήποτε. Βαρύγδουπη λέξη η «καταγγελία». Επιτρέψτε μου απλώς να βγάλω από μέσα μου σκέψεις, επιτρέψτε μου να εκφράσω την οργή μου, επιτρέψτε μου να μιλήσω για μια μερίδα ανθρώπων που βασανίζονται όπως οι περισσότεροι στην εποχή μας, με τη μόνη διαφορά πως οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν καν την πολυτέλεια να αισθάνονται αδικημένοι διότι σπάνια τους παίρνουν οι πολλοί στα σοβαρά.
Βαρέθηκα να βρίσκομαι διαρκώς στη θέση να καλούμαι να αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας επειδή κάποτε τόλμησα να επιλέξω το επάγγελμά μου με βάση το τι τραβούσε η ψυχούλα μου να κάνω κι όχι με βάση την αποκατάσταση. Όσο ακόμη υπήρχε τέλος πάντων ελπίδα και γι’ αυτή. Βαρέθηκα να αισθάνομαι βάρος στους πιο κοντινούς μου ανθρώπους –μιας κι η κοινωνία με τη συμβολική έννοια της λέξης όσο εγωιστικό κι αν ακουστεί έχει πάψει να με αφορά ως άποψη προς το πρόσωπό μου- επειδή ακόμη παλεύω να αξιοποιήσω όσα έμαθα, όσα αγαπώ, όσα μπορώ κι όσα επιθυμώ. Την ίδια στιγμή που κανείς δε δίνει σημασία στον κλάδο μου θαρρείς κι είμαστε απλώς ένα μάτσο τρελοί που παιδιαρίζουν κάθε όποτε επί σκηνής.
Βαρέθηκα να με ρωτάνε πού εργάζομαι όταν δηλώνω ηθοποιός αφού το επάγγελμά μου έχει εξευτελιστεί με τον χειρότερο τρόπο τόσο από εξωτερικούς όσο κι από εσωτερικούς παράγοντες. Βαρέθηκα να μη δουλεύω, να φαίνεται ότι απλώς κάθομαι στην πιο παραγωγική μου ηλικία, να μην αμοίβομαι όσο θα έπρεπε ή και καθόλου για τη δουλειά μου -όταν έχω την τύχη και βρίσκω τελικά μια δουλειά- βαρέθηκα τις ακραίες εκπτώσεις στην τέχνη που θέλησα να σπουδάσω, τα βαρέθηκα όλα. Τους βαρέθηκα όλους. Πού και πού ξεσπάω. Να, όπως τώρα. Νιώθοντας στο τέλος ακόμη πιο «τρελή» από πριν εφόσον το μόνο που καταφέρνω είναι να παραμιλάω από ανάγκη να εξωτερικεύσω όσα με ωθούν ώρες-ώρες στα άκρα μου.
Βαρέθηκα και το να αντιμετωπίζομαι ως ανώριμη, ως ρέμπελος, ως ο Πίτερ Παν που αρνείται να δει τον κόσμο με τα μάτια ενός ενήλικα φοβούμενος ότι θα χάσει τον στόχο του και θα χαθεί μέσα σε αυτόν όπως τόσοι άλλοι. Βαρέθηκα να βλέπω τον καλλιτεχνικό χώρο ξέχειλο από κάθε λογής άσχετους ψωροφιλόδοξους που χωρίς να έχουν ιδέα για το τι είναι αυτό με το οποίο επιδιώκουν να καταπιαστούν καταλήγουν πολλές φορές να «πετυχαίνουν» στην πράξη περισσότερα από κάποιον που έχει δώσει την ψυχή του σε αυτό κι όλα αυτά επειδή έχουν τα χρήματα να το κάνουν.
Βαρέθηκα να φαίνεται ότι σε στιγμές απολογούμαι επειδή έχω έναν πατέρα ο οποίος με έχει στηρίξει και το κάνει ακόμη φτύνοντας αίμα για να είμαι εγώ καλά. Βαρέθηκα να φαίνεται πως στο τέλος άσκοπα δίνει τα πάντα για ένα όνειρο που έχει ακυρώσει με τον πιο βάναυσο τρόπο τούτη η χώρα όπως έχει ακυρώσει την ανθρώπινή μας υπόσταση πλέον εν γένει. Βαρέθηκα να νιώθω πως εγκλωβίζομαι σε τόνους αδιοχέτευτης ενέργειας όταν μπορώ να προσφέρω στον τομέα μου όσα με όλη μου την καρδιά θα έδινα αν είχα ευκαιρίες.
Βαρέθηκα ν’ ακούω μονίμως αυτό το υποτιμητικό «grow up» από ανθρώπους που κατάφεραν να συμβιβαστούν και γυρίζουν σπίτι σιχτιρίζοντας τη μοίρα τους μετά από μια μίζερη μέρα σε μια δουλειά που μισούν. Παραδεχόμενοι πως το εκάστοτε «αφεντικό» -γιατί πια δε μιλάμε για εργοδότες αλλά για αφεντικά με όλη τη σημασία της λέξης όσο κι αν λυπάμαι και ντρέπομαι γι’ αυτό- τους εξευτελίζει με κάθε ευκαιρία λες κι είναι σκλάβοι μέρος της γενικής του ιδιοκτησίας.
Κι αυτοί, οι ίδιοι αναγκαστικά συμβιβασμένοι άνθρωποι, να τολμούν να αποκαλούν εμένα εξαρτημένη επειδή αντί να εξαρτώμαι από δουλεμπόρους επιλέγω όσο ακόμη έχω τη δυνατότητα να «εξαρτώμαι» από ανθρώπους δικούς μου που σέβονται τις επιλογές και τις ελπίδες μου. Για πόσο θ’ αντέχουν ακόμη κι εκείνοι ούτε εγώ το γνωρίζω. Και, ναι, δε θα ντραπώ να πω ότι αυτό με τρομάζει. Πολύ. Μα ποιος εκεί πέρα έξω έχει πλέον ένα μέλλον εξασφαλισμένο; Μήπως εκείνοι που δεν τολμούν να σηκώσουν κεφάλι κι ας τους πατάνε κάτω φοβούμενοι πως την επόμενη κιόλας μέρα θα χάσουν την τόσο πολύτιμη δουλειά τους;
Βαρέθηκα. Μπάφιασα. Μπούχτισα. Σιχάθηκα. Μα ευτυχώς αρνούμαι να απελπιστώ. Το μόνο για το οποίο φωνάζω και θα ήθελα να μπορώ να απαιτώ, είναι σεβασμός στο επάγγελμά μου το ήδη κατεστραμμένο, το ήδη διαλυμένο, το ήδη βιασμένο ακόμη κι από τους αναρμόδιους απλούς ανθρώπους που έχουν φτάσει να το θεωρούν παιδική χαρά.
Οι ηθοποιοί δεν είμαστε εξ ορισμού τεμπέληδες, ανώριμοι, άνεργοι κατ’ επιλογή ούτε παράσιτα που με περισσή αναισθησία έχουμε επιλέξει να κοιτάζουμε το ταβάνι από οκνηρία ή ευθυνοφοβία –που συχνά αντιθέτως συναντούμε σε άλλους. Είμαστε άνθρωποι που τολμούν μέχρι τελευταίας ρανίδας να παλεύουν ίσως με όποιο κόστος, κόντρα σε όλα ώστε να μη χάσουν εντελώς την επαφή τους με την καταραμένη ευχή του να ασχολείται κανείς με κάτι καλλιτεχνικό. Είναι -ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι- επαγγελματίες που έχουν σπουδάσει το αντικείμενό τους όπως οι περισσότεροι εργαζόμενοι ή μη.
Ο κλάδος μας έχει μετατραπεί σε ξέφραγο αμπέλι στο οποίο μπαίνουν κι αλέθουν κάθε λογής σκύλοι αβίαστα και κάπως έτσι χάθηκε η αξιοπρέπεια όλων μας. Δε θα δεχτώ ποτέ και σε καμία περίπτωση όμως να χαμηλώσω τα μάτια μπροστά σε οποιονδήποτε πιστεύει ότι προσφέρει περισσότερα από εμένα σε πρακτικό επίπεδο μόνο και μόνο επειδή το επάγγελμά μου είναι άνανδρα υποτιμημένο από τη χώρα στην οποία ζω κι ως πνευματικού περιεχομένου κανείς πια δε λαμβάνει το υπόψιν εκτός κι αν έχει απέναντί του κάποιο ήδη «φτασμένο όνομα».
Είμαι περήφανη για όσα επέλεξα να κάνω και δε θα σταματήσω να δηλώνω ηθοποιός σκέτο ακόμη κι αν χρειαστεί να κάνω τον ζογκλέρ στα φανάρια προκειμένου να «επιβιώσω» τελικά. Αυτά από έναν αιώνιο έφηβο που αρνείται να ενηλικιωθεί αφού δεν έχει καν καταλάβει τι ακριβώς σημαίνει αυτό τελικά. Ανάληψη ευθυνών μήπως; Τότε πώς καταντήσαμε εκεί που καταντήσαμε άραγε αν ενήλικος σημαίνει το να αναλαμβάνεις ευθύνες; Καληνύχτα σας.